κινηματογραφικά σκηνικά «Κανόνια του Ναβαρόνε» δεν ήταν τίποτα άλλο από μία εγκατεστημένη κατασκευή των Γερμανών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επί ακτής προς επιτήρηση και έλεγχου της ναυσιπλοΐας και αντιμετώπισή της από θαλάσσης προσβολής, σε μία περιοχή του Αιγαίου. Στη στρατιωτική ορολογία τα ανεγειρόμενα πυροβολεία σε ακτές για λόγους άμυνας ονομάζονται επάκτια πυροβολεία. Γενικά η θέση τους προσδιορίζεται αφενός από τη σπουδαιότητα του χώρου και τον σκοπό κάλυψης, αφετέρου συνδυάζοντας και τον μέγιστο δυνατό ορατό τομέα ελέγχου.
Διερχόμενος κάποιος την παλιά εθνική οδό (Ε.Ο. 1) στο ύψος της Πύδνας (Κίτρος) Πιερίας και κοιτώντας προς τη θάλασσα, εκεί στο ύψωμα βλέπει να υψώνεται μια κεραία της κινητής τηλεφωνίας. Πού να το φανταστεί ότι εκεί οι Γερμανοί, κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, είχαν στήσει μια επάκτια πυροβολαρχία με έξι μεγάλα πυροβόλα, για να ελέγχουν όλη την περιοχή του Θερμαϊκού; Ο λόφος είναι ακριβώς πάνω από τις Αλυκές στο ακρωτήριο της «Αθερίδας», έχει δε μια καταπληκτική θέα προς το Θερμαϊκό και προς τις απέναντι ακτές της Θεσσαλονίκης.
Η τοποθεσία ονομάζεται «Ντόνα Ράχη» και αποτελεί μια καλλιεργήσιμη περιοχή του Κίτρους, όπως αναφέρουν ναυτικοί χάρτες, η οποία δόθηκε στους πρόσφυγες σε κλήρους των 15 στρεμμάτων. Όμως σήμερα αυτή η ονομασία έχει ξεχαστεί. Η περιοχή όπου είχαν τοποθετηθεί τα πυροβόλα, στην τοποθεσία Ντόνα Ράχη του Κίτρους, σήμερα ονομάζεται «κανόνια» ή «υπάκτια», αποτελεί δε μια μάλλον λαϊκή παράφραση της λέξης «επάκτια» επειδή οι κάτοικοι γνώριζαν ότι υπήρχαν υπόγειες κατασκευές.
Με την εισβολή των Γερμανών κατακτητών στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν αρκετές Γερμανικές πυροβολαρχίες (58 Ναυτικού, 56 Στρατού). Ένα από τα πρώτα οχυρωματικά έργα που φρόντισαν να κατασκευάσουν ήταν τεράστια πυροβολεία κατά μήκος του πέταλου του Θερμαϊκού που βασικά επρόκειτο για επάκτιες οχυρώσεις και αποτελούσαν ναυτικά οχυρά για την προστασία του λιμένα της Θεσσαλονίκης και των παράκτιων περιοχών του Θερμαϊκού.
Αυτά ήταν μόνιμα επανδρωμένα από γερμανική φρουρά, η οποία επόπτευε όλο το μήκος του ορίζοντα, προστατεύοντας το σημαντικής σπουδαιότητας για τους Γερμανούς λιμάνι της Θεσσαλονίκης αλλά και τις ακτές από προσγειαλώσεις. Αργότερα μάλιστα, η Θεσσαλονίκη θα αποτελούσε για τα συμφέροντά τους έναν λιμένα στρατηγικής σημασίας, καθώς μέσω αυτού έλεγχαν το Βόρειο Αιγαίο (1943). Στο πέταλο του Θερμαϊκού δραστηριοποιήθηκαν έξι επάκτια ναυτικά οχυρά. Ένα από αυτά τα ναυτικά οχυρωματικά έργα έγινε και στην Πιερία.
Η τοποθεσία του λόφου κοντά στο σημερινό χωριό Πύδνα, πάνω από το ακρωτήριο Αθερίδα, η οποία οριοθετεί την είσοδο του Κόλπου της Θεσσαλονίκης στον Θερμαϊκό, ήταν για τους Γερμανούς κατακτητές, κατά τη διάρκεια της κατοχής, ένα σημείο στρατηγικής σημασίας για την προστασία του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Αξιολογώντας από στρατιωτικής άποψης και ενδιαφέροντος την περιοχή αλλά και τους λόφους πέριξ αυτής, διαπιστώνεται ότι αποτελούν έναν ζωτικό χώρο. Ο κατέχων λοιπόν τον στρατηγικό αυτόν χώρο δύναται ευκόλως να ελέγχει όλες τις θαλάσσιες μεταφορές και κινήσεις τυχόν πολεμικών ή άλλων πλοίων από και προς το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Η καθημερινή παρουσία των Γερμανών στρατιωτών στο χωριό άλλαξε ριζικά τη ζωή των ανθρώπων, καθώς ο χώρος και ο χρόνος ήταν υπό γερμανική επίβλεψη. Έτσι είχαμε την επίταξη σπιτιών για την κάλυψη αναγκών (διοικητικών, στρατωνισμού, επισιτιστικών).
Για την κατασκευή των έργων οχύρωσης του καταυλισμού οι γερμανοί επέβαλαν την επιστράτευση των κατοίκων καθώς και την απαγόρευση της κυκλοφορίας κυρίως τη νύχτα.
ΜΕ ΑΓΓΑΡΕΙΑ ΤΑ ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ
Η υλοποίηση αυτών των έργων συνεπαγόταν την οργανωμένη κινητοποίηση του ντόπιου εργατικού δυναμικού. Τα επάκτια πυροβολεία κατασκευάστηκαν με καταναγκαστική εργασία (αγγαρεία) από κατοίκους του Κίτρους. Από την πρώτη μέρα της κατοχής μέχρι την τελευταία (1941-1944) οι Γερμανοί επεξέτειναν και ενδυνάμωσαν τις οχυρώσεις. Οι γηραιότεροι κάτοικοι της Πύδνας θυμούνται ακόμη τη παρουσία των Γερμανών στο χωριό, κάποιοι μάλιστα από αυτούς δούλεψαν υποχρεωτικά στα έργα. Η από μέρους των Γερμανών αμοιβή προς τους κατοίκους για τη σκληρή δουλειά που έκαναν, ήταν λίγες κατοχικές δραχμές (58 δρχ. με το πληθωρισμό να καλπάζει) για ημερήσια αποζημίωση. Όπως αναφέρουν οι λιγοστοί εν ζωή κάτοικοι που συμμετείχαν στα οχυρωματικά έργα, οι Γερμανοί υποχρέωναν όλους τους άντρες από 16 έως 55 χρονών της περιοχής του Κίτρους να δουλεύουν αναγκαστικά δύο μέρες την εβδομάδα από το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Οι εργασίες των κατακτητών περιλάμβαναν σκάψιμο των ορυγμάτων και άνοιγμα των υπόγειων στοών, κατασκευή πυροβολείων και άλλων οχυρωματικών έργων.
Πρέπει να επισημανθεί πως στην ασφάλεια των πυροβολείων ιδιαίτερα από τους αντάρτες, συμμετείχαν από της 1-11-1943 και άνδρες της 4ης SS Polizei Panzergrenadier 1, που είχε έδρα τη Λάρισα. Αποδεικνύοντας τη σημασία που είχαν τα επάκτια για τους γερμανούς.
Η έκταση που καταλάμβαναν στην ράχη του λόφου οι οχυρώσεις και ο χώρος στρατωνισμού, ήταν περίπου 100 στρέμματα. Οι κάτοικοι της Πιερίας εκείνα τα χρόνια της κατοχής, ανέφεραν τον οχυρωμένο χώρο των κανονιών ως «Φρούριο του Κίτρους».
Ο χώρος περιφράχθηκε με αγκαθωτά συρματοπλέγματα και τοποθετήθηκαν σιδερένια εμπόδια (Czech hedgehog) ενώ είχαν τοποθετηθεί και νάρκες. Τα σιδερένια εμπόδια αποτελούσαν μια ελαφριά μεταλλική αμυντική κατασκευή που αποτελούνταν από τρεις οριζόντιους ισοσκελείς μεταλλικούς δοκούς σχήματος – L κατασκευασμένους από χάλυβα.
ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΥΔΝΑΣ
Στο κέντρο του λόφου, στο σημείο με την καλύτερη δυνατή θέα, κατασκεύασαν πέντε κυκλικές τσιμεντένιες βάσεις, διαμέτρου 15μ., για βαρέα πυροβόλα. Εκεί έστησαν μια συστοιχία από έξη πυροβόλα των 15,5 χιλ. με κατεύθυνση ελαφρώς βορειοανατολική (ΒΑ) για να ελέγχουν τον Θερμαϊκό. Τα πυροβόλα των 15,5 εκατοστά K 418 (f), είναι τα γνωστά 155 χιλ. γαλλικής κατασκευής. Τα πυροβόλα προέρχονταν ως «προίκα» από τη λεία των επιχειρήσεων στη Γαλλία, πιθανότατα από την περίφημη Γραμμή Μαζινό (Ligne Maginot), όταν αυτή κατέρρευσε μπροστά στη γερμανική ορμή. Τα πυροβόλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν (535 σε αριθμό), το υπόλοιπο του πολέμου, από τους Γερμανούς στην άμυνα των ακτών ως βαρέα τάγματα πυροβολικού. Η πυροβολαρχία αυτή είχε δυνατότητα εκτέλεσης βολής 360ο μοιρών με μέγιστο βεληνεκές τα 19 χιλιόμετρα. Όπως αναφέρουν αυτοί που έζησαν εκείνα τα χρόνια, τα κανόνια πολλές φορές έριχναν το βράδυ για εκφοβισμό προς τον Κολινδρό και τα Ρυάκια…
Περιφερειακά των κανονιών κατασκευάστηκαν και όλες οι λοιπές υπόγειες ή ημιυπόγειες εγκαταστάσεις που ήταν όχι τσιμεντένιες αλλά είχαν ξύλινες τάβλες ως τοίχωμα. Τσιμεντένια ήταν τα χαρακώματα που ένωναν όλες τις βάσεις των πυροβόλων, όπου από πάνω έφεραν τις ξύλινες τάβλες με χώμα. Τα πυροβολεία περιλάμβαναν και όλες τις αναγκαίες εγκαταστάσεις για την εξυπηρέτηση του όπλου. Οι εγκαταστάσεις αυτές στέγαζαν αποθήκες (πυριτιδαποθήκη, βληματαποθήκη, τροφοδοσία, καυσίμων), σταθμό ηλεκτροπαραγωγής, γεώτρηση με μεγάλη σκεπαστή υδροδεξαμενή, καταφύγια, θαλάμους φαγητού, ύπνου, υγιεινής του προσωπικού και ιατρείο, διαδρόμους επικοινωνίας, διοικητήριο και άλλους χώρους. Τα πυροβόλα προστατεύονταν από έξη οχυρωματικά πολυβολεία που είχαν κατασκευαστεί από μπετόν τύπου Ringstand 58c ή tobruk. Μέχρι σήμερα σώζονται ακόμη τα έξι πυροβολεία τύπου tobruk.
Οι διασωθείσες οχυρώσεις τύπου Ringstand 58c ή Tobruk ανήκαν στην κατηγορία των τυποποιημένων γερμανικών κτιρίων που σχεδιάστηκαν για την υποστηρικτική οχύρωση σημαντικών στρατιωτικών θέσεων. Οι πρώτες εφαρμογές του έγιναν στο λιμάνι της πόλης του Τομπρούκ της Λιβύης και από εκεί προήλθε και η σχετική ονομασία αυτών των πολυβολείων («Tobruk»).
Ήταν ένα μικρό ατομικό καταφύγιο μάχης από οπλισμένο σκυρόδεμα, με ένα δωμάτιο αγώνα και ένα βαθύτερο καταφύγιο υποστήριξης του οπλίτη. Το καταφύγιο λειτουργούσε από 2 στρατιώτες -οπλίτης και ο βοηθός του (πυρομαχικά). Το σύνολο του καταφυγίου ήταν τοποθετημένο μέσα στο έδαφος και καλά καμουφλαρισμένο, οπότε δεν ήταν ορατό στο μάτι. Το δωμάτιο αγώνος έχει ένα άνοιγμα (δακτυλίδι) στην οροφή του διαμέτρου 80 cm ώστε να μπορεί ο οπλίτης να βάλει εναντίον τού στόχου, είτε επίγειου είτε εναέριου. Έτσι προεξείχε από το έδαφος μόνο το κεφάλι ενός οπλίτη μέσα από το άνοιγμα όπου βρισκόταν ένα πολυβόλο. Επομένως ήταν δύσκολο να εντοπιστεί και να εξουδετερωθεί το καταφύγιο.
Ο οπλίτης ήταν άριστα προστατευόμενος τόσο από τις καιρικές συνθήκες (ζέστη, κρύο το βράδυ) όσο και από τον αντίπαλο (πολύ δύσκολο να δεχτεί χτύπημα το άνοιγμα της οροφής). Πρόκειται λοιπόν για ένα ισχυρό αμυντικό έργο χάρη στην απλότητα κατασκευής του και στην έξυπνη λειτουργία του. Δεδομένου ότι για την είσοδο υπήρχε μια μικρή πόρτα στο πλάι, η πρόσβαση ήταν δυνατή μόνο μέσα από τάφρους και αναχώματα. Ενσωματώνοντάς τα σε μια αμυντική γραμμή, η περιοχή είναι καλά υπερασπισμένη. Τα καταφύγια μάχης έχουν Ringstand 58c που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως από τους Γερμανούς, τα πρώτα εκ των οποίων χτίστηκαν στο Τοίχος του Ατλαντικού.
Η 828η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΑΚΤΙΑ ΠΥΡΟΒΟΛΑΡΧΙΑ
Με την άφιξη των κατοχικών στρατευμάτων, η οποία έγινε τη Μεγάλη εβδομάδα του 1941, στον τομέα του Θερμαϊκού κόλπου τα επάκτια πυροβολεία του πέταλου του Θερμαϊκό επάνδρωσε η 828η Στρατιωτική Επάκτια Πυροβολαρχία (Heeres Küsten Artillerie Abteilung 828 - HKAR 828).
Η Πυροβολαρχία στα «Atheria» εγκαταστάθηκε στην Πύδνα και πήρε το όνομά της από το ακρωτήρι «Αθερίδα» και δημιούργησε εκεί την επάκτια οχύρωση.
ΑΝΑΤΙΝΑΞΗ ΤΩΝ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΩΝ
Στην ταινία «Κανόνια του Nαβαρόνε», οι σύμμαχοι αποφασίζουν να καταστρέψουν τα φοβερά κανόνια για να καταστρέψουν ένα φαινομενικά απόρθητο γερμανικό φρούριο που απειλεί τα συμμαχικά πολεμικά πλοία στο Αιγαίο Πέλαγος και που εμποδίζει τις συμμαχικές δυνάμεις να απελευθερώσουν 2.000 εγκλωβισμένους Βρετανούς στρατιώτες. Στα κανόνια της Πύδνας, την απόφαση να καταστρέψουν τις εγκαταστάσεις των κανονιών τους έλαβαν οι ίδιοι οι Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους υπό την πίεση της προέλασης των συμμάχων σε άλλα μέτωπα (η απόφαση για τη γερμανική αποχώρηση από την Ελλάδα είχε παρθεί ήδη από τις 26 Αυγούστου του 1944). Έτσι κατά την αποχώρησή τους από την Πύδνα στις 20 Οκτωβρίου του 1944, οι Γερμανικές δυνάμεις κατοχής προχώρησαν στην ανατίναξη του χώρου των εγκαταστάσεων και των άλλων οχυρωματικών έργων στην τοποθεσία Ντόνας Ράχη. Η ανατίναξη έγινε από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό των Αλυκών μόλις έφτασαν εκεί οι Ναζί, χωρίς να ξηλώσουν τα πυροβολεία, που σκόπευαν κάθε σημείο του ορίζοντα του Θερμαϊκού Κόλπου.
Οι εκρήξεις ήταν μεγάλες με αποτέλεσμα να σπάσουν τα τζάμια από τα περισσότερα σπίτια του χωριού. Οι Γερμανοί κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος των οχυρωματικών έργων, ακόμη και τις τεράστιες τσιμεντένιες βάσεις των κανονιών. Το αποτέλεσμα, σήμερα να είναι ορατά μόνο τα έξι μικρά οχυρωμένα πυροβολεία τύπου Ringstand 58c, η τσιμεντένια δεξαμενή νερού και τα σημεία όπου ιδιοκτήτες των χωραφιών δε μπόρεσαν να απομακρύνουν τα τσιμεντένια υπολείμματα των οχυρώσεων μετά την ανατίναξη. Όμως και αρκετά καταφύγια θάφτηκαν κάτω από το έδαφος και παρέμειναν ανέγγιχτα.
Σήμερα επισκεπτόμενος κάποιος την περιοχή των «υπάκτιων» σίγουρα αποτυγχάνει να εκτιμήσει την έκταση του συγκροτήματος και το πεδίο που κάλυπταν τα οχυρωματικά έργα που είχαν κατασκευαστεί.
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Μετά τον πόλεμο οι άνθρωποι των κατεχόμενων περιοχών προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις, ξεκίνησαν να πηγαίνουν στον χώρο των κατεστραμμένων πυροβολείων για να αποσπάσουν ότι χρηστικό αντικείμενο μπορούσαν να μεταφέρουν. Οι σιδερένιοι δοκοί από τα εμπόδια που προστάτευαν τα επάκτια, έγιναν πάσσαλοι στα όρια των ιδιοκτησιών και στις πόρτες των αυλών τους. Εύκολα μπορεί να τα διακρίνει κανείς και σήμερα περνώντας από τους δρόμους του χωριού.
Το σημαντικότερό όμως είναι ότι ένα μεγάλο μέρος από τα τσιμεντένια κομμάτια που δημιουργήθηκαν με την καταστροφή η οποία προκλήθηκε από την ανατίναξη των επάκτιων, χρησιμοποιήθηκαν το 1950 για το κτίσιμο του σχολείου του χωριού και συγκεκριμένα από τα θεμέλια έως τη βάση του ορόφου. Ακόμη, όποια άλλα υλικά μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για το σχολείο, πάρθηκαν από εκεί. Οι αγρότες παρά τους κινδύνους για ξεχασμένα πυρομαχικά, αναγκαστικά επέστρεψαν γρήγορα στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις που είχαν επιταχθεί για να συνεχίσουν κανονικά την αγροτική τους δραστηριότητα.
Τα γερμανικά οχυρωματικά έργα του Β΄ Παγκοσμίου αποτελούν ιστορικά μνημεία της νεότερης πολεμικής ιστορίας αλλά και ένα από τα πιο σημαντικά οχυρωματικά έργα που δημιουργήθηκαν στην Πιερία την περίοδο αυτή.
Στην ουσία λοιπόν, τα επάκτια πολυβολεία αποτελούν τόπο ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας. Είναι ένα ακόμη μοναδικό ντοκουμέντο της σύγχρονης ιστορίας μας που φέρει μία βαριά ιστορική μνήμη λόγω της χρησιμοποίησής τους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όλος ο χώρος των πυροβολείων αποτελούν μνημείο του μόχθου των κατοίκων της Πύδνας στον βωμό της αιώνιας ματαιότητας και μισαλλοδοξίας του πολέμου.
Από τον Δημήτρη Ρουκά
* Ο Δημήτρης Ρουκάς M.Sc., είναι τεχν. γεωπόνος επιστημονικός συνεργάτης Π.Ε. Πιερίας
Υ.Γ.. Για την παρουσίαση των «Επάκτιων της Πύδνας», συνέβαλαν με τις πολύτιμες πληροφορίες τους, οι κάτοικοι του χωριού κ. Κώστας Ταμός (1927), και κ. Παναγιώτης Μηντσίδης (1929) που εργάστηκαν στην κατασκευή τους, οι κ. Βασίλης Μπάμπος (1936), κ. Λεωνίδας Αλμπανίδης (1938) κ. Καλούδης Καμπόσος του Κρέοντα (1938), κ. Παναγιώτης Χρυσοστόμου (1940) και οι κ. Αναστάσιος Τατσίδης πρόεδρος πολιτιστικού συλλόγου Πύδνας, κ. Γεώργιος Σιδηρόπουλος ιδιοκτήτης του ελαιοτριβείου που βρίσκεται στη θέση «Κανόνια Υπάκτια».