Ο δρόμος που απεικονίζεται είναι η οδός των Έξ (Έξη), η σημερινή οδός Κύπρου. Η λήψη έγινε από την διασταύρωση των οδών Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και των Έξ κάποια συννεφιασμένη ημέρα του χειμώνα, όπως συμπεραίνεται από τη βαριά ενδυμασία των ανθρώπων που διακρίνονται. Ο φωτογράφος μάς είναι άγνωστος. Χρονολογικά η φωτογράφιση τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και βασίζεται στη μορφή των κτισμάτων που διακρίνονται στην εικόνα.
Ο δρόμος αυτός της Λάρισας ήταν και παραμένει ένας από τους κεντρικότερους, αν όχι ο κεντρικότερος δρόμος της Λάρισας. Διατηρείται από τους χρόνους της τουρκοκρατίας, μόνο που την περίοδο εκείνη δεν ήταν ευθύς, αλλά ελικοειδής, όπως όλοι σχεδόν οι δρόμοι κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, όπως παρατηρούμε σε χάρτες του 19ου αιώνα[1].Με το νέο ρυμοτομικό σχέδιο της Λάρισας, το οποίο εκπονήθηκε το 1882 και άρχισε σταδιακά να εφαρμόζεται, ο δρόμος αυτός απέκτησε την ευθύτητα που εμφανίζεται στη φωτογραφία. Εκτός από την μορφή του όμως, ο δρόμος αυτός άλλαξε και πολλές ονομασίες από τότε μέχρι σήμερα. Πριν την απελευθέρωση της Λάρισας ονομαζόταν Χατζή Χουσεΐν πασά. Τους πρώτους χρόνους μετά την απελευθέρωση τον συναντούμε στις εφημερίδες και στις συμβολαιογραφικές πράξεις ως οδό Ντάρκουλη ενώ το 1891 μετονομάσθηκε σε οδό Πριγκίπισσας Αλεξάνδρας. Η ονομασία αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 1932 περίπου, όταν άλλαξε ονομασία τότε σε οδό των Έξ. Την χρονολογία αυτή ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εξέφρασε την επιθυμία να αποκατασταθεί πανελλήνια η μνήμη των έξι προσωπικοτήτων (οι πέντε ήταν πολιτικοί και ο έκτος στρατιωτικός), οι οποίοι εκτελέσθηκαν το 1922 ως πρωταίτιοι της μικρασιατικής καταστροφής. Το Δημοτικό Συμβούλιο Λαρίσης με δήμαρχο τον Μιχαήλ Σάπκα ενέκρινε την πρωτοβουλία του Βενιζέλου και μετονόμασε τον κεντρικό αυτό δρόμο σε οδό των Έξ. Τελικά μετά τα γεγονότα της Κύπρου την δεκαετία 1950-1960 και την εξορία του αρχιεπισκόπου της Κύπρου Μακαρίου στις Σεϋχέλλες το 1956, απέκτησε την σημερινή της ονομασία, οδός Κύπρου.
Αναλύοντας τη σημερινή εικόνα και ξεκινώντας από αριστερά, διακρίνουμε ένα μικρό τμήμα του ξενοδοχείου «Το Στέμμα». Είχε κτισθεί επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη σε μια περιοχή όπου υπήρχαν από τους χρόνους της τουρκοκρατίας ερειπωμένες ιδιοκτησίες Οθωμανών, οι οποίες περιήλθαν στη δημοτική αρχή μετά την αποχώρησή τους από τη Λάρισα το 1881. Το ξενοδοχείο άρχισε να λειτουργεί από το 1887 ως δημοτική επιχείρηση, με ανεπτυγμένα 18 δωμάτια στον όροφο. Στο ισόγειο υπήρχαν δύο μεγάλες αίθουσες, η μία στέγαζε εστιατόριο και η άλλη καφενείο. Στη δεύτερη δημαρχία του Μιχαήλ Σάπκα (1925-1929) αγοράσθηκε από τους αδελφούς Πολύζου από το Συκούριο, οι οποίοι στη συνέχεια διαχειρίζονταν το ξενοδοχείο και τα καταστήματα μέχρι τον σεισμό του 1941.
Αμέσως μετά και πίσω από τα δένδρα του πεζοδρομίου κρύβεται το τοπικό υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας, το οποίο λειτούργησε στη θέση αυτή για πολλά χρόνια. Μεσολαβεί η οδός Φιλελλήνων και αμέσως μετά ακολουθεί το ομορφότερο κτίριο που υπήρχε προπολεμικά γύρω από την Κεντρική πλατεία (Θέμιδος τότε, Σάπκα σήμερα).Αρχές του 20ου αιώνα ισοπεδώθηκαν οι ποινικές φυλακές και ορισμένα καταστήματα του μουσουλμάνου μεγαλοκτηματία Χατζημέτου που υπήρχαν στην περιοχή αυτή και στη θέση τους κατασκευάσθηκε το 1905 διώροφη οικοδομή, η οποία εκμεταλλευόμενη τη γωνιακή της θέση κοσμήθηκε στη στέγη με έναν κομψό τρούλο. Στην εικόνα ο τρούλος δεν διακρίνεται ίσως γιατί το contrast της φωτογραφίας κατά την εμφάνιση δεν ήταν το σωστό. Το 1906 ο επιχειρηματίας Ιωάννης Ασλάνης ενοικίασε τον επάνω όροφο του κτιρίου, στον οποίο δημιούργησε τη περίφημη «Λέσχη Ασλάνη», ένα πολυτελέστατο κέντρο ψυχαγωγίας και αναψυχής που αναβάθμισε την κοινωνική ζωή της Λάρισας. Το 1919 στη θέση της Λέσχης στεγάσθηκε το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» με επιχειρηματίες τους αδελφούς Μίχου. Εν τω μεταξύ το 1923, μετά την μικρασιατική καταστροφή και τις ανταλλαγές των πληθυσμών, η ιδιοκτησία του κτιρίουπεριήλθε στο Δημόσιο και το 1935 σταμάτησε η λειτουργία του ξενοδοχείου και ο όροφος παραχωρήθηκε στον Στρατό για την στέγαση της Λέσχης Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης. Το ισόγειο του κτιρίου του Χατζημέτου όλο αυτό το διάστημα στέγαζε και από τις δύο πλευρές διάφορα κατά καιρούς καταστήματα.
Στη συνέχεια στην ίδια πλευρά ακολουθούν και άλλα κτίρια, τα οποία λόγω αποστάσεως, της παρουσίας κόσμου και των φυλλωμάτων των δένδρων, είναι δυσδιάκριτα.
Στο δεξιό μέρος της φωτογραφίας διακρίνεται μια σειρά αμαξών να είναι σταθμευμένες δίπλα από τον πεζοδρόμιο της Κεντρικής πλατείας. Ήταν τα ταξί της εποχής και ο χώρος αυτός ήταν η «πιάτσα» τους. Συνήθως οι αμαξάδες σύχναζαν στο απέναντι καφενείο «Εμπορικόν», το οποίο βρισκόταν αμέσως μετά το κτίριο του Χατζημέτου (Λέσχη Ασλάνη)και ήταν από τα παλαιότερα της πόλεως.
Αμέσως μετά, στη γωνία των οδών των Έξ και Μεγ. Αλεξάνδρου μόλις διακρίνεται ο επάνω όροφος ενός μεγάλου κτιρίου, ο οποίος στέγαζε το «Ξενοδοχείον Ύπνου Κεντρικόν» όπως ανέφερε η επιγραφή του. Το 1938 κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κατασκευάσθηκε πάλι ξενοδοχείο με την ονομασία «Ολύμπιον».
[1]. Βλέπε χάρτη του 1827 από τον μηχανικό Χαλήλ μπέη ο οποίος δημοσιεύθηκε το 1974 από τον Yusuf Halacoglu: Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα της περιόδου 1810-1881. Στοιχεία από τον Κώδικα του Ιερού Ναού του Αγίου Αχιλλίου. Πρακτικά Ημερίδας, Λάρισα (1994) σελ. 43. Επίσης χάρτη του 1880 ο οποίος δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του Επαμεινώνδα Φαρμακίδη, Η Λάρισα. Από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926). Ο Φαρμακίδης σημειώνει στον χάρτη ότι παραχωρήθηκε «προθύμως παρά του Συμπολίτου μου κ. Ιωάννου Τσιμπούκη».
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com