Κι όταν κάθε φορά ξεκινάς στο καραούλι αυτό σπαράζει. Πέφτει στην αγκαλιά μου και δέρνεται. Λέει πως θα πάει μοναχός του να κάμει με τους Τούρκους πόλεμο! Και μόνο ο δικός σου φόβος τον τρομάζει. Αλλιώς ποιος ξέρει τι θ' αποκτούσε;
- Η μάνα - η αμαζόνα - θωρεί το γέρο κάπως παρακαλεστικό και γνέφει πονηρά τον γιο της! Αυτός κρύβει την παρθενική του ταραχή απ' τη μάνα που αυστηρά μουγκρίζει και δεν μιλάει.
Και την αυγή το παλικάρι τ' άγουρο με το ντουφέκι το βαρύ στον ώμο, με το αλαφροΐσκιωτο το πάτημα με το χαρούμενο καρδιοχτύπι, ακολουθεί το γέρο τον πολεμιστή και τον πολύπειρο.
- Κι ο πόλεμος αρχίζει και το άγριο φαράγγι αντιλαλεί. Ο γέρος τώρα έχει όλο το νου του στο παιδί. Λησμονεί τον πόλεμο και μιλά στο παλικάρι τ' άπηχτο!
- Εδώ που σ' έφερα του λέει δεν χρειάζεται να καμαρώσω την λεβεντιά σου, δώσε τη άμα έρθει εκείνη η ώρα. Όμως αψύς μου φαίνεσαι. Το αίμα σου δεν βράζει. Άδειο ακόμα το ντουφέκι σου και ο εχθρός αντίκρυ σου, δεν σε σκιάζεται!
ΙΙ. Η Σουλιωτοπούλα
Μες τη μάχης τον καπνό που έπνιγε το λαγκάδι, ο Σουλιώτης όλα τα έχει λησμονήσει. Την πείνα και τη δίψα. Ενώ το Σούλι πέφτει ξέμακρα και σαν λησμονημένα είναι και κείνο τ' άχαρο.
Και 'κει που πολεμάει το παλικάρι το αγλύκαντο, μέρα και νύχτα, ξάφνα ακούει μια γνώριμη φωνή που τον ξυπνά. Λοιπόν το Σούλι δεν χάθηκε και ζει! Ήταν η Λάμπη η αδελφή του υιού!
* Τι καλά μας φέρνεις μωρή Λάμπη;
* Να, ζεστή κουλούρα αδελφέ που την ζύμωσα με τα χεράκια μου και η μάνα μας την έψησε στη Θρακιά.
* Ένα να φας μια ψίχα και να ξαποστάσεις.
* Δεν μπορώ καημένη μου, πού ν' αφήσω το ντουφέκι.
* Αυτή είναι η συλλογή σου Νάση;
* Έρχομαι εγώ και σαν κρατάω το πόστο σου! Να, σου έστρωσα και δωσ' μου το ντουφέκι.
Χαμογελάει από περηφάνια ο αδελφός ο καπνισμένος. Δεν έχει ανάγκη να μάθει στην αδελφή, πώς πιάνουν το ντουφέκι.
* Ξεκίνησε η Λάμπη. Με χέρι σταθερό γιόμωζε κείνη και σημάδευε.
Κι ο Λάμπης παρέκει έτρωγε ήσυχος και μοναχά την πείνα του άκουγε την θεριεμένη μέσα του.
Κι ο πόλεμος καλά κρατούσε.
Κι να ένα βόλι ήρθε και πέτυχε κατάστηθα την κορασιά. Κι αυτή πάλι έκανε καρδιά και δεν μιλούσε.
Το αίμα πλημμύρισε στον κόρφο της. Όμως η Λάμπη σημάδευε και ντουφεκούσε και αγροικά χαμηλόφωνα.
* Έφαγες Νάση;
* Κοντεύω, λίγο ακόμα Λάμπη! Κι η κόρη ξαναρώτησε δεύτερη και τρίτη φορά.
Και τότε μ' ένα πήδημα το παλικάρι βρέθηκε κοντά της.
Αρπαξε το ντουφέκι και ήσυχα καθώς άναψε ο πόλεμος, ξανάρχισε να ρίχνει.
Τότε αμίλητη η Λάμπη η Σουλιωτοπούλα, πήγε παράμερα και έπεσε για πάντα!
Κι ο πόλεμος με το Νάση ακόμη κράταγε!