Από τον Στέφανο Παπαγεωργίου
Το βράδυ της 26ης Φλεβάρη του 1935 έγινε συγκέντρωση στο σπίτι του ταγματάρχη πυροβολικού, σε πολεμική διαθεσιμότητα Γιάννη Ευστρατίου. Πήραν μέρος οι: αντιστράτηγος ε.α. Βλάχος, πλοίαρχος ε.α Κολιαλέξης, ο συνταγματάρχης Σαράφης Στέφανος, ο ναύαρχος Δεμέστιχας Ιωάννης, ο συνταγματάρχης Διάμεσης Ηλίας, ο Σιταής Λεωνίδας, ο αντ/ρχης Γραβάνης, Νικολάου, Παπαθανασόπουλος.
Τον ηγετικό ρόλο στο Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 τον είχε η τριμελής επιτροπή της Ε.Σ.Ο. (Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση) που αποτελείτο από τους Σαράφη – Βλάχο – Κολιαλέξη. Ο Σαράφης είχε έρθει στην Αθήνα στα τέλη του 1933 από το Παρίσι, όπου υπηρετούσε ως στρατιωτικός ακόλουθος. Ο Κονδύλης Γεώργιος που ήταν τότε υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη, τον τοποθέτησε επιτελάρχη της Β΄ Στρατιωτικής Επιθεώρησης με την έγκριση και του βενιζελικού Αλέξανδρου Οθωναίου.
Στα απομνημονεύματά του ο Σαράφης φέρεται να λέει στον λοχαγό Σφέτσο Θωμά που τον είχε επισκεφτεί στο γραφείο του στις 27-2-1935, ότι είχε κάποιες επιφυλάξεις και ανησυχίες για το δημοσίευμα εκείνης της ημέρας του Ριζοσπάστη ότι από ανώνυμη επιστολή που ήρθε από ανώνυμο στρατιωτικό από τους βενιζελοπλαστηρικούς, εντός ολίγων ημερών και ίσως της Παρασκευή 1η Μαρτίου θα γινόταν κίνημα του Στρατού και του Ναυτικού προς κατάλυση της Δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη όμως δεν έδωσε μεγάλη σημασία στα όποια δημοσιεύματα της εφημερίδας του κομμουνιστικού κόμματος. Και ενώ το Κίνημα είχε αρχίσει από το πρωί της Παρασκευής με μερικές μετακινήσεις στρατιωτικών τμημάτων κατά πληροφορίες από αστυνομικά τμήματα ανά τη χώρα, η κυβέρνηση δεν ανησυχούσε λες και γνώριζε το ξέσπασμα του κινήματος και το άφηνε να εξελιχθεί για να το καταστείλει σε κάποια φάση με απώτερο σκοπό την πλήρη διάλυση του βενιζελισμού.
Το πρόγραμμα των κινηματικών ήταν πολύ καλά σχεδιασμένο, με συνεχείς συσκέψεις και συνεδριάσεις από απόστρατους αξιωματικούς καθώς και εν ενεργεία αλλά και απλών οργανωμένων πολιτών, στρατιωτών και ναυτικών. Στην Αθήνα πρώτος στόχος που έπρεπε να επιτευχθεί ήταν η κατάληψη του ναυστάθμου και του στόλο, όπου διοικητής ήταν ο αντιβενιζελικός υποναύαρχος Περικλής Ρουσέν. Ήταν ένα σχέδιο πολύ καλά μελετημένο από την «Δημοκρατική Άμυνα» με διοικητή τον απόστρατο στρατηγό Αναστάσιο Παπούλα, τον διοικητή Στρατιάς Μικράς Ασίας (που ήταν και ο κύριος μάρτυς κατηγορίας για τους υπεύθυνος της Μικρασιατικής Καταστροφής στη «Δίκη των Έξ»).
Ο Παπούλας μαζί με τον απόστρατο αντιστράτηγο Κοιμήση (που ήταν μέλος της επαναστατικής επιτροπής το 1922) και άλλα αξιόλογα στελέχη όπως ο υπίλαρχος Λάκης Παπούλας και ο αντιναύαρχος Δεμέστιχας (τ. Αρχηγός Ναυτικού 1928-1930) με ομάδα 40 επίλεκτων κομάντος μετά τις 5:30 μ.μ. της 1ης Μαρτίου 1935, Παρασκευή της αποκριάς και μετά την αποχώρηση των αξιωματικών της βάσης περάματος, προχώρησαν προς την κατάληψη του ναυστάθμου. Οι φρουρές και οι σκοποί έμειναν άναυδοι, δεν αντιστάθηκαν και ο Δεμέστιχας έβγαλε την καμπαρντίνα του και με τη στολή πλέον του ναυάρχου έδινε εντολές για ταχεία διεκπεραίωση όλων των κινήσεων προς την κατάληψη. Με την αξιοθαύμαστη συμμετοχή και του πλοιάρχου Κολιαλέξη έγινε η κατάληψη της φρουράς και συνελήφθη ο διοικητής του ναυστάθμου υποναύαρχος Περικλής Ρουσέν. Το κακό σε όλη την επιχείρηση είναι ότι σκοτώθηκε ο αντιπλοίαρχος Σιώκος που ήταν και το μοναδικό θύμα. Ο Δεμέστιχας με βενζινάκατο πλησίασε το θωρηκτό Αβέρωφ και με τη βοήθεια του υποπλοιάρχου Κ. Νεόφυτου και υπαξιωματικών έγινε η κατάληψή του και εκεί διόρισαν κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Θ. Κουντουριώτη. Με ευκολία έγινε και η κατάληψη του αντιτορπιλικού «Λέων» καθώς και της «Έλλης» και «Νίκης» και 2 υποβρυχίων. Πρόβλημα υπήρξε με το αντιτορπιλικό «Ψαρά» όπου κυβερνήτης ήταν ο ανθυποπλοίαρχος Ξηρός και με την υποχρεωτική υπόδειξη του υποναυάρχου Περικλή Ρουσέν που τον είχαν πάει στο «Αβέρωφ» αναγκάστηκε να παραδοθεί και να αποβιβαστεί στην ξηρά.
Έτσι στις 3:30 τα ξημερώματα της 2ης Μαρτίου ο επαναστατημένος στόλος έπλεε στο Αιγαίο με προορισμό την Κρήτη, ενώ το σχέδιο προέβλεπε να πάει στη Θεσσαλονίκη. Γιατί; Τι είχε συμβεί; Ο Βενιζέλος αργότερα θα παραδεχτεί ότι αυτή η κίνηση του ναυτικού ήταν το μεγαλύτερο σφάλμα και το αίτιο της αποτυχίας.
Οι άλλοι δύο χώροι όπου έγιναν ανταλλαγή πυρών με πολυβόλα μεταξύ των επαναστατών και των κυβερνητικών μονάδων με λίγους τραυματίες, ήταν στη Σχολή Ευελπίδων και στη διλοχία των στρατώνων του Μακρυγιάννη. Για την κατάληψη της Σχολής υπεύθυνος ήταν ο αντιστράτηγος Κ. Πράσσος-Βλάχος που δεν ήταν εκεί στις 7:15μ.μ όπως είχε κανονιστεί. Την όλη επιχείρηση τελικά είχε ο λοχαγός Ιωάννης Τσιγάντες και ο Λέων Μαντάς με 80 πολίτες της «Δημοκρατικής Άμυνας». Αφού όλα πήγαν καλά με τη βοήθεια και των μυημένων αξιωματικών μέσα στη Σχολή, οι πολίτες ντύθηκαν στρατιωτικά και ανέλαβαν τις πύλες, σκοπιές και άλλες θέσεις της Σχολής. Τον δε Διοικητή υποστράτηγο Ηλία Πολίτη έθεσαν σε περιορισμό.
Στις 7μ.μ. έγινε η επιχείρηση για κατάληψη της διλοχίας του Προτύπου Τάγματος Ευζώνων του στρατοπέδου Μακρυγιάννη. Επικεφαλής ήταν ο αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες και ο ταγματάρχης Χατζησταυρής, με υπεύθυνο της όλης επιχείρησης τον Στέφανο Σαράφη. Με την επιστροφή αξιωματικών και οπλιτών από την εσπερινή άδεια μπήκαν μέσα και κινηματίες και έτσι αναίμακτα έγινε η κατάληψη της εισόδου και των φρουρών και όλα πήγαν καλά. Όμως η «Δημοκρατική Άμυνα» ήταν να στείλει 100 πολίτες και πήγαν 40.
Μετά από όλες αυτές τις κινήσεις που έγιναν έλαβε γνώση ο Κονδύλης και έστειλε στο στρατόπεδο «Μακρυγιάννη» 3 τεθωρακισμένα οχήματα, ένα λόχο ευζώνων και μία πυροβολαρχία. Έγινε μεγάλη ανταλλαγή πυρών με πολλούς τραυματίες. Τελικά τα μεσάνυχτα ο Σαράφης μετά από σύσκεψη με τους άλλους αξιωματικούς αποφάσισαν να παραδοθούν.
Και ενώ αυτά γινόταν στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη έπρεπε από την προηγούμενη ημέρα να είχε πάει ο Σαράφης και να είχε αναλάβει την ηγεσία του κινήματος στη Βόρεια Ελλάδα όπως ήταν σχεδιασμένο. Αλλά με τη δικαιολογία ότι όταν έφτασε στο σταθμό Λαρίσης ήταν εκεί δύο αξιωματικοί αντιβενιζελικοί που τον εμπόδισαν τελικά δεν έφυγε για τη Θεσσαλονίκη. Μαζί του στο σταθμό ήταν και ο Σφέτσος που κατάφερε και έφυγε για Θεσσαλονίκη, αλλά περίμενε την επόμενη 1η Μαρτίου μέχρι τις 9 το πρωί να του τηλεφωνήσει ο Σαράφης για την έναρξη του κινήματος. Όμως ο Σαράφης δεν τηλεφώνησε και συνεπώς για τον Σφέτσο που ήταν πλέον συντονιστής για την Βόρεια Ελλάδα το κίνημα είχε αναβληθεί.
Όμως και ο Βενιζέλος στην Κρήτη μετά από αυτές τις αποκαρδιωτικές καταστάσεις έδωσε εντολή να αναβληθεί το κίνημα για 4 μέρες αλλά ήταν πλέον αργά. Ο Βενιζέλος ήθελε να είναι ο αρχηγός του κινήματος στρατηγός και μάλιστα ο Πλαστήρας που ήταν στο Παρίσι και θα ερχόταν με ιδιωτικό αεροπλάνο που είχε νοικιάσει η Έλενα Βενιζέλου την 1η Μαρτίου 1935. Όμως όλα πήγαν στραβά και ο Πλαστήρας κρατήθηκε στην Ιταλία. Έτσι το κίνημα που είχε αρχίσει έμεινε χωρίς αρχηγό και από μέρα σε μέρα πήγαινε στην καταστροφή.
Ο στόλος εν τω μεταξύ έφτασε στη Σούδα της Κρήτης και αφού ανεφοδιάστηκε αναχώρησε την Κυριακή 3 Μαρτίου για την Βόρεια Ελλάδα αφού πέρασε από τα νησιά Χίο, Σάμο και Λέσβο για να πάρει επαναστατημένο εθελοντικό στρατό. Στην Αθήνα ο Κονδύλης έβγαλε διαταγή με την οποία αντικατέστησε όλους τους Διοικητές των στρατιωτικών μονάδων στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και έκανε μερική επιστράτευση προς ενίσχυση του κυβερνητικού στρατού και κήρυξε στρατιωτικό νόμο σε όλη τη χώρα.
Το έκτακτο υπουργικό συμβούλιο έθεσε τον Γεώργιο Κονδύλη ως αρχιστράτηγο και τον έστειλε να αναλάβει στη Θεσσαλονίκη. Ο επαναστατικός στόλος έφτασε στο λιμάνι της Καβάλας στις 5 Μαρτίου. Ο Κονδύλης οργάνωσε τον στρατό στη Θεσσαλονίκη και έφτασε στο Στρυμώνα στις 10 Μαρτίου. Ο αντιστράτηγος Καμμένος ως υπεύθυνος του 4ου Σώματος Στρατού και μέρος του κινήματος, βλέποντας την υπεροχή των κυβερνητικών δυνάμεων υποχώρησε χωρίς μάχη και αποφάσισε να κάνει νέα γραμμή στην Ξάνθη. Ο Κονδύλης περνώντας τη γέφυρα Όρλιακο του Στρυμώνα είπε εκείνο το ιστορικό στους αξιωματικούς του: «Εδώ σε αυτά τα θολά και παγωμένα νερά του Στρυμώνα πέθανε η Δημοκρατία».
Και δυστυχώς δεν είχε άδικο γιατί όσα επακολούθησαν τον δικαίωσαν. Η επαναφορά του Βασιλιά στην Ελλάδα και η δικτατορία έγινε όπως το φοβόταν και ο Βενιζέλος, χωρίς να καταφέρει το κίνημα να τα αποτρέψει. Από τις δίκες που επακολούθησαν καταδικάστηκαν με την ποινή του θανάτου ο Παπούλας, ο Κοιμήσης και ο ίλαρχος Βολάνης. Σε θάνατο ερήμην καταδικάστηκαν ο Βενιζέλος και ο Πλαστήρας, ενώ ο Σαράφης και οι αδελφοί Τσιγάντε σε ισόβια κάθειρξη. Αποστρατεύτηκαν 1800 περίπου βενιζελικοί αξιωματικοί αφού πρώτα τους ξήλωσαν ταπεινωτικά γαλόνια και παράσημα, ενώ υποβλήθησαν και σε δημόσια διαπόμπευση.
Και το μεν εγχείρημα στο ναυτικό πέτυχε προσωρινά, όπως είδαμε. Αλλά από εκεί και πέρα, όλα πήραν κακή τροπή. Έγιναν ενέργειες, πράξεις και παραλείψεις απίθανες, που μερικές παραμένουν ανεξήγητες ακόμη και σήμερα, δίνοντας λαβή σε σοβαρές υπόνοιες – χωρίς απτά στοιχεία βέβαια – για προδοσία και «σαμποτάρισμα» του κινήματος, αν όχι και για ηθελημένη πρόκλησή του, με προδιαγεγραμμένη την καταστολή του, ώστε να εδραιωθεί δυναμικά και πολιτικά ο αντιβενιζελισμός στην εξουσία και να έρθει πιο φυσιολογικά η σκοπούμενη παλινόρθωση της βασιλείας και στη συνέχεια η δικτατορία.
Βιβλιογραφία:
* «Ιστορικές Αναμνήσεις», Β’ τόμος, στρατηγός Στέφανος Σαράφης
* «Τα φοβερά Ντοκουμέντα», εκδόσεις Φυτράκη.