Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο
Μια ιδιόμορφη και ιδιαίτερη περίοδος του ελληνικού εθιμικού κυκλικού χρόνου είναι η Αποκριά. Το νόημα που της αποδιδόταν παλαιότερα ήταν αυτό της πτώσης της κατανάλωσης κρέατος (από + κρέας) εξ ου εναλλακτικά αποκαλείται και Καρναβάλι, από τη λατινική λέξη carne vaje που σημαίνει «κρέας έχε γεια». Βέβαια στην εποχή μας λέγοντας τις δύο παραπάνω λέξεις δεν εννοούμε μια διαδικασία, δηλαδή της παύσης κατανάλωσης κρέατος, αλλά τις χρησιμοποιούμε ως χρονικό προσδιορισμό και συγκεκριμένα για να ορίσουμε την περίοδο που προηγείται της νηστείας της Μ. Τεσσαρακοστής.
Εκτός όμως των παραπάνω ονομασιών, ο λαός χρησιμοποιεί για το χαρακτηρισμό του διαστήματος αυτού και τον όρο «Τριώδι». Στην καθιέρωση αυτή συνέβαλε το υμνολογικό βιβλίο «Τριώδιο» που χρησιμοποιείται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου έως και το Μεγάλο Σάββατο. Οι εβδομάδες της Αποκριάς, με τη χρονική έννοια είναι τρεις, περιλαμβάνοντας όμως τέσσερις Κυριακές. Ειδικότερα η πρώτη εβδομάδα ξεκινά την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και τελειώνει την επόμενη Κυριακή του Ασώτου. Είθισται να αποκαλείται «προσφωνούσιμη» ή «προσφωνέσιμη» καθώς προαναγγέλλει την αποκριάτικη αυτή περίοδο.
Μάλιστα παλαιότερα η εβδομάδα αυτή αναγγελλόταν με πυροβολισμούς και ταμπούρλα. Επιπρόσθετα ονομάζεται και «αμολύτη» διότι υπήρχε η λαϊκή δοξασία ότι τότε απολύονταν οι ψυχές των νεκρών και ανέβαιναν στον επάνω κόσμο. Η δεύτερη εβδομάδα της Αποκριάς εκτείνεται από την Κυριακή του Ασώτου έως και την Κυριακή της Απόκρεω, ενώ η τρίτη από την Κυριακή της Απόκρεω μέχρι την Κυριακή της Τυρινής. Η τελευταία ονοματοδότησε την εβδομάδα αυτή «Τυρινή», καθώς έχει πλέον σταματήσει η κρεοφαγία και επιτρέποντας μόνο τα γαλακτερά με αποτέλεσμα κύριο καρύκευμα των φαγητών να είναι το τυρί.
Τέλος, την αποκαλούν και «μακαρονού» μιας και η κατανάλωση μακαρονιών την εβδομάδα αυτή είναι μεγάλη. Δραττόμενος της ευκαιρίας, ο λαϊκός άνθρωπος καθιέρωσε την Αποκριά ως μια περίοδο χαράς, ευθυμίας και διασκέδασης, πριν την είσοδό του στο δύσκολο και δύσβατο πέλατος της Μεγάλης Σαρακοστής. Πλήθος γεγονότων - εθίμων κοσμούσε το χρονικό αυτό διάστημα. Μερικά από αυτά ήταν το ιταλικής ή ισπανικής προέλευσης γαϊτανάκι και οι φωτιές που ανάβονταν στη Δ. Μακεδονία στα γύρω υψώματα, ώστε το φως της να επενεργήσει σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακτίνα και να διασκορπίσει το σκοτάδι του χειμώνα. Επίσης, έθιμο της περιόδου αυτής που αποσκοπούσε στην πρόκληση υγείας και ευτυχίας, μα συνάμα και στην εκδίωξη των κακών πνευμάτων, ήταν και οι κούνιες. Αυτές ήταν αιώρες που έφτιαχναν οι νέες, κρεμώντας ΄τες από ένα ψηλό δέντρο, όπου στη συνέχεια τις κουνούσαν οι φίλες και συγγενείς της συνοδεία τραγουδιού. Κύρια όμως γνωρίσματα της περιόδου αυτής, ήταν και εξακολουθούν να είναι η ερωτική ελευθεριότητα και οι μεταμφιέσεις όντας οι τελευταίες άρρηκτα δεμένες με εθιμικές παραστάσεις. Η ερωτική ελευθεριότητα που επικρατούσε την περίοδο αυτή, εκφραζόταν τόσο με λογική όσο και με πράξεις - χειρονομίες. Για το λαϊκό άνθρωπο ίσχυε το ρητό ότι τα φυσικά πράγματα δεν είναι αισχρά, νοοτροπία που δεν έχει εκριζωθεί ως τις μέρες μας. Ο αγρότης λοιπόν που βωμολοχούσε ή έκανε άσεμνες πράξεις πίστευε ότι καταπιάνεται με ιερά και αρχέγονα πράγματα. Συγκεκριμένα, στο μυαλό του επικρατούσε η μαγική συνειρμική σκέψη και οι δυο νόμοι της συμπάθειας: Της ομοιότητας και της συνάφειας, δηλαδή το όμοιο παράγει όμοιο. Συνεπώς λέγοντας ή παριστάνοντας γεγονότα σχετικά με τη βλάστηση και τη γονιμότητα είχε την πεποίθηση ότι βοηθά στην αναβλάστηση και αναζωογόνηση της φύσης, ενισχύοντας ταυτόχρονα και τη δική του ευημερία μιας και αυτή εξαρτιόταν από το φυσικό περιβάλλον. Ο λαϊκός άνθρωπος όμως εκτός των άλλων ήταν και πρακτικός. Δεν άφησε την ευκαιρία της ελευθεριότητας ανεκμετάλλευτη. Αντίθετα, τη χρησιμοποίησε για τη μύηση των νεοτέρων στα ερωτικά θέματα.
Ολη όμως αυτή η κατάσταση επιτρεπόταν εντός των ορίων των εθιμικών παραστάσεων. Εκτός αυτών ήταν ανεπίτρεπτες και κατακριτέες. Οι μεταμφιέσεις από την άλλη, σε συνδυασμό με δρώμενα - παραστάσεις, αποτελούσαν και αποτελούν άλλη μια βασική εκδήλωση αυτής της περιόδου. Τα ονόματα αυτών ποικίλουν ανάλογα με τον τόπο. Καλόγεροι, κουδουνάτοι, γενίτσαροι, κουκούγεροι, καραμουζέλες, ομιλίες κ.ά.
Στα δρώμενα αυτή ο όμιλος μεταμφιεσμένων είχε συνήθως τη μορφή γαμήλιας πομπής αναπαριστώντας το αντιθετικό ζεύγος θάνατος - ανάσταση, την οποία προασπίζονταν φουστανελοφόροι ή κουδουνοφόροι ντυμένοι με προβιές ζώων. Η διοργάνωση των παραστάσεων αυτών δεν ήταν υπόθεση ατομική, αλλά συλλογική. Αυτό δείχνει ότι δεν θεωρούνταν από την κοινότητα (ομάδα) απλώς μια παράσταση που αποσκοπούσε στη γονιμότητα και στην καρποφορία τόσο της άψυχης όσο και της έμψυχης ύλης που την περιτείχιζε. Θέλοντας λοιπόν, ο άνθρωπος της παράδοσης να επιτύχει τα παραπάνω και επικρατώντας στο νου του η μαγική - συνειρμική σκέψη, χρησιμοποίησε αντίστοιχα αντιπροσωπευτικά σύμβολα. Ένα εξ αυτών είναι ο φαλλός, ο οποίος προέκυψε από την εξομείωση του σπαρτού που φυτρώνει από τη γη, με το μωρό που γεννιέται από την κοιλιά της μητέρας.