Πρόκειται για μια πλάκα μήκους 71 εκ., πλάτους 56 εκ. και πάχους 7 εκ. κατασκευασμένη από φαιό μάρμαρο, η οποία εκτίθεται πάνω σε χαμηλή κυβοειδή βάση. Διαβάζοντας εκεί ότι πρόκειται για ‘‘Τράπεζα Μαρτύρων’’, που χρονολογείται κάπου στον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα, συνάγεται αμέσως η σπουδαιότητα του μνημείου αυτού με προέλευση την περιοχή του Συκουρίου.
Το μνημείο είναι δημοσιευμένο στην αρχαιολογική βιβλιογραφία ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Η πρώτη αναφορά γίνεται το 1903 από τον J. Pargoire (A travers d'orient grec, VizVrem, Βυζαντινά Χρονικά 10, 1903, 636-637) που το αναφέρει με προέλευση από το ‘‘Keserli’’ (Κεσερλί), γεγονός που σημαίνει ότι το μνημείο ήδη τότε υπήρχε -άγνωστο πόσο πριν- στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας.
Κατόπιν, στα 1904 ο Α. Ε. Κοντολέων στο ''Inscriptions grecques d' Europe'', Revue des Études Grecques επαναλαμβάνει την προέλευση του ευρήματος και την επιγραφή ακριβώς όπως την είχε δημοσιεύσει ο Pargoire. Στη συνέχεια ο Γ. Λαμπάκης το περιλαμβάνει στον κατάλογο του Μουσείου (Κατάλογος του Μουσείου της Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήναι 1906, 68, εικ. 9). Το 1932 ο Γ. Α. Σωτηρίου μελέτησε και χρονολόγησε το μνημείο στον 4ο αι. μ.Χ. και πρώτος αυτός το συνέταξε στην κατηγορία των «τραπεζών μαρτύρων» ή «τραπεζών αγαπών», παραθέτοντας και άλλα ανάλογα παραδείγματα κυρίως από τον ελλαδικό χώρο (Γ. Σωτηρίου, ''Τράπεζα μαρτύρων του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών'', ΔΧΑΕ, Περίοδος Γ΄ τ. Α΄ , 1932 (1933), 7-16).
Ένα χρόνο μετά ο H. Delehaye στη μελέτη του για τη λατρεία μαρτύρων (Les origines du culte des martyrs, 1933, σελ. 228) αναφέρει την επιγραφή του μνημείου, σύμφωνα με τους πρώτους ερευνητές και την προέλευσή του από το Keserli. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1974, η Α. Αβραμέα ξεκάθαρα δηλώνει την προέλευση του μνημείου από το Συκούριο (επεξηγώντας το όνομα «τέως Μέγα Κεσερλί») και παραθέτει τα ονόματα των μαρτύρων της επιγραφής ως μόνα αντιπροσωπευτικά για τη Θεσσαλία στη διδακτορική της διατριβή.
(Η βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204. Συμβολή εις την ιστορικήν γεωγραφίαν, Αθήναι 1974, σελ. 40 και σημ. 3). Μερικά χρόνια μετά, το 1987, η Ε. Χαλκιά ανακοινώνει σε Αρχαιολογικό Συμπόσιο τη μελέτη για τις «τράπεζες μαρτύρων» διευκρινίζοντας τη χρήση του συγκεκριμένου όρου και τονίζοντας τη σημαντικότητα και μοναδικότητα του ευρήματος από το Συκούριο σε σχέση με τη λειτουργία του. Στη δημοσίευσή της («Τράπεζες Μαρτύρων» Η σημασία του όρου και η τύχη του στην ελληνική βιβλιογραφία'', ΔΧΑΕ 14 (1987-1988) Περίοδος Δ', 101-106) λαμβάνει υπόψη όλη την προγενέστερη βιβλιογραφία.
Η «τράπεζα μαρτύρων» από το Συκούριο φαίνεται ότι παραμένει μοναδική, τουλάχιστον έως πρόσφατα, καθώς συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο για την έκθεση που διοργανώθηκε από 7 Δεκεμβρίου 2011 έως 14 Μαΐου 2012 στο Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο στη Νέα Υόρκη. Η Ε. Χαλκιά συγγράφει το αντίστοιχο εκεί λήμμα αναφέροντας μια πιθανή χρονολόγηση στον 5ο αι. μ.Χ.: A. Lazaridou (ed), Transition to Christianity. Art of Late Antiquity, 3rd-7th Century AD. Catalogue of Exhibition held at the Onassis Cultural Center. New York City, December 7, 2011 - May 14, 2012 (2011) 130 αρ. 89 (E. Chalkia).
Ας γνωρίσουμε όμως το μνημείο. Η πλάκα είναι συγκολλημένη από δύο κομμάτια στο μέσον του κατά μήκος άξονά της. Η κάτω όψη της είναι άπεργη, καθώς προφανέστατα δεν ήταν ορατή, ενώ στην άνω επίπεδη είχαν λαξευτεί σε σειρά πέντε αβαθείς κυκλικής διατομής κοιλότητες. Κατά μήκος των δύο μακρών πλευρών της πλάκας είναι χαραγμένη η παρακάτω επιγραφή, που δίδεται με τις απαραίτητες συμπληρώσεις, καθώς λείπουν το δεξί τμήμα και η κάτω αριστερή γωνία της πλάκας:
ΜΑΡΤΥΡΩ[Ν]
ΙΩΑΝΝΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΝΔΡΕΟΥ ΛΕΩΝΙΔΟΥ….
[ΕΤΕΛΕΙ]ΩΘΗ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ [Τ]Η ΠΡΟ ΙΕ ΚΑ-
Λ(ΑΝΔΩΝ) ΙΑΝ(ΟΥΑΡΙΩΝ)
[ΑΝΕΣ]ΤΗΣΕΝ Η ΔΟΥΛΗ ΑΥΤΩΝ ΣΩΤ(ΗΡΙΣ)
Οι δύο πρώτοι στίχοι δηλώνονται στο άνω μισό τμήμα ενώ οι τρεις επόμενοι στο κάτω, όπως αυτά ορίζονται από τις πέντε κοιλότητες στον κατά μήκος άξονα της πλάκας. Αναφέρονται, κατ’ αντιστοιχία με τις κοιλότητες, τα ονόματα τεσσάρων μαρτύρων (Ιωάννης, Λουκάς, Ανδρέας, Λεωνίδας) αλλά δηλωνόταν και ακόμη ένα όνομα, το οποίο έχει χαθεί λόγω απόκρουσης της επιφάνειας στο σημείο χάραξης και που αντιστοιχούσε στη δεξιότερη, πέμπτη κοιλότητα, η οποία διασώθηκε όμως στο μεγαλύτερο τμήμα της.
Το δεύτερο μέρος της επιγραφής μας πληροφορεί για την ημερομηνία ολοκλήρωσης της κατασκευής του μαρτυρίου, δηλαδή του ιερού κτίσματος, του χώρου που ήταν αφιερωμένος στους εν λόγω μάρτυρες. Η ημερομηνία αυτή είναι η 18η Δεκεμβρίου, δηλαδή πέντε και δέκα (15) ημέρες πριν από τις Καλένδες (την πρωτομηνιά) του Ιανουαρίου.
Οι πρώτοι ερευνητές πίστευαν ότι η ημερομηνία αναφέρεται στην ημέρα θανάτου των μαρτύρων, κάτι που αναιρείται από τη νεότερη έρευνα. Στον τελευταίο στίχο δηλώνεται το όνομα της δωρήτριας ή και χορηγού της κατασκευής του μαρτυρίου, που συμπληρώνεται αναμφισβήτητα ως Σωτηρίς (ή Σωτηρία), ένα όνομα αρκετά συνηθισμένο στα μαρτυρολόγια.
Το μαρτύριο ήταν ένας ιερός χώρος αφιερωμένος σε έναν ή περισσότερους μάρτυρες. Ανεγειρόταν είτε πάνω από τάφους και λείψανα μαρτύρων ή και αλλού εις μνήμην τους. Μπορούσε απλώς και μόνο μια επιτύμβια πλάκα να συνιστά το σήμα του τάφου του μάρτυρα και πιστεύεται ότι πάνω σε αυτήν τελούνταν το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά τη γενέθλιο ημέρα του. Είναι γνωστό ότι εκεί ελάμβαναν χώρα επίσης τα χριστιανικά ‘‘Συμπόσια’’ ή ‘‘Αγάπες’’ που είχαν σκοπό την ενίσχυση των πτωχότερων χριστιανών της κοινότητας με την προσκόμιση από τους ευπορότερους διαφόρων εδεσμάτων.
Ενώ αρχικά είχε υποστηριχτεί ότι και η τράπεζα του Συκουρίου ανήκει στην κατηγορία «τράπεζας μαρτύρων» ή «αγαπών» στη νεότερη αρχαιολογική έρευνα υποστηρίζεται ότι οι όροι «τράπεζες μαρτύρων» και «τράπεζες αγαπών» δεν συμπίπτουν πάντοτε, όσο και αν μπορεί να ταυτίζονται. Ειδικότερα, οι «τράπεζες μαρτύρων» (γνωστές και ως «mensae martyrum») τονίζεται ότι δεν είναι νεκρικές, καθώς δεν είχαν άμεση σχέση με τάφους και λείψανα μαρτύρων.
Συνιστούν μια κατηγορία μνημείων που δεν είχαν σταθερή τυπολογία και ήταν αφιερώματα πιστών προς μάρτυρες. Τα ονόματα μαρτύρων που αναφέρονται σε τέτοια μνημεία δεν σχετίζονται πάντοτε με σύγχρονους μεταξύ τους μάρτυρες ή από την ίδια περιοχή και υπάρχουν περιπτώσεις που δηλώνονται τα ονόματα των Αρχαγγέλων ή των αποστόλων Πέτρου και Παύλου μαζί με ονόματα μαρτύρων.
Οι πλάκες αυτές τοποθετούνταν είτε σε εκκλησίες είτε σε κάποιο μαρτύριο και πιθανότατα προορίζονταν για την κατάθεση προσφορών προς τιμήν των μαρτύρων. Αυτό εξυπηρετούσαν οι πέντε κοιλότητες στη συγκεκριμένη «τράπεζα» του Συκουρίου, ενώ παλιότερα αυτές είχαν συσχετισθεί με καντήλια (Λαμπάκης 1906, 68).
Από τα έως τώρα δημοσιευμένα παραδείγματα δεν βρέθηκε κανένα στην αρχική του θέση (Χαλκιά 1987, 102-104). Η σημαντικότητα της τράπεζας από το Συκούριο έγκειται στο γεγονός ότι αναγνωρίζεται η μοναδική στον ελλαδικό χώρο στο είδος της και από τις εξαιρετικά σπάνιες με ελληνική επιγραφή. Τα ονόματα μαρτύρων που επιγράφονται ενδεχομένως να αφορούν τοπικούς μάρτυρες, ωστόσο και τα τέσσερα αυτά ονόματα δεν απαντούν ομαδικά σε κανένα μαρτυρολόγιο της πρώιμης χριστιανικής περιόδου.
Δεν είναι γνωστές οι συνθήκες εύρεσης ούτε και ο χρόνος μεταφοράς της πλάκας στο τότε Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών. Τάφοι βυζαντινής εποχής και εκτεταμένα κτιριακά λείψανα, που πιστοποιούν την ύπαρξη βυζαντινού οικισμού βρέθηκαν σε ύψωμα ανατολικά της «Μπάρας» (τεχνητής λίμνης) στο Συκούριο, περιοχή που χαρακτηρίστηκε ως αρχαιολογικός χώρος το 1993 [Αρχαιολογικό Δελτίο 49, 1994, Β1 Χρονικά, 359 (Στ. Σδρόλια)].
Το μαρτύριο στο οποίο ενδέχεται να υπήρχε η πλάκα δεν είναι απαραίτητο να βρισκόταν σε χώρο νεκροταφείου. Σημασία έχει ότι το εύρημα διασώθηκε μέσα στους αιώνες και είναι θέμα τύχης ότι γλίτωσε από το φαινόμενο της λιθαρπαγής με απώτερο σκοπό να είχε εντοιχιστεί, ειδικά στα νεότερα χρόνια, σε ένα πέτρινο κτίσμα, που -ως γνωστόν- υπάρχουν πολλά στην κωμόπολή μας.
Μετά από έναν και πλέον αιώνα επιστρέφει στο Συκούριο με τη μορφή γύψινου εκμαγείου (αντιγράφου), που η Διεύθυνση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου της Αθήνας ευγενικά παραχώρησε (με το υπ’ αριθμ πρωτ. 224/24.01.2013 έγγραφο) στην Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Τυρνάβου, ανταποκρινόμενη στο αίτημα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ιγνατίου.
Το πιστό αντίγραφο του μνημείου έγινε υπό την επιμέλεια του γλύπτη του Μουσείου κ. Χρήστου Πόνη και το παρέλαβε ο εφημέριος μας, Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μπουρδούβαλης. Η έκθεσή του στον Ιερό Ναό Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης αφενός προσδίδει στο αντίγραφο την πρωταρχική σημασία του αυθεντικού αντικειμένου, ως προσφορά και «μνημείο» για τους αναφερόμενους μάρτυρες, αφετέρου θα καθαγιαστεί αυτό ως ιερό κειμήλιο-κτήμα των σύγχρονων κατοίκων.
Ήδη ο υμνογράφος, αγιορείτης ιερομόναχος πατέρας Αθανάσιος έχει συγγράψει τη σχετική Ακολουθία και η μνήμη των μαρτύρων θα εορταστεί, για πρώτη φορά, στις 18 Δεκεμβρίου στο Συκούριο, ώστε η ακτινοβολία τους να αγκαλιάσει ολόκληρη τη Θεσσαλία, σύμφωνα με το συμβολισμό του μαρτυρίου τους, όπως ψάλλεται στον Εσπερινό «..πρώταθλοι εν Χριστώ ανεδείχθησαν, απάσης Θετταλίας»1.
Κωνσταντίνος Β. Νούλας
αρχαιολόγος στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Πιερίας
1. Ευχαριστώ τον πατέρα Αθανάσιο, ο οποίος πρόθυμα με κατατόπισε σε θεολογικά θέματα σχετικά με τη συγκεκριμένη υμνογραφία, καθώς και την προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας, κ. Σταυρούλα Σδρόλια, για σχετικές αρχαιολογικές υποδείξεις.