Του Τάσου Πουλτσάκη
Η είσοδος του 20ού αιώνα παρότι σημαδεύτηκε από την άνανδρη δολοφονία του προέδρου Γουίλιαμ Μακ Κίνλεϋ, το 1901, βρήκε το νεαρό κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Η νεοσύστατη χώρα των 13 πολιτειών απλώθηκε κατά μήκος των ακτών του Ατλαντικού, αφού πρώτα «εξημέρωσε» την άγρια φύση και εξόντωσε τους Ινδιάνους Σιου, μαζί και 1.000.000 βουβάλια, γιατί, δήθεν, παρεμπόδιζαν τις εργασίες κατασκευής των σιδηροδρομικών γραμμών. Οι πεινασμένοι αγρότες των άγονων περιοχών του Νότου, εγκατέλειψαν τη γη τους και στράφηκαν προς τη Δύση, τη Γη της Επαγγελίας μετά τη θάλασσα, όπως έλεγαν την Καλιφόρνια οι υποψήφιοι Πολωνοί μετανάστες και οι χρυσοθήρες. Από το 1900-1910 6.000.000 μετανάστες από την Ευρώπη φθάνουν στο Ν. Κόσμο κι αποκτούν δικαίωμα στο Αμερικανικό όνειρο... Η ρατσιστική οργάνωση Κου-Κλουξ-Κλαν με το σύνθημα «ντόπια λευκή προτεσταντική κυριαρχία», τρομοκρατεί τους μαύρους του Νότου, η ποτοαπαγόρευση (1920) αποθρασύνει τους κακοποιούς τύπου Αλ Καπόνε, στο Σικάγο, ενώ ο Τζ. Ροκφέλερ (βασιλιάς των πετρελαίων), ο Τζ. Π. Μόργκαν (μεγαλοτραπεζίτης) και μία χούφτα επιχειρηματίες, ελέγχουν πάνω από το 50% της οικονομίας. Ο δημοσιογράφος Λίνκολν Στέφεν, γράφει: (...) Η διαφθορά έρρεε από την πολιτική στην ανηθικότητα και στις επιχειρήσεις, για να επιστρέψει πάλι στην πολιτική (...).
Οι πνευματικοί άνθρωποι φεύγουν για την Ευρώπη (Παρίσι), όπου ανθίζουν τα καλλιτεχνικά ρεύματα και η ελευθερία της έκφρασης είναι αυτονόητη.
Ώσπου ήρθε η καταστροφή (κραχ) του 1929.
Ο Τζων Στάινμπεκ (Jοhn Steinbeck, 1902-1968) γεννήθηκε στο Σαλίνας της Καλιφόρνιας, από Γερμανό πατέρα και Ιρλανδή μητέρα. Τα κληρονομικά χαρακτηριστικά των γονιών του, σε μία ευτυχή συνάντηση, βρήκαν έκφραση στον συναισθηματικό Τζων με την ισχυρή θέληση, την αγάπη προς τη φύση, το ψηλό του ανάστημα (1,90 μ.). Εγκατέλειψε τα Νομικά για την Υδροβιολογία, που ήταν το όνειρό του, αφού για τον Στάινμπεκ, το κέντρο όλων των αξιών είναι ο άνθρωπος, ως αυτεξούσιο και αυθύπαρκτο όν. Έφηβος ακόμα, ταξίδεψε πάνω σε φορτηγό, έκανε τον περίπλου και μέσω της διώρυγας του Παναμά, έφτασε στη Ν. Υόρκη. Ακολούθησε τους περιπλανώμενους εργάτες του μεροκάματου, που έψαχναν να βρουν δουλειά κι ένα δικό τους κομμάτι γης, έκανε όλες τις χειρωνακτικές δουλειές, γνώρισε τις απάνθρωπες συνθήκες στις οικοδομές, στ’ αμπελοχώραφα, στις βαμβακοφυτείες... Κι όταν τα δροσερά απόβραδα, ύστερα από μία κοπιαστική μέρα, καθισμένοι στα πέτρινα πεζούλια των δρόμων, ξεδίπλωνε ο καθένας τους τα όνειρά του, φόβους, προσδοκίες, αγωνίες, απογοητεύσεις, ο Στάινμπεκ ρουφούσε μία-μία τις λέξεις τους, κι αργότερα, τις πέρασε στα βιβλία του. Παρατηρητικός, ρομαντικός, ονειροπόλος, αγάπησε τη φύση της πατρίδας του: (...) Είναι ωραία η άνοιξη στην Καλιφόρνια, κάμποι, που οι ανθοί των φρουτόδεντρων, είναι μυρωμένα τριανταφυλλιά και ασπριδερά νερά μια άβαθης ακροθαλασσιάς(...), γράφει στα «Σταφύλια της οργής».
Οι ήρωές του, άνθρωποι της φτώχειας, της καλοσύνης, της περιπέτειας και της δράσης, κυριαρχούν στα βιβλία του Στάινμπεκ και χαρακτηρίζουν τα εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα τρων ΗΠΑ. Στου Λη Τσονγκ το μαγαζί, στον «Δρόμο με τις φάμπρικες», συχνάζουν όλες οι αρετές, οι πεινασμένοι «πείνα, θανάσιμη πείνα, που σουβλίζει και ξεσχίζει τα σωθικά», που διψούν για λίγη αγάπη και συμπόνια, μέσα σ’ ένα κόσμο, όπου «διαφεντεύουν οι χολιασμένες τίγρεις, τον αυλακώνουν οι μανιασμένοι ταύροι, τον εποπτεύουν τυφλά τσακάλια». Δημοσιογράφος και πολεμικός ανταποκριτής, ως αντιναζί, το 1943, εξυμνεί την αντίσταση των Γάλλων μαχητών και το 1962 τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ. Ο γιος του, υπηρετεί στο Βιετνάμ και ο Στάινμπεκ, σε στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης, ατυχέστατα, χαρακτηρίζει του αντάρτες Βιετκόγκ, «π... γιους»... (εφημερίδες της εποχής).
Ο Έρνεστ Χεμινγουαίη (Ernest Heminway, 1899-1960), γεννήθηκε στο Ιλινόις από πατέρα γιατρό, που του έμαθε να αγαπάει τα ζώα, τη φύση, την περιπέτεια, τα σπορ (ψάρεμα, πυγμαχία, σκοποβολή, σκι) κι από μητέρα θρησκευόμενη, τυπική. Ο Χεμινγουαίη ζωηρός και ανήσυχος, δεν θέλησε να σπουδάσει και προτίμησε τη δημοσιογραφία, αφού είχε ιδιαίτερη συμπάθεια στα Λατινικά. Μέσα στην έπαρση που τον διακρίνει, δηλώνει: (...) Ο Κικέρων είναι κολοκύθας. Θα μπορούσα να γράφω καλύτερα απ’ αυτόν, με τα χέρια πίσω μου (...). Το 1918, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπηρετεί ως οδηγός ασθενοφόρου και τραυματίζεται σοβαρά στα πόδια. Στη συνέχεια, ως πολεμικός ανταποκριτής, στάλθηκε στην περιοχή μας, επισκέφθηκε την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και συνόδεψε τους Έλληνες πρόσφυγες, κατά την εκκένωση της Θράκης, μετά τη Συνθήκη των Μουδανιών 1922: (...) Ατέλειωτη σειρά ανθρώπων κινείται αργά στον πλακόστρωτο δρόμο, που αρχίζει από την Αδριανούπολη, περνάει την Κοιλάδα του Έβρου και φτάνει στο Καραγάτς (Ορεστιάδα),... περπάτησα 8 χιλιόμετρα με τη φάλαγγα των προσφύγων, δίπλα στα χαλασμένα κάρα, τα δεμένα γουρούνια(...).
Ταξίδεψε στη μεταπολεμική Γερμανία του ‘19 και έγραψε για την «πείνα του Βερολίνου», στην Ισπανία (5 φορές) για τις ταυρομαχίες, εκεί εμπνεύστηκε το «Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα», την Κούβα του Μπατίστα και του Φ. Κάστρο (φίλησε τη σημαία της), την Αφρική για σαφάρι, όπου έγραψε τα «Χιόνια στο Κιλιμάντζαρο». Στο Παρίσι γνωρίζει τους Φ.Σ. Φιτζέραλντ, Ντος Πάσος, Γ. Στάιν, η οποία βάφτισε όλους τους συγγραφείς της εποχής, «Χαμένη Γενιά», γιατί θυσίασε τα ιδανικά για τη σάτιρα, το αλκοόλ, το σεξ, τη λησμονιά, μια γενιά «κατεστραμμένη πριν την καταστροφή». Ο Χεμινγουαίη γυναικάς και μισογύνης, το 1927, γράφει στο έργο του «Άνδρες χωρίς γυναίκες»: (..) Είναι συμπλήρωμα των ανδρών, αφού είναι καλές για ερωμένες, νοσοκόμες, υπηρέτριες (...).
Μέσα από τη λατρεία για τους ταυρομάχους, ξεπροβάλει ο χαρακτήρας του Χ. με την ειλικρινή βαναυσότητα» και την «ατομικιστική φιλοσοφία του (...). Η επιβίωση πρέπει να προηγείται του πολιτισμού (...) Το 1936, ως δημοσιογράφος, βρέθηκε στο πλευρό των δημοκρατικών στον Ισπανικό εμφύλιο, στη Νορμανδία, κατά την απόβαση των συμμάχων και μπαίνει στο Παρίσι, στην απελευθέρωση, ενώ το έργο του, «Ο Γέρος και η θάλασσα», πουλάει 5.318.650 αντίτυπα και το 1954, παίρνει το βραβείο Νόμπελ στη Λογοτεχνία.
Στις 30/6/1960 παίρνει το δίκαννο και αυτοκτονεί, όπως το 1928, ο πατέρας του.
Βοηθήματα
Παγκ. Ιστορία TIME-LIFE: Η ενηλικίωση της Αμερικής.
Ε. Χεμινγουαίη: Στα δύσκολα χρόνια, «Παρατηρητής», Θεσ/νίκη
WILL DURAN: Εκφραστές της ζωής τ. 1ος