Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
Τα Θεοφάνεια εορτάζονται πάντοτε με μεγάλη λαμπρότητα από τον ορθόδοξο ελληνισμό σε κάθε γωνιά της γης, ιδίως σε παραθαλάσσιες ή παραποτάμιες πόλεις. Η Λάρισα έχει μια παλιά και σπουδαία παράδοση αυτού του εορτασμού, γιατί η προαιώνια παρουσία του Πηνειού που ρέει, (σήμερα βέβαια ήρεμος, στα παλιά όμως χρόνια παρορμητικός), δίπλα από τις βορειοδυτικές παρυφές της πόλεως και η θέση του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αχιλλίου ψηλά στον λόφο της ακροπόλεως, πάνω από την ιστορική γέφυρα του ποταμού, προσφέρουν έναν συνδυασμό διαχρονικά ακατάλυτο. Αυτές οι τρεις θέσεις της Λάρισας, Πηνειός, γέφυρα και ναός του πολιούχου αγίου της, προσδιορίζουν την φυσιογνωμία της πόλεώς μας πάνω από πεντακόσια χρόνια. Γράφει ο Γιάννης Ρούσκας σε πρόσφατο βιβλίο του: «Η γέφυρα του Πηνειού στη Λάρισα παίζει κυρίαρχο λόγο στην τελετή της κατάδυσης του Σταυρού τα Θεοφάνεια, και περιλαμβάνεται μαζί με τον ναό του Αγίου Αχιλλίου και τον Πηνειό, στο θαυμάσιο εκείνο σκηνικό στο οποίο η τελετή της κατάδυσης του Σταυρού ξετυλίγεται στην πόλη της Λάρισας με μοναδικό για όλη την Ελλάδα τρόπο.»[1]
Δεν υπάρχουν έγκυρες γραπτές πηγές οι οποίες να αναφέρουν πως εορτάζονταν κατά την βυζαντινή περίοδο τα Θεοφάνεια στη Λάρισα. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και για περισσότερο από τετρακόσια χρόνια η εορτή περιορίζονταν απλώς στην τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού μέσα στον απέριττο ναό, με την παρουσία των λίγων χριστιανικών οικογενειών που κατοικούσαν στη Γενή Σεχίρ. Πολλές φορές όχι μόνον απουσίαζε από την εορτή ο επιχώριος μητροπολίτης, αλλά υπήρχαν και περίοδοι που ο ναός είτε δεν υπήρχε, κατεστραμμένος από τη θηριώδη μανία των Οθωμανών (Ορλωφικά), είτε είχε μετατραπεί σε αποθήκη πολεμοφοδίων( όπως κατά την επανάσταση του 1821)και οι χριστιανοί της πόλεως αναγκαστικά εόρταζαν τα Θεοφάνεια ταπεινά πότε στη Αγία Μαρίνα και πότε σε πλησιόχωρους οικισμούς. Μόνον μετά το 1854, όταν μέσα στα γενικά πλαίσια των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων και ελευθεριών που αναγκάστηκαν να δώσουν οι κατακτητές στους υπόδουλους χριστιανούς, πήρε η εορτή των Θεοφανείων τη σημερινή της μορφή. Ο ιστορικός της Λάρισας Επαμεινώνδας Φαρμακίδης γράφει σχετικά: «Εκ της γεφύρας ταύτης (εννοεί του Πηνειού) επεκράτησε συνήθεια μετά τον Κριμαϊκόν πόλεμον (1854) κατά την ημέραν των Θεοφανείων να γίνεται η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού εις τον Πηνειόν ποταμόν μετά μεγάλης εκκλησιαστικής και πολιτικής τελετής»[2].
Κατά τη μεγάλη δεσποτική εορτή των Θεοφανείων όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της Λάρισας κατέκλυζαν τους χώρους μέσα στον μητροπολιτικό ναό, το Φρούριο, τη γέφυρα, τις όχθες του Πηνειού και το μικρό νησάκι μέσα στο ποτάμι, που σήμερα δεν υπάρχει, και διχοτομούσε τη ροή του νερού στο ύψος του ναού του Αγίου Αχιλλίου και της συνοικίας Ταμπάκικα. Μαζί τους και πολλά άτομα από τις γύρω περιοχές, όπως από Τύρναβο, Καζακλάρ (=Αμπελώνα), Αγιά, Φάρσαλα και τα γύρω χωριά, έφθαναν στην πόλη από νωρίς για να καταλάβουν κατάλληλη θέση και να μη στερηθούν το σπουδαίο θέαμα. Οι εφημερίδες της εποχής αναφέρουν ότι όταν ο καιρός ήταν καλός (Αλκυονίδες ημέρες), όλος ο γυμνός χώρος πέρα από το κέντρο του Αλκαζάρ, μέχρι και τον κήπο του Παπασταύρου, γέμιζε από σούστες και κάρα τα οποία μετέφεραν τους πιστούς από τις πόλεις και τα γειτονικά χωριά του νομού.
Η θρησκευτική πομπή ξεκινούσε από την εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου και κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας μέχρι και τα πρώτα χρόνια της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας, ακολουθούσε ένα δύσκολο, απότομο, λιθόστρωτο και σκολιό δρόμο, ουσιαστικά μονοπάτι, για να κατεβεί στην προ της εισόδου της γέφυρας μικρή πλατεία, και να κατευθυνθεί στο κέντρο της γέφυρας, όπου όλοι μαζί, κλήρος, επίσημοι και κολυμβητές δίπλα-δίπλα, έπαιρναν θέση[3]. Πριν το 1890άλλαξε το τυπικό της τελετής. Η πομπή περνούσε το οδόστρωμα της γέφυρας, έστριβε προς την δεξιά όχθη του ποταμού, ανέρχονταν σε μια ειδικά για την περίπτωση κατασκευασμένη παρόχθια εξέδρα, η οποία στήνονταν περίπου στο ύψος όπου σήμερα υπάρχει το Ηρώο των πεσόντων αξιωματικών του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Μόλις τελείωνε η τελετή του Αγιασμού, η πομπή με την ίδια τάξη επέστρεφε στο μέσον της γέφυρας όπου ήδη είχαν πάρει θέση οι κολυμβητές και από το σημείο αυτό γινόταν από τον μητροπολίτη η κατάδυση του Σταυρού[4]. Το 1900, ένας νεαρός κολυμβητής πνίγηκε πέφτοντας από το ύψος της γέφυρας στην προσπάθεια να πιάσει τον Σταυρό[5]. Από τον επόμενο χρόνο άλλαξε η θέση των κολυμβητών, οι οποίοι συγκεντρώνονταν στην δεξιά όχθη και με την ρίψη του Σταυρού κολυμπούσαν στην κοίτη του ποταμού, συνοδευόμενοι από μια μικρή βάρκα για λόγους ασφάλειας.
Στις αρχές του 20ου αιώνα κατασκευάσθηκε η μεγάλη λίθινη και απότομη σκάλα που οδηγούσε από το προαύλιο του μητροπολιτικού ναού απ’ ευθείας στη δεξιά όχθη και έτσι η θρησκευτική πομπή κατά την τελετή των Θεοφανείων μπορούσε να ακολουθήσει και αυτή τη διαδρομή. Από τότε η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού ακολουθεί τους ίδιους περίπου κανόνες μέχρι σήμερα και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά γεγονότα της Λάρισας.
Η εικόνα που συνοδεύει το σημερινό κείμενο είναι πολύ σπάνια και πρέπει να την μελετήσουμε με πολύ προσοχή, γιατί απεικονίζει τη Λάρισα μιας άλλης εποχής. Πρόκειται για αεροφωτογραφία η οποία τραβήχτηκε από στρατιωτικά πληρώματα κατά τη διάρκεια της εορτής των Θεοφανείων του 1929 και απεικονίζει τη γέφυρα και την γύρω περιοχή. Είναι μια λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα με ήλιο. Δεξιά προβάλλει ο προπολεμικός ναός του Αγίου Αχιλλίου. Ο κόσμος έχει κατακλίσει τις όχθες του Πηνειού και το κατάστρωμα της γέφυρας. Στη φωτογραφία διακρίνεται πιο καθαρά η αριστερή όχθη, και μέσα στην κοίτη μια σειρά από βάρκες έχουν δημιουργήσει τεχνητή προβλήτα για τους κολυμβητές. Δεξιά διακρίνεται καθαρά το νησάκι που αναφέραμε, πάνω στο οποίο υπάρχουν έφθασαν μερικοί θεατές. Από τη γέφυρα ο δρόμος συνεχίζεται προς τον Πέρα μαχαλά, όπου διακρίνεται αμυδρά η εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους και ο δρόμος συνεχίζει όπως και σήμερα να στρίβει δεξιά για να ακολουθήσει την πορεία προς τον Πύργο του Χαροκόπου και την Γιάννουλη. Στο κάτω μέρος η οδός Μανωλάκη οδηγεί προς την γέφυρα, ενώ αριστερά το μεγάλο κτίριο με την ψηλή σφηνοειδή κατασκευή είναι αποθήκες πολεμικού υλικού και καταλαμβάνουν την περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Β΄ αρχαίο θέατρο και το κτίριο του Εργατικού Κέντρου. Κόσμος αρκετός επίσης διακρίνεται και στην περιοχή «Πευκάκια», δηλαδή στον λόφο όπου υπήρχε επί τουρκοκρατίας το τζαμί του Χασάν μπέη και το 1908 κατεδαφίσθηκε. Προπολεμικά ο χώρος αυτός στέγαζε καφενείο το οποίο είχε μια φανταστική θέα στο ποτάμι, το Αλκαζάρ και όταν ο καιρός ήταν αίθριος αντίκριζε κανείς τον χιονισμένο Όλυμπο, γι’ αυτό και ονομάζονταν «Η Καλλιθέα». Από το όνομα του καφενείου αυτού προήλθε και η ονομασία της παρόχθιας οδού Καλλιθέας.
---------------------------
[1]. Ρούσκας Γιάννης, Τα Θεοφάνεια στη Λάρισα, ιδιόχειρη γραφή, Αθήνα (2014) σελ. 43.
[2]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα από των Μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα(1881), Βόλος (1926) σελ. 16.
[3]. Χαρακτηριστική είναι η φωτογραφία που δημοσιεύεται στη σελ. 46 του βιβλίου «Λάρισα. Εικόνες του χθες» σε κείμενα Νικ. Νάκου και φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα, η λήψη της οποίας τοποθετείται λίγα χρόνια πριν την απελευθέρωση του 1881.
[4]. Εφ. «Σάλπιγξ», Λάρισα, φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 1891: «…την ηρέμα προβαίνουσαν πομπήν, ήτις διελθούσα την γέφυραν και τελέσασα απέναντι τον αγιασμόν, επιστρέφει πάλιν προς αυτήν, αφ’ ής πρόκειται να γίνη η κατάδυσις του τιμίου Σταυρού…».
[5]. «Δυστυχώς κολυμβητής τις, παρασυρθείς υπό του ρεύματος επνίγη ενώπιον τόσου πλήθους, συγκινηθέντος εκ του σπαρακτικού θεάματος. Εντύπωσιν οικτράν ενεποίησεν η αναλγησία των κολυμβητών των μη ριφθέντων εις τον ποταμόν προς διάσωσιν του αδικοπνιγέντος παιδίου». Εφ. «Όλυμπος», Λάρισα, φύλλο της 15ης Ιανουαρίου 1900.