Από τον Νίκο Κύρκο
Ξαναπήγα μετά από καιρό στο πατρικό μου σπίτι, στην παλιά γειτονιά, για να πάρω κάποια προσωπικά μου είδη που τα είχα αφήσει για ευθετότερο χρόνο. Έρημο τώρα. Ακατοίκητο. Κανείς δε μένει πια εκεί. Πέρασα απ’ όλα τα δωμάτια (απ’ όλα τα δωμάτια! Δυο δωμάτια μικρά, και μια κουζίνα με το ζόρι. Ήταν όμως τεράστιο για μια οικογένεια που είχε ζήσει δυο χρόνια σε παράγκες και ένα χρόνο στριμωγμένη σε σκηνές, συμβιώνοντας αναγκαστικά με άλλες, άγνωστες, πολυμελείς οικογένειες στα πέτρινα εκείνα χρόνια). Φεύγοντας το μάτι μου έπεσε στη φωτογραφία των γονιών μου. Χρόνια την έβλεπα, αλλά η ματιά μου περνούσε βιαστικά από πάνω της χωρίς να την προσέχω ιδιαίτερα. Έχοντας τώρα πια όσο χρόνο ήθελα στη διάθεσή μου κι όχι όπως τότε που φουριόζος έτρεχα να προλάβω, να τα γευτώ όλα νωρίς, (τρίχες πρόλαβα, όλα με προσπέρασαν και με προσπερνούν ακόμα), έκλεισα την πόρτα κι έκατσα σε μια καρέκλα, απέναντί της. Μεγάλη φωτογραφία. Ασπρόμαυρη. Διαστάσεων 40Χ30 εκατοστών. Κρεμασμένη ψηλά, σχεδόν αγγίζει το ταβάνι, τι σχεδόν που το αγγίζει. Κρατιέται με σύρμα εξ αλουμινίου που αγκαλιάζει στοργικά τις δυο πλευρές της, ενώ στη βάση είναι μπηγμένα δύο χοντρά καρφιά πάνω στα οποία πατάει σταθερά. Είναι τοποθετημένη στη σάλα, στο σημείο που ενώνονται οι τοίχοι, δεξιά από την πόρτα της κουζίνας. Ογδόντα ετών φωτογραφία. Δεν έπεσε ποτέ από εκεί, ούτε μετακινήθηκε. Το πίσω μέρος καλύπτεται ολόκληρο από παχύ χαρτόνι περιβαλλόμενο από ένα λεπτότερο, σαν από λαδόκολλα χαρτί, ακαθορίστου λόγω πολυκαιρίας χρώματος. Το ασπρόμαυρό της ζωηρό. Δεν ξεθώριασε. Με γραβάτα και κουστούμι ο πατέρας, με μακρύ, μέχρι τους αστραγάλους σκούρο φόρεμα η μάνα, σκέπη με κοκάκια στα μαλλιά. Γλυκύτατο καρτερικό χαμόγελο στα χείλη. Πιάνονται από το χέρι. Δεξιό-αριστερό. Μάλλον φωτογραφία αρραβωνιασμένων. Δεν συνηθιζόταν να φωτογραφίζονται μαζί οι αρραβωνιασμένοι. Μπορεί ακόμα να ήταν δύο χωριστές φωτογραφίες και να τις ένωσε ο καλλιτέχνης, ο φωτογράφος. Πού να ’ναι τώρα να τον βρω να τον ευχαριστήσω. Θα έγινε χώμα και αυτός. Έριξα μια τελευταία ματιά τριγύρω, χαιρέτησα τη φωτογραφία δια κλίσεως της κεφαλής, σφάλισα την εξώπορτα κι έφυγα αφήνοντάς τους στη αιώνια σιωπή.
Πέρασα απ’ το στενό δρομάκι που τόσο είχα αγαπήσει, που άκουγε τα τραγούδια μου τις νύχτες που επέστρεφα αργά στο σπίτι, οι γειτόνισσες χάρηκαν που με είδαν, με ρώτησαν τι κάνουμε κι αν είναι πιο καλή η καινούργια γειτονιά. Πήρα το ανάχωμα, που ως παραπήνειος το περπατούσα μια ζωή, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, παρακολουθώντας όλη την ετήσια πορεία του, (θυμούς, ηρεμίες, πλημμύρες, ξεσπάσματα, σχεδόν είμαστε συνομήλικοι), κι έφτασα στην αγορά.
Τώρα, στο καινούργιο σπίτι, για να βγω στο κέντρο διασχίζω άλλους δρόμους. Δρόμους που μέχρι πρότινος τους είχα μόνο ακουστά χωρίς ποτέ να τους διαβώ. Μεγάλοι δρόμοι, στολισμένοι με ονόματα ηρώων, αγωνιστών, φιλελλήνων, δωρητών της πόλης, δημάρχων, στρατηγών. Τα ονόματά τους, με κεφαλαία μέσα σε παραλληλόγραμμες πινακίδες, ψηλά στους τοίχους, θυμίζουν ένδοξες περασμένες εποχές. Κάθε συνοικία έχει βέβαια τους δρόμους της, μικρούς και μεγάλους, στενούς και φαρδείς, αναλόγως. Εμείς στην παλιά γειτονιά έχουμε ονόματα όπως οδός Ομολίου, Στομίου, οδός Τσοτυλίου. Μικρού μήκους δρόμοι οι πιο πολλοί, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες, σκοντάφτουν και τερματίζουν στο ανάχωμα του μονάκριβού μας Πηνειού. Ενώ εδώ οι δρόμοι φέρουν βαριά ονόματα. Γνωστών και περιφανών προγόνων. Πιο δύσκολα όμως περπατώ σ’ αυτούς. Πέφτω σε λακκούβες. Γι’ αυτό και βαδίζω στο κατάστρωμα που είναι πιο βατό. Στην άκρη βέβαια, δίπλα στις ατέλειωτες σειρές των αυτοκινήτων, αλλά στο κατάστρωμα. Κάποιοι είναι έρημοι. Λίγους διαβάτες συναντώ. Κι εγώ είμαι ξένος. Κανένα δε γνωρίζω. Κανένας δε με χαιρετάει, ούτε χαιρετώ. Μόνο παραπατώ. Από τα μπαλκόνια των διαμερισμάτων κρέμονται σεντόνια και κουβέρτες που τα ριπίζει ο πρωινός αέρας, εξαγνίζοντάς τα από τα νυχτερινά αρώματα.
Υπάρχουν πάμπολλοι δρόμοι και δρομάκια και αδιέξοδα στη Λάρισα. Μεγάλη πόλη είναι. Θα προσπαθήσω να γνωρίσω όσο το δυνατόν περισσότερους. Δεν είναι δυνατόν να τους περπατήσω όλους. Η πόλη απλώθηκε πολύ από τότε που τη γνώρισα.
Αν ήξερα τουλάχιστον ποδήλατο.