* Της Καλλίτσας Γκουράβα - Δικτά, λογοτέχνις, συγγραφέας
Ήταν ένα παγερό βράδυ του Δεκέμβρη, παραμονή Χριστουγέννων. Ο αέρας φυσούσε και σφύριζε στην καμινάδα εκείνης της αγροικίας και δημιουργούσε μια παράξενη μελωδία.
Τα μαντρόσκυλα γαύγιζαν με λύσσα, τα αρνιά βέλαζαν από κρύο και πείνα και οι λύκοι στη διπλανή πλαγιά ακούγοντάς τα ούρλιαζαν και φοβέριζαν ζωντανά και ανθρώπους.
Τα κούτσουρα στο τζάκι έτριζαν και οι φλόγες με τη σπιρτάδα τους και τη βιασύνη, απειλούσαν να καταπιούν τον κόσμο. Η μικρή Μαρία από ώρα ένιωθε μια ανησυχία. Κάποια στιγμή ζάρωσε κοντά στον παππού της, τον κοίταξε μ` εκείνα τα έξυπνα μαύρα ματάκια και ψιθύρισε.
«Φοβάμαι πολύ…»
«Τι φοβάσαι Μαρία; Είπε ο παππούς απορημένος. «Εδώ είμαστε καλά προφυλαγμένοι, αντέχει η καλύβα βοριάδες και νοτιάδες και μπόρες και βροχές».
Εκείνη η καλύβα, που ήταν ένα πέτρινο σπίτι - αλλά έτσι συνήθιζαν να λένε τις αγροικίες σ` εκείνον τον τόπο - αρκετά μεγάλο και σε παλαιότερους καιρούς είχε και δεύτερο πάτωμα, πραγματικά τους προφύλαγε καλά.
Οι τοίχοι από ατόφια πέτρα και τα παράθυρα φραγμένα από μαύρο δικτυωτό σίδερο. Η πόρτα κι αυτή αμπάρωνε καλά μ` ένα τεράστιο σίδερο, αλλά μόνο από μέσα. Όταν έφευγαν άφηναν πάντα ξεκλείδωτα.
Ο παππούς είχε τελείως διαφορετικές ιδέες απ` τους άλλους κτηματίες της περιοχής, που διπλοκλείδωναν να μην τους λείψει κανένα …σπυρί σιτάρι.
«Όποιος πεινάει» έλεγε «Ας μπει κι ας φάει κι ας πιει κι ας πάρει κι ένα «φορτιό» σιτάρι, όλο το βιος μου αποκλείεται να το σηκώσει, ώσπου να το κάνει θα τον προλάβω».
Αυτά δίδασκε και στις θυγατέρες του και στη μικρή Μαρία, την εγγονή του.
Εκείνο το αγρόκτημα ήταν ανοιχτό για όλους τους περαστικούς, πλούσιους και φτωχούς, γνωστούς δικούς του, φίλους των φίλων του κι αγνώστους, που έτυχε ν` ακούσουν το όνομά του και με το θάρρος που τους έδινε η φήμη του πιο φιλόξενου ανθρώπου της περιοχής, σταματούσαν στο τεράστιο αλώνι, μπροστά στην «καλύβα» να ξαποστάσουν. Να φάνε, να πιούνε, εκείνοι και τα ζώα τους και να πάρουν και «κοντά», όπως έλεγε ο παππούς ο Νικολάκης, αυτό ήταν το όνομά του. Ακόμα όποιος δεν μπορούσε να βγάλει το χειμώνα, πήγαινε στου παππού, εκεί θα έβρισκε φαγητό και φωτιά και η δουλειά που θα πρόσφερε, γιατί το αγρόκτημα είχε πολλές, θα ήταν σχεδόν τίποτα.
Εκείνο το βράδυ παραμονή Χριστουγέννων, που χαλούσε ο κόσμος, που τα στοιχεία της φύσης βάλθηκαν να γκρεμίσουν την πέτρινη καλύβα, στο τραπέζι θα κάθονταν πάνω από δέκα άνθρωποι. Από ώρα είχαν μαζευτεί στο σπίτι, ο Αργύρης ο παραγιός με τη γυναίκα του κι ο Γιάννης ο τσοπάνης κι αυτός με τη γυναίκα του. Οι τέσσερις κόρες και οι δύο γυναίκες που βοηθούσαν στις δουλειές, πηγαινοέρχονταν για να στρώσουν το «σοφρά». Όλοι μιλούσαν λίγο εκείνη τη βραδιά και αφουγκράζονταν εκείνα τα ουρλιαχτά που ξέσχιζαν τον αέρα.
Κάποια στιγμή η μικρή Μαρία δεν άντεξε εκείνη την ημιάγρια κατάσταση και έβαλε τα κλάματα. Ο παππούς φώναξε τις γυναίκες.
«Φροντίστε το «κούτσικο» είπε «κοιτάξτε μήπως έχει πυρετό».
Εκείνες της έβαλαν το θερμόμετρο, μα δεν είχε πυρετό. Εκείνα τα ουρλιαχτά των λύκων, τα γαυγίσματα των σκύλων, τα βελάσματα όλων εκείνων των ζωντανών, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μια αναστάτωση στην ψυχή της και στη συνέχεια στο ντελικάτο κορμάκι της και να την κάνουν να τρέμει σαν το φύλλο του δέντρου στο δυνατό βοριά.
Εξακολουθούσε να κρυώνει και να κλαίει, παρ` όλη τη φροντίδα όλων εκείνων των γυναικών που προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν. Τότε τη σκέπασαν στην άκρη της παραστιάς, (τζακιού) και την πάτησαν τα πόδια ώσπου να ηρεμήσει.
Ξαφνικά μέσα σ` εκείνη την κοσμοχαλασιά, ακούστηκαν γυναικείες κραυγές… Κάτι σαν «βοήθεια». Όλοι σιώπησαν και τέντωσαν τ` αυτιά τους. Μα ναι, κάποιος καλούσε σε βοήθεια και ήταν εκεί κοντά. Όρμησε έξω ο παππούς, δεν άκουγε καλά κι ούτε έβλεπε καλά, αλλά ήταν ατρόμητος. Πίσω του ο Γιάννης ο τσοπάνης κι ο Αργύρης ο παραγιός.
Σε λίγο στο δωμάτιο έφεραν μια μισολιπόθυμη γυναίκα, μ` ένα μωρό στην αγκαλιά. Τα ρούχα της ήταν ξεσχισμένα απ` τα μαντρόσκυλα, τα πόδια της έτρεχαν αίμα, μα το μωρό το κρατούσε σφιχτά και κύρτωνε το κορμί της για να το προστατέψει. Την ξάπλωσαν στο κρεβάτι, της πήραν το μωρό που είχε σκάσει στο κλάμα και τότε την αναγνώρισαν. Ήταν μια δύστυχη γυναίκα απ` το κοντινό χωριό, που την είχε εγκαταλείψει ο άντρας της πριν καιρό, με το παιδί στην κοιλιά. Αυτό το παιδί είχε γεννηθεί εκείνη τη νύχτα, στο άδειο, παγωμένο μικρό σπιτάκι της. Το τύλιξε μ` ένα σάλι κι έκανε τον ανήφορο στου παππού του Νικολάκη, για να βρει γάλα και φωτιά. Οι γυναίκες περιποιήθηκαν τη λεχώνα και το παιδί και στρώθηκαν όλοι στο σοφρά. Έφαγαν και ήπιαν εκεί στου παππού του Νικολάκη, που σπάνια πήγαινε στην εκκλησία, μόνο έβγαζε το σκούφο του, σαν περνούσε απ` έξω καβάλα στο γάιδαρό του, μα που δεν άφησε ποτέ κανέναν νηστικό και πονεμένο και άνεργο κι ανήμπορο και αδικημένο απ` τη ζωή και τους ανθρώπους.
Ποιος ξέρει πώς να τον δέχτηκαν άραγε, εκεί στους ουρανούς σαν πέθανε!