Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κουρελής και φτωχός που του άρεσαν πολύ τα παραμύθια. Ήθελε όμως το παραμύθι να κρατάει πολύ, αν ήταν δυνατόν να κρατούσε για πάντα. Όταν τέλειωνε ένα παραμύθι, ο βασιλιάς στεναχωριόταν τόσο που για μέρες δεν ήθελε να μιλήσει σε άνθρωπο.
Κι επειδή τα παραμύθια και οι παραμυθάδες στο βασίλειό του είχαν τελειώσει, αποφάσισε να ζητήσει κάποιον ξένο παραμυθά, να του πει ένα παραμύθι χωρίς τέλος. Ένα παραμύθι που θα κρατούσε για πάντα. Ως ανταμοιβή, θα έδινε στον άνθρωπο αυτό, ένα τσουβάλι γεμάτο πετραδάκια και την κόρη του τη βασιλοπούλα να την παντρευτεί. Αν όμως το παραμύθι τέλειωνε, θα έριχναν τον άνθρωπο αυτόν, στο λάκκο με τα πεινασμένα λιοντάρια να τον κάνουν μια μπουκιά.
Λίγες μέρες μετά εμφανίστηκε ένας Γερμανός, καλοντυμένος, ισχυρός,
μυρωδάτος και σίγουρος για την ικανότητά του στην παραμυθία. Άρχισε
τη διήγηση η οποία κράτησε, μια βδομάδα, ένα μήνα, ένα χρόνο, δύο χρόνια, δύο χρόνια και ένα μήνα, δύο χρόνια και δύο μήνες, ώσπου το παραμύθι τέλειωσε. Τότε ο βασιλιάς θυμωμένος, διέταξε τους φρουρούς
και πέταξαν τον Γερμανό στους λέοντες.
Αργότερα εμφανίστηκε ένας Έλληνας και άρχισε να λέει το εξής παραμύθι. Ήταν λέει μια χώρα που ζούσε καλά αλλά ξαφνικά φτώχυνε.
Τότε εγχώριοι και αλλοδαποί άρχοντες αποφάσισαν, πως για να ορθοποδήσει η χώρα θα πρέπει να της επιβληθούν κάποια προαπαιτούμενα. Έτσι κι έγινε. Άρχισαν να πέφτουν βροχή τα προαπαιτούμενα την πρώτη μέρα. Το ίδιο έγινε και τη δεύτερη και την τρίτη μέρα και μια βδομάδα μετά και ένα μήνα μετά και ένα χρόνο μετά και δύο χρόνια μετά και δύο χρόνια και ένα μήνα… Ώσπου ο βασιλιάς
εξερράγη: «μα δεν τελειώνουν ποτέ αυτά τα προαπαιτούμενα;»
«μπα βασιλιά μου, στη Ελλάδα χρόνια ολάκερα μας βάζουν προαπαιτούμενα και δεν λεν να τελειώσουν», απάντησε ο Έλληνας.
Ο βασιλιάς χαμογέλασε. Κατάλαβε ότι ο Έλληνας ήταν έξυπνος και του έδωσε το τσουβάλι με τα πετραδάκια και την κόρη του την βασιλοπούλα να την παντρευτεί. Όταν πέθανε ο βασιλιάς, ο Έλληνας
έγινε αυτός βασιλιάς στο φτωχό βασίλειο.
Λέγεται μάλιστα ότι, απ’ τα πετραδάκια, που τον παίδεψαν πολύ,
έβγαλε πολύτιμα μέταλλα που έφεραν πλούτο στο βασίλειό του και έζησαν καλά…
Επιμύθιο 1. Πολλές φορές είναι καλύτερο να σου χαρίζουν πετραδάκια παρά «πακέτα» και δάνεια. Και για να ευημερείς πρέπει να στύβεις όχι μόνο πετραδάκια αλλά και βράχους ενίοτε.
Επιμύθιο 2. Παντού υπάρχει ένας λάκκος με λιοντάρια, ακόμη και για τους πλέον ισχυρούς.
Χρήστος Χαλτούπης
Αιγάνη Τεμπών