* Του Λεωνίδα Π. Χατζηαγγελάκη
«Τι είναι το Μουσείο» ρώτησε σύνεδρος τους διοργανωτές ημερίδας. «Είναι το κτίριο, τα εκθέματα, οι ιδέες, ποιος ο ρόλος του στην κοινωνία, στην εκπαίδευση;» Τα ερωτήματα δεν είναι ρητορικά, έγιναν σε ημερίδα στη Λάρισα με θέμα «Μουσεία για μια κοινωνία με προοπτικές!».
Από το ICOM (International Council of Museums) ορίστηκε ότι το «Μουσείο είναι ένα μόνιμο ίδρυμα, μη κερδοσκοπικό, με σκοπό να βοηθήσει στην εξέλιξη της κοινωνίας. Είναι ανοικτό στο κοινό για να δει, να καταλάβει με τη βοήθεια των υλικών τεκμηρίων την ιστορία του. Στο μουσείο συγκεντρώνονται αντικείμενα του παρελθόντος, τα συντηρούν, τα μελετούν οι ερευνητές και τα εκθέτουν για την παιδεία και την ψυχαγωγία». Η πολιτισμική διαχείριση είναι διαχείριση της συλλογικής μνήμης και συνείδησης, συνδέεται άμεσα με τις αρχαιογνωστικές επιστήμες και δραστηριότητες που έχουν σχέση και με τα μνημεία, τα μουσεία, τον ίδιο τον άνθρωπο.
Η εξέλιξη του Μουσείου, το τέμενος των Μουσών, είναι διαρκής και συναντάται σε όλες τις περιόδους της ιστορίας. Τα μουσεία τον 19ο αι., με την ίδρυση των εθνικών κρατών, χρησιμοποιήθηκαν για την ενίσχυση της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας, επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Διαφωτισμού, την ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης, την κουλτούρα της Γαλλικής Επανάστασης (Τσιτούρη, 2002). Στο ίδιο ιδεολογικό επίπεδο κινήθηκε και το ελληνικό μουσείο, με την ίδρυση του πρώτου μουσείου το 1829 στην Αίγινα (Ανδρέου, 1996).
Σήμερα η θέση για την ύπαρξη και τη λειτουργία των μουσείων έχει αλλάξει. Από τις κλειστές ακαδημαϊκές συλλογές έχουμε φτάσει στα πολυδιάστατα ανοιχτά ιδρύματα, με πολλές νεωτερικές απόψεις. Η τάση διαφαίνεται με την οργανωμένη προσπάθεια των μουσείων να έλθουν κοντά στο σχολείο και, στους μαθητές, να γεφυρωθεί το κενό ανάμεσα με τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου και των στόχων τους. Τα μουσεία εμπλουτίζουν τον ρόλο τους στοχεύοντας στην προσέλκυση του κοινού. Από χώρος συλλογής, φύλαξης, ανάδειξης των στοιχείων του υλικού πολιτισμού προβάλλονται οι παράμετροι της ψυχαγωγίας, της απόλαυσης, του παιχνιδιού, της ίδιας της μάθησης. Τα μουσεία γίνονται χώροι αλληλεπιδράσεων, κοινωνικών διεργασιών, συνεχών διαβουλεύσεων (Meriman, 1999).
Το «άνοιγμα» αυτό των μουσείων προς την κοινωνία, τα σχολεία και άλλους φορείς (εκπαιδευτικούς και μη) αλλά και το παράλληλο ενδιαφέρον του κοινού για τα μουσεία και τους χώρους πολιτισμικής αναφοράς έχει δημιουργήσει ανάλογο διάλογο ανάμεσα στην παιδαγωγική και τη μουσειολογία (Ράπτου, 2006).
Τα ανοιχτά μουσεία επιδιώκουν ενεργό ρόλο στο κοινωνικό και εκπαιδευτικό πεδίο, γίνονται ζωντανά κύτταρα στην υπηρεσία της κοινωνίας στοχεύοντας στην προσβασιμότητα ακόμη και σε ομάδες που δεν θεωρούνται τακτικοί επισκέπτες τους, όπως άτομα με ειδικές ανάγκες. Επιχειρούν να προσφέρουν χωρίς διακρίσεις στο κοινωνικό σύνολο το δικαίωμα της πρόσβασης στα πολιτιστικά αγαθά. Στοχεύουν στη βελτίωση της αντιληπτικότητας των μνημείων και των τέχνεργων, των συνθέσεων, στην αναβάθμιση υπηρεσιών τους, στην ένταξή τους στη σύγχρονη πολιτιστική ζωή.
Ένα ανάλογο δείγμα των νέων αντιλήψεων για τον ρόλο του μουσείου σήμερα αποτελεί το Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας, ένα νέο ίδρυμα, ένα κύτταρο πολιτισμού, που βρίσκεται στην περίμετρο της πόλης στη θέση «Μεζούρλο», «συνομιλεί» με την Πινακοθήκη Λάρισας, καθώς τα δύο ιδρύματα είναι κοντά το ένα στο άλλο.
Η επίσκεψη στο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας θα αποτελεί μιαν αισθητική εμπειρία για τους επισκέπτες, τα εκθέματά του θα πυροδοτούν ιδέες και εικόνες που θα αποτελούν σκαλοπάτια για την κατανόηση του παρελθόντος. Ο επισκέπτης, υπερβαίνοντας τον ρόλο του απλού θεατή, θα μπαίνει σ’ έναν γόνιμο και εποικοδομητικό διάλογο με το παρελθόν, εκφράζοντας ιδέες, απόψεις, εξωτερικεύοντας συγχρόνως τα συναισθήματά του.
Ο διάλογος αυτός επιδιώκεται μέσα από τις εκθεσιακές μονάδες και τις ειδικές κατασκευές. Επιδίωξη αποτελεί να αποδοθούν όλα αυτά τα στοιχεία μέσα από την έκθεση του πρωτογενούς αρχαιολογικού υλικού, που συνοδεύεται με κείμενα, φωτογραφίες, σχέδια και κατασκευές. Πρόθεση της έκθεσης του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας Αρχαιολογικού θα είναι η «σύστασή του» στους επισκέπτες και πολύ περισσότερο στους κατοίκους της πόλης, στοχεύοντας στη δημιουργία μιας ουσιαστικής σχέσης. Πρωταρχικό στόχο θα αποτελεί ο σχεδιασμός και η υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων με σκοπό την προσέγγιση περισσότερων κατηγοριών του κοινού, όπως μαθητές, ΑΜΕΑ και άλλες κοινωνικές ομάδες. Ακόμη, κατά καιρούς να διοργανώνει ποικίλες άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες, αφού δεν διαφεύγει της προσοχής ότι ένα σημαντικό τμήμα των επισκεπτών του θα παραμένει το ίδιο. Επίσης, το Μουσείο θα αποτελεί την αφετηρία μιας περιήγησης στους ανοικτούς αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής.
Στις μέρες μας είναι πολλοί εκείνοι που αμφιβάλλουν για το κατά πόσο οι νεοέλληνες δείχνουν την απαιτούμενη διάθεση να γνωρίσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά. Είναι γεγονός ότι οι τάσεις της εποχής για ευημερία αποκλειστικά σε ατομικό επίπεδο, συντελούν σε μια αδιάφορη στάση ή στην καλύτερη περίπτωση σε ένα επιφανειακό ενδιαφέρον για τα λείψανα του παρελθόντος. Οι πολίτες δεν φαίνεται να πολυενδιαφέρονται για πολιτιστικές αξίες που δεν τους προσφέρουν με άμεσο και χειροπιαστό τρόπο υλικό κέρδος. Ωστόσο, η προσβασιμότητα όλων των ανθρώπων στα μουσεία θεωρείται πια βασική αρχή και πρωταρχική ανάγκη που στοχεύει στην εξυπηρέτηση του κοινού. Θεωρείται πλέον πρόκληση για τους ειδικούς των μουσείων να κατορθώσουν να περιλάβουν όλες τις κοινωνικές ομάδες στον εκθεσιακό χώρο και να τους εξασφαλίσουν μία ψυχαγωγική εμπειρία. Το μουσείο κρύβει έναν ολόκληρο κόσμο γνώσεων, σχέσεων, νοημάτων και ψυχαγωγίας.
Το μουσείο σήμερα δεν αποτελεί πια ένα μέσο για τους μορφωμένους για να εισπράξουν «πολιτιστικά κεφάλαια», που συνάδει με την οικονομική τους θέση στην κοινωνία, όπως υποστήριξε ο Pierre Bourdieu, αλλά έναν πολυδιάστατο οργανισμό με έντονο, διευρυμένο κοινωνικό και παιδευτικό ρόλο, χωρίς διακρίσεις στο σύνολο μιας κοινωνίας, το δικαίωμα για πρόσβαση στα πολιτιστικά αγαθά, για ποιοτική εκπαίδευση που σέβεται τη διαφορετικότητα και δίνει ίσες ευκαιρίες συμμετοχής σε όλους τους ανθρώπους (Νεκ. Αλεξίου).
Συνοψίζοντας, προκύπτει ότι η κοινωνική, εκπαιδευτική και επικοινωνιακή διάσταση του μουσείου αποτελεί βασική παράμετρο που καθορίζει τη γόνιμη λειτουργία του ως πολιτισμικού κοινωνικού χώρου, ενδιαφέρεται εξίσου για την ανάδειξη του μουσειακού αντικειμένου και την εξυπηρέτηση του κοινού τους.
Παρ’ όλα αυτά το μέλλον των αρχαιολογικών μας χώρων και μουσείων δεν είναι δυσοίωνο. Χρειάζεται ωστόσο γνώση, ιδέες, σωστή προετοιμασία, εποικοδομητική συνεργασία και φυσικά οικονομική στήριξη που θα φέρουν τον άνθρωπο των ημερών μας στο μουσείο, στον αρχαιολογικό χώρο, στον Πολιτισμό. Το ίδιο φαντάζομαι ισχύει και στην περίπτωση του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας.(*) Ο κ. Λεων. Χατζηαγγελάκης είναι αρχαιολόγος, επίτιμος διευθυντής Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού