Από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου
Ο Τυδέας είναι γιος από δεύτερο γάμο του βασιλιά Οινέα της Αιτωλικής Καλυδώνας. Εκδιώχθηκε από τον θείο του Άγριο όταν αυτός σφετερίσθηκε το θρόνο από τον Οινέα και κατέφυγε στον βασιλιά του Άργους Άδραστο.
ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΑΔΡΑΣΤΟΥ: Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή εκδιώχθηκε από την Καλυδώνα γιατί είχε σκοτώσει άθελά του στο κυνήγι τον θείο του Αλκάθοο. Στο Άργος ο Άδραστος άκουσε φασαρία στον προθάλαμο του ανακτόρου του και βγήκε ανήσυχος να δει τι συνέβαινε. Βρέθηκε μπροστά σε δύο άνδρες που αντιδικούσαν για το ποιος θα ζητήσει πρώτος τη φιλοξενία του. Ο ένας ήταν ο Θηβαίος Πολυνείκης και ο άλλος ο Τυδέας, διωγμένος κι αυτός από τη δική του πατρίδα, για το φόνο που είχε διαπράξει κατά λάθος. Ο Άδραστος τους χώρισε και δέχθηκε να φιλοξενήσει και τους δύο στο παλάτι του. Ο Πολυνείκης είχε μια ασπίδα με παράσταση λιονταριού, ενώ ο Τυδέας ασπίδα με παράσταση αγριόχοιρου. Τότε ο Άδραστος θυμήθηκε πως κάποτε του είχε δοθεί ένας περίεργος χρησμός: να παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και με ένα αγριόχοιρο. Αμέσως κατάλαβε ότι αυτούς θα εννοούσε ο χρησμός. Πάντρεψε λοιπόν τις δύο κόρες του, τη Διηπύλη με τον Τυδέα και την Αργεία με τον Πολυνείκη. Από αυτό το γάμο ο Τυδέας απέκτησε τον ονομαστό από τον Τρωικό Πόλεμο Διομήδη.
ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ – ΩΜΟΤΗΤΕΣ: Κατά την εκστρατεία του Αδράστου εναντίον των Θηβών, ο Τυδέας διακρίθηκε για το θάρρος του ως ένας από τους «Επτά επί Θήβας», αλλά τελικά τραυματίσθηκε θανάσιμα από τον Θηβαίο Μελάνιππο. Σύμφωνα με μία εκδοχή, η θεά Αθηνά θέλησε να καταστήσει τον Τυδέα αθάνατο, και το ζήτησε ως χάρη από τον Δία. Όμως, μια ωμότητα του Τυδέα έφερε την αντιπάθεια τελικά της θεάς προς τον ήρωα. Συγκεκριμένα, όταν ο Αμφιάραος έκοψε το κεφάλι του Μελανίππου και το έδωσε στον Τυδέα, εκείνος έφαγε τον εγκέφαλο!! Από αυτό το γεγονός, η Αθηνά αηδίασε και δεν τον έκανε αθάνατο. Ο Τυδέας χρεώνεται ακόμη και με το φόνο μιας γυναίκας, της Ισμήνης, αδελφής της Αντιγόνης.
Ο ΤΥΔΕΑΣ ΣΤΗ “ΘΗΒΑΪΔΑ”: Η “Θηβαϊδα”, του Πούμπλιου Στάτιου1 δεν είναι και τόσο γνωστή, αν και είναι ένα σπουδαίο έργο, όχι βέβαια της εμβέλειας της Αινειάδας του Βιργίλιου, ούτε ασφαλώς των έργων του Ομήρου. Είναι πάντως ένα κλασσικό έπος με ήρωες, βασιλείς, μάντεις και θεούς ποιητικού και περίτεχνου ύφους. Η “Θηβαϊδα” είναι ένα έπος στο οποίο διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο ο Τυδέας. Ο ήρωας εμφανίζεται το δεξί χέρι του θηβαίου Πολυνείκη, σύμβουλος, συμπαραστάτης και αδερφικός του φίλος. Τα γεγονότα που περιγράφονται συνέβησαν μετά την τραγική ιστορία του Οιδίποδα και την εκούσια αυτοτύφλωσή του, όταν ανέλαβαν το θρόνο στη Θήβα τα δύο παιδιά του ανόσιου γάμου, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, εκ περιτροπής. Όταν όμως ο πρώτος αρνήθηκε να παραδώσει το θρόνο, ο Πολυνείκης καταφεύγει στο Άργος, όπου συνάνησε τον επίσης φυγάδα Τυδέα. Πολυνείκης και Τυδέας υπό τη σκέπη του βασιλιά του Άργους Αδράστου, αποφάσισαν την από κοινού εκστράτευση για την κατάληψη των θρόνων που δικαιωματικά τους ανήκουν, πρώτα της Θήβας και μετά της Καλυδώνας. Για την επίτευξη του πρώτου στόχου συμμάχησαν με άλλους 4 βασιλείς και άρχοντες (ανάμεσα στους οποίους ο μάντης Αμφιάραος), σχηματίζοντας τους Επτά που θα επιτεθούν στη Θήβα με τραγική κατάληξη το θάνατο των έξι πλην του Αδράστου. Όσον αφορά τον Τυδέα, ο θάνατός του στιγματίστηκε από το ανοσιούργημα που προαναφέραμε. Πολλοί εξηγούν τη φρικτή πράξη του ως τρόπο για να γλιτώσει το θάνατο, απόηχος, ίσως, πανάρχαιων βάρβαρων ωμοφαγικών και κανιβαλικών δοξασιών.
ΣΤΗ ΜΑΧΗ: Ο Στάτιος περιγράφει το τελευταίο “κεφάλαιο” της ζωής του Τυδέα μπρος στα τείχη της Θήβας: “ο Ετεοκλής, θολωμένος και θρασύδειλος, στέλνει πενήντα άνδρες ενέδρα στο δάσος για να σκοτώσουν τον Τυδέα που είχε έρθει ειρηνικά, σε πρεσβεία. [...] τού ρίχνουν κι ένα ακόντιο που παραλίγο να τον σκοτώσει, ο Τυδέας άφοβος τους προκαλεί: τι φόβος σας κατέχει, τι έλλειψη ανδρείας είν’ αυτή; Ελάτε, μόνος είμαι2!” Κι αφού ο Αιτωλός αρχίζει να σκοτώνει τους άνδρες, ένας από αυτούς παροτρύνει τους υπόλοιπους: “ένας είναι σύντροφοι, ένας και θα μας σφαγιάσει θριαμβευτικά στο Άργος επιστρέφοντας; Ούτε η Φήμη θα μπορεί να τον πιστέψει!. Αφήνει, όμως, μόνο ζωντανό τον Μαίωνα για να αναγγείλει στον Ετεοκλή: …οχύρωσε τις πύλες σας, τα όπλα τρόχισε, τα τείχη που τα έφθειρε ο χρόνος επισκεύασε… δες τη γη εκείνη που το σπαθί μου έζωσε με του θανάτου τη φωτιά3.” Στον Τυδέα, που χαρακτηρίζεται από τον Στάτιο, magnus (μεγάλος) και fulmineus (κεραύνιος), αναφέρεται και ο Θηβαίος μάντης Τειρεσίας: “για μας η φρίκη του πολέμου κι ο Τυδέας πάλι4”! Αλλού, στο ίδιο έπος, όταν ο Πολυνείκης ακούει τις ικεσίες της μητέρας του Ιοκάστης, παρεμβαίνει ο Τυδέας, θυμίζοντας της την ενέδρα του γιου της Ετεοκλή. Σ’ έναν μονόλογο, ο Αιτωλός δηλώνει: “πρώτα το μέταλλο του το δόρυ θ’ αποβάλλει και θ’ ανθίσει, πρώτα ο Ίναχος κι ο Αχελώος θα στρέψουν τα νερά τους προς τα πίσω και μετά θα αφήσει τον Πολυνείκη λεύτερο ο αδερφός του5”. Κι ενώ ο ήρωάς μας σημειώνει αριστεία στη μάχη, ξάφνου, με δόρυ τον πληγώνει ο Μελάνιππος θανάσιμα, κι ενώ ψυχορραγεί αρνείται να πεθάνει και σκοτώνει αυτόν που τον πλήγωσε. Και εκεί τελειώνει η σύντομη ζωή του Αιτωλού ήρωα, τέλος που κηλιδώνεται ανεπανόρθωτα από την ανόσια, φρικώδη πράξη. Ο Στάτιος, δεν περιγράφει την πράξη, αλλά βάζει τον Τυδέα να ζητά το κεφάλι του αντιπάλου του. Ας δούμε και τα τελευταία λόγια που εκστόμισε ο γιος του Οινέα: “τα κόκκαλά μου, δεν παρακαλώ στο Άργος να τα πάτε ή την Αιτωλία. Και πώς θα με κηδέψετε διόλου δε με νοιάζει. Μισώ τα μέλη τώρα και το σώμα μου αδύναμο που έγινε και τώρα ξεψυχάει. Το κεφάλι σου, ω κάποιος, να μου φέρει το κεφάλι σου, Μελάνιππε6”. Εν τω μεταξύ, η προστάτιδά του Αθηνά είχε πάει να παρακαλέσει τον πατέρα της Δία να τού χαρίσει την αθανασία, αλλά βλέποντας, σαν επιστρέφει, τον Τυδέα να πράττει το ανοσιούργημα, τον εγκαταλείπει γεμάτη αποτροπιασμό.
ΣΗΜ.: Από το επόμενο άρθρο μας, κλείνοντας με την παρουσίαση των πρωταγωνιστών του Θηβαϊκού Κύκλου, επιστρέφουμε σε γυναίκες του Μύθου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Statius Thebaid, D.R. Shackleton Bailey επιμ./μτφρ., Loeb Classical Library, Harvard University Press, Λονδίνο 2003.
Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας, συγγραφέασ
1. Ο Στάτιος (περ. 50 – περ. 96 μ.Χ.) γεννήθηκε στη Νεάπολη της Ιταλίας, πόλη κέντρο του Ελληνικού πολιτισμού. Έργα του το Silvae, η Αχιλληίς (ανολοκλήρωτο) και η Θηβαϊδα, σε 12 βιβλία, κατά το πρότυπο της Αινειάδας του μέντορά του Βιργιλίου.
2. Θηβαϊδα, 2:548-9.
3. Θηβ. 2:699-703.
4. Θηβ. 4: 601-2.
5. Θηβ. 7:552-53.
6. Θηβαϊδα, 8:736-40.