Αν θες να ξέρεις – κόντρα στη γενική ενόχληση - εμένα δεν με ενοχλούν και πολύ οι σιδερένιοι μεταμοντέρνοι χοντροπάσσαλοι που έμπηξε ετούτες δω τις μέρες στο λόφο του Φρουρίου ο εργολάβος του έργου της λεγόμενης «Βιοκλιματικής Ανάπλασης» που σχεδιάστηκε επί Τζανακούλη και εκτελείται επί δημαρχίας Καλογιάννη.
Δεν βαριέσαι λέω... Άλλη μια μουτζούρα στο πρόσωπο της πόλης, μια ακόμη ανορθογραφία ανάμεσα στις τόσες. Στο κάτω – κάτω, αυτή είναι η Λάρισα όπως τη φτιάξαμε τις τελευταίες καταστροφικές δεκαετίες του νεοπλουτισμού. Μοιάζει μ’ εκείνες τις γυναίκες που, ενώ είναι όμορφες στην καθημερινότητα τους, όταν είναι να πάνε σε γάμο ντύνονται, φκιασιδώνονται και βάφονται τόσο πολύ, ώστε λίγο απέχουν από να χαρακτηριστούν «καρνάβαλοι».
Αυτή είναι η Λάρισά μας παιδιά, ας το πάρουμε απόφαση. Ένας «καρνάβαλος» πολυτελείας. Μια πόλη... «έτσι χωρίς πρόγραμμα», μια πόλη «χύμα». Χωρίς ταυτότητα χωρίς συγκεκριμένη λογική, αισθητική, φιλοσοφία. Η Λάρισα είναι έτσι ένα τυχαίο... γεγονός. Προέκυψε. Από στιγμιαίες -και σίγουρα μεγαλομανείς- έμμονες ιδέες μεγαλείου των τελευταίων δημάρχων της. Μια πόλη τουρλού - τουρλού. Και μπαρόκ τη λες και ροκοκό, και στοιχεία εξπρεσιονιστικά θα βρεις, και μεταμοντέρνα, ε, τι θα πάθει δηλαδή αν προστεθεί και μια νότα από... βιομηχανική επανάσταση με μια εσάνς από γαλλικό νότο σ’ ό,τι αφορά στις τέντες που θα στηθούν;
Δεν στενοχωριέμαι πια για τη Λάρισα, ούτε για τη βιτρίνα της που είναι ο Λόφος... Έτσι κι αλλιώς τον δικό μου Λόφο, το «Φρούριο», στη σκιά του οποίου γεννήθηκα, πήγα σχολείο και μεγάλωσα, εμένα μου τον σκότωσαν πολύ νωρίς.
Σαν να βλέπω κιόλας μπροστά μου ένα τσούρμο παιδιά, τους συμμαθητές μου του 2ου Δημοτικού Σχολείου να τρέχουν - μικρές τρελές πεταλούδες - ανάμεσα στα όμορφα και φωτεινά παρκάκια που περιστοίχιζαν τον Άγιο Αχίλλιο. Το Σχολείο ήταν ένα όμορφο κτίριο που δέσποζε στον Λόφο, ανεγερθέν το 1932, επί υπουργίας Γ. Παπανδρέου (παππού).
Ένα πρωινό του 1975 το αποχαιρετήσαμε. Ήρθαν μπουλντόζες και το γκρέμισαν. Κρίθηκε επικίνδυνο, χτυπημένο από τον σεισμό του 1954. Μπορεί και να ήταν. Με τα σημερινά τεχνικά μέσα ίσως και να το έσωζαν. Δεκάδες παιδικά μάτια θαυμάζαμε τότε τις εντυπωσιακές εργασίες κατεδάφισης. Αλλά είναι βέβαιο ότι επιστρέφοντας σπίτι κουβαλούσαμε μέσα μας κάτι από θλίψη. Μετά συνηθίσαμε. Γκρεμίστηκαν τόσες πολλές γωνιές στη Λάρισα, ώστε δεν περίσσευε πια ούτε δράμι θλίψης.
Στο μεταξύ, τα ίδια πάνω –κάτω χρόνια (αρχές ’70) πρόλαβαν κι έντυσαν τον Λόφο, με αυτά τα απαίσια... μαρμαρένια τοιχία που βλέπεις από την πλευρά της γέφυρας. Όταν «μαρμαρώθηκε» κανείς δεν είπε τίποτε. Για την αισθητική της εποχής, τα μάρμαρα ίσως και να ήταν αποδεκτά, ήταν «χλιδή», πολιτισμός, καθαριότητα και τα έβλεπες παντού στα δημόσια κτίρια. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να καταδειχτεί το κιτς του πράγματος και η μεταβολή του μικροκλίματος που προκάλεσαν στην περιοχή.
Τον δικό μου τον Λόφο τον σκότωσαν ξανά όταν γκρέμισαν το ρολόι... Δεν ξανακούσαμε τα μελωδικά «νταν»- «νταν» που συντρόφευαν τις μέρες μας και τα ερωτευμένα ζευγαράκια –πολλοί από τους οποίους φαντάροι της Στρατιάς- που κατέφευγαν στα πάρκα του ρολογιού έχασαν μια για πάντα τη φωλιά τους.
Ευτυχισμένες στιγμές για τον Λόφο ήταν ακόμη τα χρόνια του το «Φρι – Γκρας». Στη θέση του κατεδαφισθέντος σχολείου δημιουργήθηκε μια μεγάλη αλάνα. Έγινε μόδα τότε, πολλές, πάρα πολλές, εφηβικές παρέες με κιθάρες να ανηφορίζουν από τη «Βασιλίσσης Σοφίας» για να κατακλύσουν σαν άλλα «παιδιά των λουλουδιών» το γρασίδι. Να τραγουδήσουν, να αστειευτούν, να κρυφοερωτευτούν . Ήταν από τις καλές στιγμές του Λόφου. Ίσως να ήταν και οι τελευταίες.
Από τότε τον δικό μου Λόφο τον σκοτώνουν συνεχώς. Τον σκότωναν επί χρόνια όλες οι δημοτικές αρχές της πόλης που δεν βρήκαν ποτέ το κουράγιο να τον απαλλάξουν από τα αυτοκίνητα, μετατρέποντάς τον σε ένα απαίσιο άναρχο πάρκινγκ. Ποιος δήμαρχος να τα βάλει με τον τρομερό Λαρισαίο γιωταχή που χρησιμοποιεί αυτοκίνητο ακόμη για να πάει στο περίπτερο της γειτονιάς του;
Ο δικός μου ο Λόφος ενταφιάστηκε οριστικά μέσα μου, όταν είδα, λίγα χρόνια μετά, την εξέλιξή του. Τη χαρά της απομάκρυνσης της Λαχαναγοράς, που ήταν πάντα για μας τους περιοίκους μια χαίνουσα πληγή και ένα σημείο... φόβου τις νύχτες - διαδέχθηκε σε λίγα χρόνια η απογοήτευση, όταν ο Λόφος εξελίχτηκε σε ένα απέραντο καφεταβερνείο. Όπως παντού στην Ελλάδα, με τρόπο υπερβολικό, μαζικό, αλόγιστο ο Λόφος δέχτηκε –αγεληδόν- την ανεξέλεγκτη –και χωρίς άδεια- εγκατάσταση δεκάδων επιχειρήσεων εστίασης και ψυχαγωγίας. Ψυχαγωγία τρόπος του λέγειν... Μπορείς άραγε να ονομάσεις ψυχαγωγία αυτό το τρομακτικό φαινόμενο της μαζικής επέλασης επισκεπτών υπό τον βομβαρδισμό αγρίων μουσικών στη διαπασών, κάτω από ένα μόνιμο σύννεφο τσίκνας από τις καμένες σάρκες που ψήνονται για να ταΐσουν τους πελάτες;
Οπότε, σε ξαναρωτάω: Για ποιο πράγμα να στενοχωρηθώ πια; Που θα προστεθούν πενήντα πάσσαλοι και θα απλωθούν άλλες τόσες τέντες; Τι να λέει; Εξάλλου, είναι πλέον φανερό ότι η πόλη των Λαρισαίων δομείται και εξελίσσεται στη βάση του κιτς, του ετερόκλητου, του παρδαλού, του υπερβολικού.
Και κοίτα να δεις ένα περίεργο πράγμα: Όλο αυτό το κράμα, αυτό το αρπακολλατζίδικο τουρλουμπούκι έχει καταλήξει να είναι η ίδια η ταυτότητα της Λάρισας. Στη Λάρισα θα δεις και εκτρώματα σαν το περιβόητο Λιμανάκι, σαν τις πολυκατοικίες της, σαν πλατείες Ταχυδρομείου και Νεάπολης. Αλλά και πανέμορφους χώρους όπως ο Μύλος του Παππά και ο πεζόδρομος της Βενιζέλου. Θα δεις ήπιες γωνιές σαν το ποτάμι, αλλά και το καθημερινό χάλι των πεζοδρόμων. Όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει...
Τι είναι οι πόλεις; Τίποτε περισσότεροι και τίποτε λιγότερο παρά η αποτύπωση νοοτροπιών των κατοίκων που διαμένουν σ’ αυτές.
Ε, λοιπόν, τέτοιοι είμαστε, τέτοια πόλη φτιάξαμε. Δική μας είναι και δεν μπορούμε παρά να την αγαπάμε παρ’ όλα αυτά...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr