Του Αχιλλέα Πιτσίλκα, διδάκτορα Θεολογίας
Στις 29 Ιουνίου, η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, τους οποίους οι αγιογράφοι παριστάνουν αγκαλιασμένους, εφόσον ο ίδιος ο Κύριος τους κατέστησε «στύλους εν τω ναώ του Θεού» (Απ. 3, 12).
Από τα διάφορα δε περιστατικά που παρουσιάζει γι’ αυτούς η Αγία Γραφή, το πιο σημαντικό είναι, αναμφίβολα, η ολοκληρωτική αλλαγή που παρουσιάσθηκε στη ζωή τού καθενός από αυτούς, ύστερα από την Ανάσταση του Χριστού και την Πεντηκοστή. Για την ολοκληρωτική δε αυτή αλλαγή ή μεταμόρφωση και αλλοίωση που έγινε στη ζωή του καθενός από αυτούς, θα γίνει για τούτο λόγος πιο κάτω, στον οποίο τονίζεται, ως προϋπόθεση και σκάλα της σωτηρίας του ανθρώπου, η μετάνοια.
α) Στη ζωή τού Αποστόλου Πέτρου
Ο Απόστολος Πέτρος, όπως είναι γνωστό, έκανε, εξαιτίας του αυθορμητισμού του, πολλά λάθη κατά τη διάρκεια της μαθητείας του, κατά την τρίχρονη δημόσια δράση τού Κυρίου. Το πιο μεγάλο δε από αυτά ήταν ασφαλώς η τριπλή άρνηση του Κυρίου στην αυλή τού Καϊάφα «πριν αλέκτορα φωνήσαι δις» (Μάρκ. 14, 30).
Για την πτώση του δε αυτή ο Πέτρος πικράθηκε πάρα πολύ «και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς» (Λουκ. 22, 62). Παρά το κλάμα του, όμως, αυτό, η καρδιά τού Πέτρου ήταν στη συνέχεια πάρα πολύ βαριά, γιατί δεν ήξερε αν ο Κύριος θα τον δεχτεί και πάλι για μαθητή Του. «Άραγε, έλεγε μέσα του, κατά ένα σύγχρονο ποιητή, θα με δεχτεί ξανά ή ποιήσει με πάλιν αλιέα βυθού;».
Ύστερα, όμως, από την Ανάστασή Του, ο Κύριος, που ευλόγησε την αλιεία των Μαθητών, στάθηκε στη συνέχεια μπροστά του και τον ρώτησε: - «Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων;» (Ιω. 21, 15). Και εκείνος αποκρίθηκε: - «Ναι, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε» (όπ. π.). Ύστερα δε από την απόκριση αυτή, ο Κύριος τον κοίταξε με αγάπη, λέγοντας: - «Βόσκε τα αρνία μου» (όπ. π.). Το πιο πάνω δε ερώτημα επαναλήφθηκε και για δεύτερη και τρίτη φορά, εξαιτίας ασφαλώς των τριών αρνήσεών του, ενώ ο Πέτρος διαβεβαίωνε πάλι και πάλι ότι Τον αγαπά, αν και στο τρίτο ερώτημα λυπήθηκε, γιατί θυμήθηκε τις τρεις πτώσεις του. Ο Κύριος, όμως, τον στήριξε για δεύτερη και για τρίτη φορά, λέγοντας το «ποίμαινε τα πρόβατά μου» και «βόσκε τα πρόβατά μου» (Ιω. 21, 16 - 17). Με τον τρόπο δε αυτόν ο Πέτρος ξανάγινε μαθητής τού Κυρίου, καταλαβαίνοντας πάρα πολύ καλά ότι η αγάπη τού Κυρίου είναι ανερμήνευτη και ότι ο Κύριος δέχεται τη μετάνοια και του έσχατου «καθάπερ και του πρώτου». Την πιο πάνω αλήθεια, όμως, δεν την κατάλαβε μονάχα ο Απόστολος Πέτρος, αλλά και κάθε άγιος της Εκκλησίας και ιδιαίτερα ο ιερός Χρυσόστομος, που έλεγε χαρακτηριστικά ότι «Χιλιάκις μετανοήσας πρόσελθε» στο Μυστήριο της Μετάνοιας και Εξομολόγησης, γιατί «άνευ αυτής» και κατά τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, «ουδείς της αφέσεως τεύξεται». Χωρίς, δηλαδή, την αληθινή μετάνοια, που ορίζεται χαρακτηριστικά ως «συντριβή στην καρδιά, στο στόμα εξομολόγηση (και) στο βίο διόρθωση» κανένας δεν είναι δυνατόν να σωθεί.
β) Στη ζωή τού Αποστόλου Παύλου
Ο Απόστολος Παύλος, όπως ο ίδιος ομολόγησε, πριν από τη μεταστροφή του ήταν «διώκτης και βλάσφημος και υβριστής» απέναντι του Χριστού, παρότι «κατά Νόμον» ήταν άμεμπτος, γιατί ακολουθούσε τους ραβίνους που παρερμήνευαν το Νόμο και τους Προφήτες. Κυριευμένος δε από ένα μένος δήθεν ιερό, κατά των μαθητών τού Χριστού, ζήτησε κάποια στιγμή και συστατικές επιστολές από τον αρχιερέα των Εβραίων, ώστε να μεταβεί στη μακρινή Δαμασκό και «Εάν τινάς εύρη της οδού όντας (να ακολουθούν, δηλαδή, το Ευαγγέλιο του Χριστού), ... δεδεμένους αγάγη εις Ιερουσαλήμ» (Πρ. 9, 2).
Σ’ αυτόν τον τυφλωμένο από το φανατισμό του, όμως, παρουσιάστηκε στο δρόμο του εκείνο ο Κύριος μέσα σε ένα υπέρλαμπρο φως, για να τον καλέσει κοντά Του, λέγοντας: - «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;» (Πρ. 9, 4), «σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν» (Πρ. 26, 14). Η εμφάνιση δε αυτή του αναστημένου Χριστού, που τον περιάστραψε και περιέλουσε «υπέρ την λαμπρότητα του ηλίου» (Πρ. 26, 13), συγκλόνισε τότε κυριολεκτικά τον Σαούλ και αναποδογύρισε κυριολεκτικά τη ζωή του, ώστε να αλλάξει ολοκληρωτικά η ζωή του και να καταστεί στο εξής ο μεγαλύτερος των ιεραποστόλων στον κόσμο, «επτάκις δεσμά φορέσας, φυγαδευθείς, λιθασθείς, κήρυξ γενόμενος εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει, το γενναίον της πίστεως αυτού κλέος έλαβεν, ... και επί το τέρμα τής Δύσεως ελθών και μαρτυρήσας επί των ηγουμένων, ούτως απηλλάγη του κόσμου και εις άγιον τόπον επορεύθη, υπομονής γενόμενος μέγιστος υπογραμμός».
«Η ζωή του, γράφει για την αλλαγή αυτή ο Βασ. Ιωαννίδης, διά του συμβάντος παρά την Δαμασκόν διεσπάσθη εις δύο ανόμοια τεμάχια, διότι το δεύτερον μέρος αυτής ουδεμίαν σχέσιν είχε προς τον πρότερον βίον του. Διά του οράματος εγένετο νέος άνθρωπος, αποκτήσας νέον εγώ και νέαν προσωπικότητα, ήτις εκινείτο πλέον υπό της δυνάμεως και χάριτος του Ιησού προς νέους σκοπούς» (Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Αθήναι 1960, 201).
«Συνεκράθη τω πόθω σου ο Παύλος, λέγει για τούτο και ο υμνογράφος τής Εκκλησίας, την καλήν αλλοίωσιν και εξέστη». Από υβριστής, δηλαδή, και διώκτης έγινε «σκεύος τής εκλογής» και «ουρανοβάμονας» και «πρωτόθρονος των Αποστόλων».
Από πρώην πολέμιος έγινε «απόστολος των Εθνών», τον οποίον δίκαια αποκαλεί ο υμνογράφος ως «Εθνών κήρυκα και φωστήρα τρισμέγιστον, Αθηναίων διδάσκαλον, οικουμένης αγλάισμα» κ.λπ. Δίκαια δε και ο ιερός Χρυσόστομος έλεγε ότι «Άπαντας μεν τους Αγίους φιλώ, μάλιστα δε τον μακάριον Παύλον» (Μ. 51, 301), προσπαθώντας ταυτόχρονα να γίνεται μιμητής της ζωής του, εφόσον και εκείνος γινόταν μιμητής τής ζωής τού Χριστού (βλ. Α’ Κορ. 11, 1).
Μία τέτοια δε αλλαγή πρέπει να γίνεται ασφαλώς στη ζωή όλων των ανθρώπων με τη μετάνοια, που δεν είναι ουσιαστικά κάτι άλλο, παρά ένα ξαναγέννημα του ανθρώπου, που συντελείται «άνωθεν», δηλαδή μέσα στα σπλάχνα της θείας αγάπης. Αυτό δε το ξαναγέννημα δίδασκε στους Χριστιανούς και ο ιερός Χρυσόστομος, λέγοντας: - «Επαλαιώθης σήμερον από της αμαρτίας, ανακαίνισον σεαυτόν από της μετανοίας», πράττοντας «τα ενάντια» των προηγούμενων αμαρτημάτων. Αυτό δε ακριβώς έπραττε, άλλωστε, και ο Απόστολος Παύλος, που για το λόγο αυτόν έγραφε ότι ζούσε «τα μεν όπισθεν (δηλαδή τα προηγούμενα) επιλανθανόμενος, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος», αποσκοπώντας «επί το βραβείον της άνω κλήσεως» (Φιλ. 3, 14). Ότι, επίσης, είχε παύσει πια να ζει ο ίδιος (ο παλαιός άνθρωπος μέσα του), γιατί ζούσε πια μέσα του παντοτινά ο Χριστός (Βλ. Γαλ. 2, 20).
Κλείνοντας τις πιο πάνω σκέψεις, θα έλεγα ότι, για να αλλάξει ο κόσμος, πρέπει να αλλάξει ο καθένας μας, μπολιαζόμενος στον Χριστό και ακολουθώντας τα ίχνη των Αποστόλων Του. Όπως, δηλαδή, ο ιερός Χρυσόστομος, όταν ερμήνευε τις επιστολές τού Αποστόλου Παύλου, είχε μπροστά του διαρκώς μια εικόνα του, κατά παρόμοιο τρόπο πρέπει να συμπεριφερόμαστε και να ζούμε και όλοι οι Χριστιανοί, έχοντας τα βλέμματά μας στη ζωή τού Χριστού και των Αγίων Του, γιατί έτσι θα μεταμορφούμεθα «από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Αγίου Πνεύματος» (Β’ Κορ. 3, 18) και θα γινόμαστε «χάριτι Θεού» «κοινωνοί θείας φύσεως» (2 Πέτρ. 1, 4).
Αυτή δε η μεταμόρφωση γίνεται αιτία τής χαράς του ανθρώπου, όπως διδάσκει και ένα τραγούδι χριστιανικό, που λέγει χαρακτηριστικά ότι
«Με το βλέμμα στραμμένο,
στου Χριστού τη μορφή,
πλημμυρίζ’ η καρδιά μας,
απ’ αγάπη θερμή».