Πρέπει να είναι κανείς ανδρείος για να αναγνωρίζει την αξία των άλλων και για να μην θλίβεται, όταν οι άλλοι δεν αναγνωρίζουν τη δική του αξία... Δυστυχώς στις μέρες μας η ανδρεία είναι σπάνια... Το συνηθισμένο είναι να βάζουμε τον εαυτό μας πάνω από όλους και να θλιβόμαστε όταν οι άλλοι δεν αναγνωρίζουν την αξία μας. Τόσο η ανάγκη να είμαστε πάνω από τους άλλους όσο και η ανάγκη να μας αναγνωρίζουν οι άλλοι είναι χαρακτηριστικά της έλλειψης ανδρείας. Και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά μοιάζουν με φίδι, που έχουμε μέσα στην καρδιά και μας δαγκώνει όταν προσπαθούμε να βάλουμε τον εαυτό μας πάνω από τους άλλους ή όταν οι άλλοι μας αγνοούν.
Στην Ορθόδοξη Διδασκαλία τα δυο αυτά πάθη του περήφανου και του μνησίκακου ανθρώπου, αποτελούν τις δύο όψεις του αυτού νομίσματος, που είναι το πάθος της ανθρωπαρέσκειας. Η ανθρωπαρέσκεια ή αλλιώς ματαιοδοξία, είναι ίσως το μεγαλύτερο από όλα τα πάθη, μεγαλύτερο κι απ΄ τη φιλαργυρία και τη φιληδονία. Η ματαιοδοξία μας χωρίζει από την αγάπη του Θεού και στρέφει το κέντρο του ενδιαφέροντος στον εαυτό μας, ενώ πρέπει στο Θεό να αρέσουμε, κι από το Θεό να λαμβάνουμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ένας θεολόγος ενθάρρυνε κάποιον που έγραφε κείμενα χριστιανικού προσανατολισμού, με αυτά τα λόγια: «Να γράφεις, έστω κι αν δεν τα διαβάζει κανείς. Για το Θεό είναι σαν να τα διαβάζουν όλοι». Θέλει να πει, ίσως, ότι ο Θεός βλέπει την πρόθεση και κρίνει από την πρόθεση. Άλλωστε τα έργα δεν είναι δικά μας. Δική μας είναι η θέληση και η προσπάθεια. Τα έργα γίνονται με τη δύναμη του Θεού και σ΄ Αυτόν οφείλεται η δόξα, η ευχαριστία και η προσκύνηση.
Όσο για το γράψιμο, είναι μια λεπτή υπόθεση. Δεν είναι χωρίς όρια και εύκολα μπορεί να κάνουμε κατάχρηση. Από τη μια δεν πρέπει να κατακρίνουμε κανένα κι από την άλλη πρέπει να μη σωπαίνουμε όταν βλέπουμε το άδικο, γιατί το να βλέπεις το άδικο και να σωπαίνεις είναι δειλία. Δεν πρέπει να κατακρίνουμε, γιατί όταν κατακρίνουμε αφήνουμε να εννοηθεί, ότι εμείς είμαστε καθαροί από τα πάθη που βλέπουμε στους άλλους. Αυτό είναι φαρισαϊσμός. Ο Φαρισαίος της παραβολής του Ευαγγελίου εισήλθε στο ναό και «σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο: ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί..» (Λουκ. 18,11).
Αυτός είναι, ίσως ο λόγος, που για τους αγίους της Εκκλησίας μας δεν είναι ευλογημένο να γράφουν αυτοί που δεν έχουν καθαρή καρδιά και είναι γεμάτοι πάθη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει πως πρέπει πρώτα να καθαριστείς εσύ ο ίδιος από τα δικά σου πάθη κι ύστερα να καθαρίσεις και τους άλλους από τα πάθη τους.
‘Όταν όμως διψάμε για αναγνώριση δεν έχουμε καιρό να στραφούμε στο εσωτερικό της καρδιάς μας, για να δούμε αν είναι καθαρή ή όχι. Μας ενδιαφέρει να μας αναγνωρίσουν οι άλλοι, έστω κι αν δεν είναι αληθινή η εικόνα που έχουν για μας.
Δεν θα συνέβαινε αυτό, αν είχαμε πάντοτε στο νου μας και στα χείλη μας την ευχή, που ο μακαρίτης ο παππούς μου ο Αγγελάκης, δεν την ξεχνούσε ποτέ, ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν βρισκόταν: «Στο Θεό ν’ αρέσει»!