Να μην το περάσουμε έτσι στο ξώφαλτσο αυτό. Να καθίσουμε να το σκεφτούμε. Και δεν εννοώ τους πολιτικούς μόνο και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, εννοώ ότι πρέπει να κάτσουμε να το σκεφτούμε και εμείς, ως πολίτες, που έχουμε μια τάση να τρώμε ό,τι μας σερβίρουν.
Αυτό που συνέβη με τις εταιρίες δημοσκοπήσεων το βράδυ της Κυριακής, δεν είναι ένα απλό γεγονός. Δεν είναι μια απλή αστοχία. Θα μπορούσε βέβαια να είναι. Αν... αν εμείς δεν είχαμε αναγάγει τις δημοσκοπήσεις σε... Ευαγγέλιο και αν τα τελευταία χρόνια δεν χρησιμοποιούσαν και δεν χρησιμοποιούσαμε τις δημοσκοπήσεις ως καθημερινό (σχεδόν) πλοηγό των προτιμήσεών μας. Δυστυχώς όμως - όπως έχει συμβεί και με τόσα άλλα θέματα και πράγματα μας λείπει το μέτρο. Και, από τότε που ...ανακαλύψαμε τις δημοσκοπήσεις, περάσαμε πολύ γρήγορα και πολύ αβασάνιστα, από τη χρήση στην υπερχρήση και εντέλει στην κατάχρηση. Και όπως «προφητικά» είπε μερικές μέρες πριν τις εκλογές και ένας εκ των δημοσκόπων «αν συνεχίσουμε έτσι θα το κάψουμε το εργαλείο και δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες». Ε, λοιπόν την Κυριακή το βράδυ το «εργαλείο» το κάψαμε. Ή εν πάση περιπτώσει κάηκε από μόνο του, καθιστάμενο αναξιόπιστο, αφερέγγυο και διάτρητο ως προς τις πραγματικές του δυνατότητες. Διότι όταν κάθε κόμμα που... σέβεται τον εαυτό του, κάθε εφημερίδα, κάθε τηλεοπτική εκπομπή, κάθε δελτίο ειδήσεων, κάθε πολιτικός, και τέλος πάντων όλοι μέχρι την κουτσή Μαρία παραγγέλνουν μία δημοσκόπηση και εμείς βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από αυτές, πού θα πάει; Θα καεί. Και γιατί θα καεί; Γιατί απλούστατα χάνει την ουσία του, εμπορευματοποιείται και δεν προσαρμόζει τις ανάγκες, προσαρμόζεται σε αυτές. Με αποτέλεσμα κατά τον παραγγελιοδόχο να «μαγειρεύει» και τα εξαγόμενα συμπεράσματα. Κάτι που μπορεί να γίνει και από το είδος των ερωτήσεων και από τον τρόπο που τίθενται, «αλληλοαναιρώντας» συμπεράσματα ή ευσχήμως οδηγώντας στα επιθυμητά από τον παραγγελιοδόχο. Όταν, ας πούμε, ένα δελτίο ειδήσεων ή μία εκπομπή θέλει ν’ ανεβάσει τα νούμερα, κάνει μια δημοσκόπηση. Όταν μια εφημερίδα δεν έχει πρώτο θέμα, παραγγέλνει μια δημοσκόπηση. Και επειδή, τέλος πάντων, όλοι καλά γνωρίζουμε «ποιο» μέσο υποστηρίζει «ποιο» κόμμα, μπορούμε πολύ εύκολα να αντιληφθούμε το εκ προοιμίου ζητούμενο της δημοσκοπικής... παραγγελιάς.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι έως διασκεδαστικά, αν συνέβαιναν δύο πράγματα: πρώτον αν ήταν για εσωτερική κατανάλωση του κάθε παραγγελιοδόχου και δεύτερον αν οι πολίτες, που είναι και οι αποδέκτες, έχουν την καθαρή μαγιά για να δουν την πραγματικότητα. Και κυρίως αν είχαν την καθαρή σκέψη να μην «εξαρτώνται» ως προς τις τάσεις τους και τις προτιμήσεις τους από τον... βομβαρδισμό των δημοσκοπικών ευρημάτων.
Επειδή όμως τίποτε από τα παραπάνω δεν συμβαίνει, το θέμα είναι από σοβαρό έως και κολάσιμο, αφού στοχεύει στο να διαμορφώνει και να επηρεάζει προτιμήσεις και συνειδήσεις ενίοτε. Και επειδή δεν μπορεί να ζητήσει κανείς ευθύνες από τους πολίτες για τη διενέργεια των δημοσκοπήσεων, μπορεί και πρέπει να τις ζητάει από τα κόμματα, τα ΜΜΕ και τις δημοσκοπικές εταιρίες. Ο πολίτης είναι «συνένοχος» στο ποσοστό (και είναι μεγάλο) που πέφτει στην παγίδα και επηρεάζεται και επιβραβεύει.
Το είπαν και άλλωστε μπορεί να το αντιληφθεί κανείς από την τόση... σύμπτωση των αποτελεσμάτων των έξιτ πολ το βράδυ της Κυριακής, ότι προκειμένου να διαφυλάξουν την αξιοπιστία τους - καθότι «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη» - οι εταιρίες δημοσκοπήσεων είχαν ας πούμε... κανάλια επικοινωνίας για να σερβίρουν πάνω-κάτω το ίδιο αποτέλεσμα. Κάτι που τελικά τους «έκαψε» όλους μαζί. Θα μπορούσε και να μην έχει συμβεί. Αλλά συνέβη. Και ευτυχώς που συνέβη. Γιατί είναι η πρώτη φορά που έχουμε μια ομοβροντία αποτυχία των δημοσκοπήσεων, που δεν μπορεί, πρέπει όλοι να την ακούσαμε. Να προβληματιστούμε, να βάλουμε φρένο, να απεξαρτηθούμε εν πάση περιπτώσει.
Να μάθουν τα κόμματα, να μάθουν οι εφημερίδες, να μάθουν τα κανάλια, να μάθουν οι δημοσκόποι, να μάθουμε και μεις. Κυρίως εμείς. Να είμαστε τόσο μπόσικοι και τόσο εύπιστοι και τόσο εξαρτημένοι. Να τους γίνει μάθημα και να μας γίνει μάθημα. Ή τουλάχιστον ας το ελπίσουμε.