Αναφορικά στην «απάντηση» του κ. Χριστοφή, στο άρθρο μου με θέμα το «Διεθνές Δίκαιο για τις Μειονότητες». Χαρακτηρίζει το άρθρο του «απάντηση», ενώ θα μπορούσε να γράψει ένα κύριο άρθρο, διότι:
1) Ενώ συμφωνούμε στις νομικές αναφορές που χρησιμοποίησα (Καταστατικός Χάρτης ΟΗΕ, Διακήρυξη Βιέννης), εντούτοις του αρέσει να χρησιμοποιεί ειρωνικές εκφράσεις για την αποδεικτική επιχειρηματολογία μου ενώ ο ίδιος να κρίνει de facto. Έτσι, κρίνει «απευθείας» ότι, «η μουσουλμανική κοινότητα στην Ελλάδα αποτελεί de jure θρησκευτική ομάδα αλλά η στάση της Ελλάδος την καθιστά de facto εθνική». Επίσης κρίνει ότι, η στάση της Ελλάδας ανήκει σ’ ένα «αντι-μειονοτικό επιφυλακτικό» ενδεικτικά επειδή, δεν τάχθηκε υπέρ του «Χάρτη των Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών».
Εδώ δηλαδή ο κ. Χριστοφής μοιάζει ν’ ανταποκρίνεται σε ένα καθήκον να υπενθυμίζει τα λάθη της ελληνικής (μόνον) πλευράς, χρησιμοποιώντας παράλληλα και μια έξυπνη τεχνική. Δηλαδή, μεταφέρει το βάρος των σημερινών τουρκικών προκλήσεων, απ’ τους σημερινούς ανθρώπους στα ελληνικά λάθη των παρελθόντων καιρών, ενώ ταυτόχρονα τα απομονώνει απ’το υπόλοιπο συγκαιρινό πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο.
Θ’ αναφέρω σύντομα το πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο που αιτιολογεί τα αδικαιολόγητα σφάλματα της ελληνικής πλευράς:
Γράφεται ότι, η τουρκική πλευρά ήταν αυτή που ζήτησε να ονομαστούν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Θράκης «μουσουλμανική μειονότητα» στη Συνθήκη της Λοζάνης, δημιουργώντας έτσι ένα πρόσφορο πλαίσιο για να τους εκτουρκίσει στο μέλλον. Διότι αν κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για την υπογραφή της Συνθήκης προτείνονταν να ονομαστεί κάποια πληθυσμιακή ομάδα ως «τουρκική μειονότητα», θεωρείται βέβαιο ότι θα αντιδρούσαν σ' αυτό οι Πομάκοι και ίσως και οι Αθίγγανοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι το 1950 υπήρχε απόλυτος κοινωνικός διαχωρισμός στη μουσουλμανική μειονότητα, γι' αυτό και δεν είχαν καταμετρηθεί παρά ελάχιστοι γάμοι μεταξύ των αλλοεθνών μουσουλμάνων της Θράκης. Όταν μάλιστα έλεγαν έναν Πομάκο, μέχρι και τη δεκαετία του 1970, ότι είναι Τούρκος, αντιδρούσε βίαια γιατί το θεωρούσε βρισιά.
Απ’ το 1950, οι σλαβόφωνοι Πομάκοι θεωρήθηκαν απειλή αφού, λόγω της γλώσσας, υπήρχε κίνδυνος να διεισδύσουν οι Σλάβοι (Βούλγαροι-Ρώσοι) και ν’ ασκήσουν πολιτική επιρροή. Γι' αυτό οι θιασώτες του ψυχρού πολέμου έπεισαν την ελληνική κυβέρνηση να μετονομάσει τα σχολεία που δίδασκαν μόνο το κοράνι σε τουρκικά. Στη μετονομασία αυτή αντέδρασαν οι Πομάκοι και ασκήθηκε κρατική τρομοκρατία από πλευράς της Ελλάδας για να τ’ αποδεχτούν. Στην ορεινή Ξάνθη μάλιστα έγιναν και επεισόδια. Τελικά, για ν’ αντιμετωπιστεί ο κομμουνιστικός-σλαβικός κίνδυνος, δεχτήκαμε να εκτουρκίσουμε Πομάκους και Αθίγγανους, πράγμα που εκμεταλλεύθηκε, όπως ήταν φυσικό η Τουρκία.
Τώρα όμως, που ο κομμουνιστικός-σλαβικός κίνδυνος εξέλειπε, υπάρχει λόγος να συνεχίσει η Ελλάδα τα ίδια λάθη -όπως το να διδάσκονται αυτοί οι άνθρωποι την τουρκική γλώσσα, αφού μέχρι σήμερα η μητρική τους είναι η πομακική;
2) Ο κ. Χριστοφής χαρακτηρίζει αναχρονιστική την προσέγγισή μου με βάση τη συνθήκη της Λοζάνης διότι λέγει ότι ο εθνικός διαχωρισμός βασίσθηκε στο θεσμό του μιλέτ το οποίο «στις απαρχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας υποδήλωνε θρησκευτική ομάδα και στη συνέχεια (!) εθνοθρησκευτική». Μα εμείς θα λέμε τέτοια; Φέρνει μάλιστα για παράδειγμα τους Καραμανλήδες αποδεικνύοντας (!) ότι, στη «σύγχρονη εποχή» το εθνικό στοιχείο υπερίσχυσε του θρησκευτικού άρα λέει «το να αναφερόμαστε στο θρησκευτικό στοιχείο επικαλούμενοι τη συνθήκη της Λοζάνης ανήκει στην προ-νεωτερική εποχή». Δηλαδή ο κ. Χριστοφής, επιχειρηματολογώντας με τέτοιους σαρκασμούς, καταδεικνύει την κακή(μόνον) εκδοχή ενός νέο-προοδευτικού;
Ειδικά για τους Καραμανλήδες της Καππαδοκίας που εκπροσωπώ (*), εμείς θυμόμαστε κ.Χριστοφή ότι δεν προκύψαμε από θρησκευτικότητα σε εθνική ομάδα. Θυμόμασταν στην Παράδοσή μας και τη φυλετική συγγένεια με το ελληνικό στοιχείο. Διασώσαμε αρχαίες Ιωνικές παρακαταθήκες αλλά και ενσωματώσαμε στην ίδια Παράδοση τη μετέπειτα μνήμη των ελληνικής προέλευσης μισθοφόρων του Μ. Αλεξάνδρου.
3) Ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα και τις έρευνες βάσει DNA, για τη γενετική καταγωγή των Ελλήνων.
Επειδή επιστήμονες και νέοι ερευνητές έσπευσαν να μου χορηγήσουν ενδιαφέροντα στοιχεία μεταξύ των οποίων και τα αποτελέσματα των ερευνών για τα γενετικά τεκμήρια του DNA των Ελλήνων, οφείλω ασφαλώς να γράψω γι’ αυτά σε επόμενα άρθρα. Μόνον για λόγους δεοντολογίας λοιπόν, περιορίζομαι στην παρούσα αναφορά προς τις αμφισβητήσεις του «απαντητή» διότι το ύφος του δεν μπορεί να χειραφετηθεί απ’ την ειρωνική νοοτροπία του και αντενδείκνυται για εξέλιξη διαλόγου.
4) Θεωρεί υπερβολική την αναφορά μου περί «βίαιου εκτουρκισμού των Πομάκων της Θράκης». Μα με τόσα δημοσιεύματα τι άλλη απόδειξη ζητάτε; Αν δεν θέλουμε να διαβάζουμε τις εφημερίδες της Θράκης που γράφουν τακτικά γι’αυτά, τότε ας αναφερθούμε στην Έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, για τα Ανθρώπινα Δικαιώµατα ανά τον κόσµο, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 25 Φεβρουαρίου. Καταγράφεται ξανά (όπως και πέρυσι) η πραγµατικότητα που αρνούνται οι τουρκόφρονες της περιοχής: «Μερικά µέλη της Ποµάκικης κοινότητας ισχυρίστηκαν ότι πιέζονταν από µέλη της τουρκόφωνης κοινότητας για να αρνηθούν την ύπαρξη ποµάκικης ταυτότητας ξέχωρης από την τουρκική. ΜΜΕ στη Θεσσαλονίκη ανέφεραν τον Οκτώβριο ότι δύο εκδότες της «Μιλέτ», τοπικής εφηµερίδας που τυπώνεται στην τουρκική, καταδικάστηκαν σε 12 µήνες φυλάκιση για διασπορά µίσους κατά της Ποµάκικης κοινότητας...».
Όσον αφορά στο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, η Τουρκία, ως αποτέλεσμα των τραγικών επιλογών του ελληνικού κράτους στο παρελθόν, έχει αποκτήσει επιρροή στους Πομάκους και τους Ρομά και ασκεί αποδεδειγμένα κρατική τρομοκρατία στη Θράκη, σε όσους έχουν το θάρρος να την καταγγείλουν.
Γιατί να μη δεχτούμε ως βάση το διεθνές δίκαιο δηλαδή; Γιατί να αδιαφορήσουμε αφήνοντας τους ανθρώπους να αποκτήσουν τουρκική συνείδηση, από τη στιγμή που ικανός αριθμός δημοσιευμάτων βγαίνουν στο φως και δείχνουν ότι αυτή γίνεται πότε με χρηματική εξαγορά και πότε με τρομοκρατία;
Είμαι πολίτης, κι όπως πολλοί πατριώτες πολίτες, νιώθουμε καθήκον να γνωρίζουμε και να μελετάμε τους θεσμούς. Είμαστε όμως μόνον αναγνώστες και μελετητές. Από εσάς που επιλέξατε -για όποια ιδεολογία κι αν το κάνατε- να δουλέψετε ένα διδακτορικό στην τουρκική Ιστορία, περιμένουμε να γίνετε ερευνητές, να αποκαλύψετε τα περιστατικά και να γράψετε ελληνικά βιβλία όπου να καταγράψετε όλα αυτά τα περιστατικά βίας που διαβάζουμε στις εφημερίδες και αφήνετε να ξεχνιούνται λ.χ. φοβισμένες καταγγελίες Πομάκων, αγνοούμενοι Κύπρου, υπεξαιρετές της Μακεδονίας. Δεν απαντώ με τη δική σας ειρωνεία αλλά σας παροτρύνω. Γίνετε ερευνητές και βοηθήστε το έργο των πολιτικών, και αυτούς, τους ανθρώπους, του τόπου σας.
(*) Η κ. Μ. Παπαδοπούλου είναι πρόεδρος της ελεγκτικής της Πανελλήνιας Ένωσης Καππαδοκικών Σωματείων