Για τα προβλήματα που – ελλείψει πόρων – αντιμετωπίζει τελευταία το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας (Λ.Ι.Μ.Λ.) έχουν προηγηθεί αρκετά δημοσιεύματα, και θα ακολουθήσουν σίγουρα κι άλλα, όσο το σημερινό αδιέξοδο παραμένει. Κι ενώ αναζητείται επειγόντως μια άμεση λύση, που θα προσφέρει νέα και ζωογόνο πνοή στο Μουσείο, η απουσία του είναι ιδιαίτερα αισθητή, καθώς έχει ανασταλεί, εκ των πραγμάτων, κάθε είδους έρευνα και δραστηριότητα του επιστημονικού προσωπικού του. Κι είναι αυτή η απουσία που γεμίζει αμηχανία όλους όσοι παρακολουθούν την τριανταπεντάχρονη πορεία του – μια μικροϊστορία από μόνη της.
Σ’ αυτό το ζήτημα θα σταθώ σε τούτο το σημείωμα. Γιατί, το Λ.Ι.Μ.Λ. δεν είναι, απλώς, ένα Λαογραφικό Μουσείο, από τα πολλά που συναντά κανείς σε κάθε του βήμα στην ελληνική επαρχία∙ μουσεία σημαντικά, αναμφίβολα, για τις τοπικές κοινωνίες, τα οποία όμως εξαντλούνται στη συλλογή και στην παρατακτική συνήθως έκθεση ποικίλων στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού. Το Λ.Ι.Μ.Λ. δεν είναι ένα, ακόμη, Λαογραφικό Μουσείο. Οι στόχοι, οι οποίοι διατυπώθηκαν με την ίδρυσή του, το 1974, ήταν η συγκρότηση ενός επιστημονικού φορέα για τη στέγαση συλλογών στοιχείων του νεότερου υλικού πολιτισμού, την τεκμηρίωση, ταξινόμηση και αξιολόγηση του υλικού αυτού, και, συνάμα, την προώθηση επιστημονικών ερευνών για τη διαφύλαξη και ανάδειξη της τοπικής ιστορίας και την ενδυνάμωση της πολιτισμικής ταυτότητας – των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της φυσιογνωμίας που ενέχει η πόλη και η περιοχή της.
Από την πρώτη κιόλας περίοδο της λειτουργίας του, και μέσα από το εντατικό ερευνητικό έργο, με την επιστημονική ευθύνη και το προσωπικό γούστο των πρωτεργατών του, της Λένας και του Γιώργου Γουργιώτη, άρχισε να διαμορφώνεται ένα πολυδιάστατο Μουσείο, μοναδικό για τα δεδομένα της επαρχίας, με μια μόνιμη συλλογή, με την οργάνωση πρωτότυπων εκθέσεων και με καλαίσθητες – συλλεκτικές πλέον – εκδόσεις, που «άνοιξαν» πραγματικά δρόμους, κατευθύνοντας την έρευνα σε νέα και άγνωστα πεδία.
Κι ενώ συνήθως, στην ελληνική πραγματικότητα, τέτοιες προσπάθειες αρχίζουν και σταματούν με τη ζωή και το έργο ενός ή δύο ανθρώπων, στην περίπτωση του Λ.Ι.Μ.Λ. ευτυχώς υπήρξε συνέχεια: μία δεύτερη γενιά Λαρισαίων επιστημόνων, πιστών στις ιδρυτικές αρχές και στους αρχικούς στόχους, ακολουθώντας την «κληρονομημένη» παράδοση των οραματιστών του, συνεχίζει να εργάζεται με τον ίδιο, ιερό ζήλο, με σύγχρονες αναζητήσεις και φρέσκια επιστημονική ματιά, με το συντονισμό της Λένας Γουργιώτη. Το όλο έργο αναπτύσσεται και ενισχύεται με την παράλληλη συστράτευση αρκετών επιστημόνων και συνεργατών, και, κατά καιρούς, με την εθελοντική συμμετοχή φοιτητών και σπουδαστών.
Αρκεί κανείς ν’ ανατρέξει στα εκδοθέντα Ενημερωτικά Δελτία του Μουσείου, για να παρακολουθήσει την ιδιαίτερα εντυπωσιακή πορεία και δράση του κατά την τελευταία εικοσαετία: οργάνωση επιστημονικών διαλέξεων, Ημερίδων και Συνεδρίων, που αποτέλεσαν σταθμούς στην έρευνα του θεσσαλικού πολιτισμού στη διαχρονικότητά του, συμμετοχή σε Συνέδρια και Εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, οργάνωση Περιοδικών Εκθέσεων με νέες ερμηνευτικές και μουσειολογικές προσεγγίσεις, ποικίλα και δυναμικά εκπαιδευτικά προγράμματα με βιωματικές αναγνώσεις του εποπτικού υλικού, πολυάριθμες και ποιοτικές εκδόσεις, συνεργασίες με τα μεγάλα μουσεία της χώρας, με πανεπιστημιακά και πολιτιστικά ιδρύματα, υποστήριξη στην εκπόνηση μεταπτυχιακών εργασιών, οργάνωση εργαστηρίων και πολλά άλλα. Όλα τούτα, από μόνα τους, αρκούν για ν’ αποκαλύψουν τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του Λ.Ι.Μ.Λ. ως Μουσείου και, ταυτόχρονα, Κέντρου Έρευνας του νεότερου θεσσαλικού πολιτισμού∙ συνακόλουθα, πιστοποιούν με τον πιο εύγλωττο τρόπο την κορυφαία και κεντρική θέση που κατέχει το Λ.Ι.Μ.Λ., έναντι άλλων, σε πανελλαδική κλίμακα, γεγονός το οποίο αναγνωρίζοντάς το η Πολιτεία, έχει εντάξει από χρόνια το Μουσείο στον εθνικό της σχεδιασμό. Πόσοι άραγε, διαβαίνοντας έξω από τον αρ. 74 της οδού Μανδηλαρά (την παλιά έδρα του Μουσείου), γνώριζαν ότι διέρχονται δίπλα από έναν πνευματικό οργανισμό με τέτοια δυναμική και εμβέλεια σε πολιτιστικό επίπεδο, με τόσο μεγάλο κοινωνικό και παιδευτικό ρόλο;
Για το Λ.Ι.Μ.Λ. διαγράφεται πλέον μία νέα σελίδα για την ανάπτυξή του, μετά τη μετεγκατάστασή του στο νέο, ιδιόκτητο κτίριο. Ένα όνειρο πολλών ετών έχει γίνει πραγματικότητα, πλουτίζοντας την πόλη μας∙ ένα όνειρο για το οποίο, το προσωπικό του Μουσείου κατέθεσε όλο τον κόπο του∙ άλλωστε, τίποτα δεν θα ήταν εφικτό, δίχως τη βαθιά αγάπη και την επίμονη εργασία όλων των ανθρώπων του, που ξεπέρασαν πραγματικά τα όριά τους. Το Λ.Ι.Μ.Λ. (όπως και το Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο, η Πινακοθήκη, η Βιβλιοθήκη, τα Γενικά Αρχεία του Νομού μας και άλλοι θεσμοί) συνθέτει όψεις του πολιτισμικού τοπίου της πόλης της Λάρισας, και, σε πείσμα των καιρών, είναι ανάγκη να ενισχυθεί. Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι ένα τέτοιο πνευματικό κέντρο, το οποίο – τολμούμε να πούμε – πολλοί θα επιθυμούσαν στον τόπο τους, η πόλη μας το έχει ήδη έτοιμο από καιρό. Ας στηρίξουμε, λοιπόν, γενναιόδωρα, ηθικά και οικονομικά, το πρόγραμμα της πλήρους επανέκθεσης και λειτουργίας του, που θα το βοηθήσει ν’ αναπτυχθεί και να εξελιχθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής. Το οφείλουμε άλλωστε ως πολίτες της Λάρισας, για όλα όσα – ανεκτίμητα – μας έχει προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια.