«Θα σκοτωθούν, ο ένας θα βγάλει τα άπλυτα του άλλου, αλλά δεν πρόκειται να δικαστεί κανείς, κανείς δεν πρόκειται να παραπεμφθεί. Ο ένας κρατάει τον άλλο».
Αυτά είπε η Αλέκα Παπαρήγα για τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχε απόλυτο δίκαιο. Και δεν χρειάζεται να είναι πολιτικός νους κανείς για να το καταλάβει αυτό. Και «νους» σκέτος να είναι, παρατηρητής ψύχραιμος των πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα και της διαδικασίας εναλλαγής των δύο μεγάλων κομμάτων στην εξουσία, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί τη σχέση αλληλοεξάρτησης που αθέλητα ίσως ίσως και όχι, έχει αναπτυχθεί μεταξύ των δύο.
Όταν η Νέα Δημοκρατία ήταν στην αντιπολίτευση - παρατεταμένη μάλιστα πλην του διαλείμματος των τριών χρόνων στις αρχές της δεκαετίας του ’90 - κατήγγειλε το ΠΑΣΟΚ για σκάνδαλα. Το ΠΑΣΟΚ «αμυνόμενο» τότε και υπεραμυνόμενο των όποιων πολιτικών του, προσπαθούσε να υποβαθμίσει ή να... θάψει τα πράγματα και να αντιμετωπίσει εκ των ενόντων τις καταστάσεις, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία όσο και όπως μπορούσε.
Κάποια στιγμή τελείωσε το «όσο» και το «όπως» και ήρθε η σειρά της Νέας Δημοκρατίας να ανέβει στην εξουσία. Και βέβαια η σειρά του ΠΑΣΟΚ να την καταγγείλει για σκάνδαλα και να έχει αναγάγει τη σκανδαλολογία σε κυρίαρχη πολιτική του. Φυσικά ούτε το ένα κόμμα ούτε το άλλο θα μπορούσαν να... κολυμπάνε στα ταραγμένα νερά της σκανδαλολογίας, αν δεν υπήρχαν σκάνδαλα.
Αλλά, το θέμα απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι εκεί «πες μας το δικό σου σκάνδαλο να σου πω το δικό μου» ή «κρύψε το δικό μου σκάνδαλο να κρύψω το δικό σου». Το θέμα είναι, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε και η γενική γραμματέας του ΚΚΕ, ότι πολλά από τα σκάνδαλα είναι... συνεχιζόμενα, από κυβέρνηση σε κυβέρνηση και από κόμμα σε κόμμα, άλλα είναι... ανταποδοτικού χαρακτήρα και όλα μαζί έχουν δημιουργήσει μια σχέση αλληλοεξάρτησης μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων που ενίοτε θα χαρακτηρίζονταν και τραγελαφική. Γιατί ο κάθε σκεπτόμενος πολίτης που βρίσκεται θεατής σε αυτό το έργο της αλληλοεκτόξευσης κατηγοριών, η οποία τελικά ποντάρει στην αδύναμη μνήμη του και στη μειωμένη αντίληψή του, δεν μπορεί παρά να δει μια «γραφικότητα» στο όλο σκηνικό και την όλη διαδικασία. Οπου βεβαίως είτε επί ΠΑΣΟΚ είτε επί Νέας Δημοκρατίας κανείς δεν τιμωρείται
Οι τιμητές της... τιμιότητάς μας ως λαού, έθνους, κράτους και όλα τα συναφή, εξαντλούνται στα λόγια και σε διάφορα πολιτικά ή μικροπολιτικά τρικ, τα οποία εντέλει στόχο έχουν τη λήθη.
Φυσικά είναι εύκολο για τα μικρότερα κόμματα που δεν έχουν ασκήσει εξουσία και που δεν ξέρουμε αν θα την ασκήσουν και πότε με το δικομματικό σύστημα που ακόμη ευημερεί εν Ελλάδι, να κρίνουν εξ αποστάσεως -αποστάσεως ασφαλείας δε - τα αλλότρια.
Διότι γνωρίζουν ότι είναι λίγες οι πιθανότητες να κριθούν για κυβερνητικές επιλογές και παραπάτημα. Όταν επί παραδείγματι το ΚΚΕ λέει ότι το επίδομα ανεργίας θα πρέπει να είναι 1.120 ευρώ αν θυμάμαι καλά, αίφνης αποκτούμε όλοι μια ακατανίκητη διάθεση να πάμε να γραφούμε στο ταμείο ανεργίας. Και οι της γενιάς των 700 ευρώ και οι των άλλων γενεών όπου τα 1.120 ευρώ ή τα 1.200 ευρώ είναι ο μισθός. Αν γινόταν κάνα θαύμα θα έφθανε στα 1.120 ευρώ το επίδομα ανεργίας όλοι άνεργοι θα θέλαμε να είμαστε. Και επειδή το ΚΚΕ γνωρίζει ότι δεν... κινδυνεύει να γίνει κυβέρνηση και να του ζητάνε μετά τα 1.120 ευρώ τι πληρώνει; Τη φόδρα ή τα ραφτικά;
Από ’κεί και πέρα, όμως, επισημάνσεις όπως η προαναφερόμενη που έκανε η κ. Παπαρήγα από τη θέση του πολιτικού, αλλά και του παρατηρητή, είναι χρήσιμο να ακούγονται έτσι για να θυμούνται ορισμένοι και να αντιλαμβάνονται ορισμένοι άλλοι ότι και οι πολίτες αντιλαμβάνονται επίσης.
Είπε και κάτι άλλο η Αλέκα Παπαρήγα ότι «όλοι έγιναν οικολόγοι». «Εμείς δεν θεωρούμε την οικολογία ή τον φεμινισμό μια μόδα, ένα αξεσουάρ που το φοράς όπως το μαντήλι για να πεις ότι εγώ τώρα είμαι ανανεωτής. Η οικολογία ούτε δείχνει ότι είσαι ανανεωτής ούτε δείχνει ότι είσαι οικολογικός. Δεν λέει τίποτα. Τώρα οικολόγοι είναι όλοι».
Πολύ σωστά! Και όλοι βέβαια συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚΕ προσπαθούν να... αρπάξουν και καμιά οικολογική ψήφο για την Κυριακή.
Γιατί ναι μεν αλλά ατυχώς η «οικολογία» έγινε και «μόδα» και ποιος στην εποχή μας αντέχει να είναι ντεμοντέ;.. Εκτός ίσως της Αλέκας.