Του Θωμά Παπαλιάγκα, δικηγόρου, νομαρχιακού συμβούλου της «Συμφωνίας Ευθύνης»
Τον τελευταίο καιρό πολύς λόγος γίνεται για την περιώνυμη παγκόσμια οικονομική κρίση. Σε παγκόσμιο επίπεδο γίνεται μεγάλη πολιτική και ιδεολογική συζήτηση για τα αίτια και τις λύσεις.
Αντίθετα, στο εσωτερικό της δικής μας χώρας η συζήτηση δεν φαίνεται να έχει εισέλθει καθόλου στην ουσία. Η κυβέρνηση βουλιάζει στα σκάνδαλα και δεν έχει τη νομιμοποίηση να αλλάξει την ατζέντα, διότι δεν υπάρχει τομέας στον οποίο να μπορεί να παρουσιάσει ένα απτό αποτέλεσμα. Ούτε όμως από την αντιπολίτευση έχει προταθεί ακόμη ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο, πλην όμως γίνεται προσπάθεια και συζήτηση, οι οποίες έχουν καταλήξει σε ένα πλέγμα προτάσεων που αφορούν σε αρκετούς τομείς.
Η κρίση στη χώρα μας όμως δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι πολυεπίπεδη: κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική και, ως απόρροια αυτών, οικονομική.
Είναι κρίση που άπτεται της δομής της κοινωνίας, καθώς το 30% των Ελλήνων είναι δημόσιοι υπάλληλοι και, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, το 70% των Ελλήνων ζει από δραστηριότητες που σχετίζονται με το δημόσιο. Η μεγάλη κοινωνική ομαλότητα που επέφερε η διόγκωση της μέσης τάξης στη χώρα μας κατά τη δεκαετία του 1980 κινδυνεύει σοβαρότατα από την παντελή απουσία ευκαιριών και θέσεων εργασίας. Δυστυχώς, έχουμε φτάσει στο σημείο όνειρο των περισσότερων νέων να είναι να διοριστούν στο δημόσιο. Οι περισσότεροι σημερινοί δεκαοκτάρηδες έχουν ως πρώτη τους επιλογή να εισαχθούν σε στρατιωτικές σχολές! Η κοινωνία μας έχει καταστεί νεκροταφείο φιλοδοξιών των νέων της...
Η νοοτροπία μεγάλου μέρους των πολιτών και η σύμπραξη σε αυτή του πολιτικού συστήματος διατηρεί μία στρεβλή αντίληψη για την πολιτική και κυβερνητική λειτουργία. Με τη θεσμοθέτηση του ΑΣΕΠ εφευρέθηκαν οι θέσεις των συμβασιούχων ως κερκόπορτα για να παρακαμφθεί η διαδικασία αδιάβλητης επιλογής προσωπικού στο δημόσιο. Το ακόμη μεγαλύτερο έγκλημα συντελέστηκε με τη θεσμοθέτηση στης συνέντευξης για τα παιδιά με τις γαλάζιες γραβάτες. Η ευθύνη γι' αυτό βαρύνει τους πολιτικούς όμως και τους πολίτες, οι οποίοι αναζητούν το βόλεμα. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να μιλήσουμε για την ατομική ευθύνη του πολίτη. Αν δεν υπήρχαν πολιτικοί που υπόσχονταν ρουσφέτια, θα υπήρχε αξιοκρατία. Αντίστροφα όμως, αν δεν υπήρχαν πολίτες που να ζητούν από τους πολιτικούς ρουσφέτια, θα περιθωριοποιούνταν οι πολιτικοί που εκλέγονται χάρη στα ρουσφέτια. Ο πολίτης έχει ως όπλο την ψήφο του και γι' αυτό συχνά κάθε κοινωνία έχει την ηγεσία που της αξίζει.
Ο συνολικά καταστροφικός απολογισμός του έργου της κυβέρνησης γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί ως απλώς επικοινωνιακή αδυναμία. Στη σχολή Ρουσόπουλου, την οποία τιμούν και οι επίγονοί της, η προπαγάνδα συγχέεται με την πολιτική, καθώς κύριο κριτήριο λήψης πολιτικών αποφάσεων είναι όχι οι πραγματικές τους συνέπειες αλλά το πώς θα περάσουν επικοινωνιακά. Η ανυπαρξία στρατηγικής παρουσιάζεται ως ευελιξία, η καταστροφική ακινησία ως φιλολαϊκή πολιτική. Ζώντας όμως αυτή την αποθέωση της επικοινωνίας, ο κοινός νους δεν μπορεί να αντιληφθεί ποια επικοινωνιακή πολιτική θα μπορούσε εις το διηνεκές να παρουσιάζει το τίποτα ως έργο...
Ο πολίτης παρατηρεί αμήχανος μεγάλες θεσμικές εκτροπές όπως η καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων εκ μέρους της κυβέρνησης (όπως λ.χ. η αιφνιδιαστική λήξη των εργασιών της Βουλής με συνέπεια την παραγραφή ποινικών ευθυνών, λευκές ψήφοι για την παραπομπή Παυλίδη που σημαίνουν αρνησιδικία, αποχωρήσεις από ψηφοφορίες για προανακριτικές και εξεταστικές επιτροπές) αλλά και η ωμή προσβολή των θεσμών δια της εισπήδησης σε αρμοδιότητες άλλων (ανεπίτρεπτες επεμβάσεις στη δικαιοσύνη, επανειλημμένη κατάχρηση εξουσίας του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ.ά).
Η κρίση σήμερα είναι τόσο βαθιά ώστε σχεδόν κανένας πολίτης δεν πείθεται ότι μπορεί να γίνει κάτι καλύτερο. Και δεν μπορεί να ξεπεραστεί χωρίς βαθιά και απροκατάληπτη συζήτηση. Πώς να μην υπάρχει εξάρτηση των πολιτικών από συμφέροντα όταν η προεκλογική εκστρατεία κάθε υποψήφιου βουλευτή στη Β' Αθηνών στοιχίζει περίπου 1,5 εκατομμύριο ευρώ; Πώς να μην ψάχνουν οι νέοι απεγνωσμένα μία σύμβαση στο δημόσιο όταν δεν υπάρχουν ευκαιρίες εργασίας; Πολλά τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα πρέπει να τεθούν στη συζήτηση αυτή, η οποία είναι βαθύτατα θεσμική και ιδεολογική. Η οποία δυστυχώς σήμερα διεξάγεται αποσπασματικά και μόνο με επικοινωνιακούς όρους και χωρίς καμία ειλικρίνεια και ουσία. Ας είναι η παγκόσμια – και η εγχώρια – κρίση η αφορμή να αρχίσει επιτέλους ουσιαστικά αυτή η συζήτηση.