Κάθε φορά και ενόψει της διεξαγωγής των εκλογών, αναμένεται με εύλογο ενδιαφέρον κυρίως από τούς εργαζόμενους στο χώρο της Δικαιοσύνης, δικαστικούς λειτουργούς, δικηγόρους, δικαστικούς υπαλλήλους, η ανακοίνωση από τον Άρειο Πάγο του διορισμού των δικαστικών αντιπροσώπων. Για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς το ζήτημα έχει αναχθεί σε μείζον, αφού έχει και οικονομική διάσταση. Σε εποχή πανθομολογούμενης οικονομικής κρίσης δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Μάλιστα όταν αφορά σε έναν κλάδο ο οποίος ήταν ήδη σε κρίση, πολύ πριν αναδειχθεί η γενικευμένη σημερινή διεθνής και εγχώρια, εξαιτίας του υπερπληθωρισμού ο οποίος αποτελεί και το πιο καίριο πρόβλημά του. Μοιραία λοιπόν η προβλεπόμενη κάθε φορά αποζημίωση, επιδρά στη σκέψη του ενδιαφερομένου να διοριστεί δικαστικός αντιπρόσωπος δικηγόρου (και ιδιαίτερα του νέου δικηγόρου για τον οποίο οι δυσκολίες πορισμού εισοδήματος από το επάγγελμα είναι κατά πολύ μεγαλύτερες). Επομένως, και αυτό αφορά σε όλους τους εμπλεκόμενους στη διεκπεραίωση της εκλογικής διαδικασίας, η οικονομική διάσταση είναι υπαρκτή και η μη αναγνώριση αυτής της παραμέτρου συνιστά υποκρισία και φαρισαϊσμό.
Ενόψει της πραγματικότητας αυτής, θα ανέμενε κανείς ένα σύστημα διορισμού δικαστικών αντιπροσώπων, το οποίο και με βάση την πρόβλεψη του νόμου θα ήταν και θα έπειθε ότι είναι δίκαιο. Απεναντίας, η μόλις προ ολίγων ημερών ανακοίνωση από τον Άρειο Πάγο του διορισμού των δικαστικών αντιπροσώπων, προκάλεσε εντονότερες αυτή τη φορά όσο και εύλογες διαμαρτυρίες από μέρους των κυρίως θιγομένων, δηλαδή των δικηγόρων και ειδικά των νέων. Είναι αξιοσημείωτο ότι από τους άλλους εμπλεκόμενους, μετά την ανακοίνωση των διορισμών, δεν ακούγεται διαμαρτυρία και αυτό αποτελεί απόδειξη περί της άνισης μεταχείρισης που γίνεται στους δικηγόρους. Το εύλογο των διαμαρτυριών των δικηγόρων καθίσταται σαφέστερο με την παράθεση των αριθμών. Από το Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας ενδιαφέρθηκαν να διοριστούν δικαστικοί αντιπρόσωποι 705 συνάδελφοι, από τους οποίους διορίστηκαν 367 πλέον 15 ασκουμένων. Δηλαδή οι μισοί περίπου δεν διορίστηκαν. Ανάμεσα σε αυτούς κάποιοι και όχι λίγοι και μάλιστα νέοι επαγγελματίες, οι οποίοι για δεύτερη και τρίτη συνεχή φορά δεν διορίζονται. Η απαξίωση και το έντονο αίσθημα αδικίας που αισθάνεται ο ουσιαστικά αποκλεισθείς είναι προφανέστατο. Κανείς και δικαιολογημένα δεν μπορεί να τον πείσει ότι το σύστημα λειτουργεί δίκαια. Αν υποθέσουμε ότι δεν πρόκειται να αλλάξει, τότε μπορεί κάποιος να διορίζεται κάθε φορά και κάποιος να αποκλείεται εξαιτίας τύχης ή ατυχίας αντίστοιχα. Από την άλλη πλευρά είναι βέβαιον ότι η αναλογία των διοριστέων δικαστικών υπαλλήλων προσδιορίζεται αυθαίρετα και νομικά ανεπηρέαστα σε ποσοστό τέτοιο ώστε τούς καλύπτει απόλυτα. Η μη διατύπωση διαμαρτυριών μετά την κάθε φορά ανακοίνωση διορισμών επιβεβαιώνει απολύτως του λόγου το αληθές. Είναι λοιπόν προφανές, ότι το υπάρχον σύστημα διορισμού δικαστικών αντιπροσώπων λειτουργεί άδικα και σε βάρος των δικηγόρων. Μάλιστα αυτό γίνεται παρά τα όσα προβλέπονται στο νόμο στον οποίο καθιερώνεται η μετά τους δικαστές προτεραιότητα των δικηγόρων στο θέμα του διορισμού των δικαστικών αντιπροσώπων.
Σε κάθε περίπτωση, όπως συμβαίνει με όλα τα προβλήματα τα οποία απαιτούν λύση, πρέπει και αυτό πλέον να τεθεί αποφασιστικά προς συζήτηση στο Δ.Σ του συλλόγου μας. Νηφάλια και όχι εν θερμώ. Καλώς ή κακώς αναδεικνύεται σε σοβαρό συνδικαλιστικό αίτημα. Δεν λύνεται ούτε με ευχές, ούτε με αόριστες υποσχέσεις κάθε φορά, ούτε με επίκληση της τύχης ώστε να έχουμε ευμενέστερη αντιμετώπιση από την ίδια παρά μόνον, με υποβολή πρότασης που θα λαμβάνει υπόψη της το νόμο αλλά και τη διαμορφωμένη πραγματικότητα. Με λήψη συλλογικής απόφασης η οποία ευπρόσωπα να τεθεί στα όργανα της πανελλήνιας έκφρασης του κλάδου και μέσα από τη διαδικασία ουσιαστικής ανταλλαγής προτάσεων και απόψεων να συνεισφέρει σε μια δίκαιη και σύμφωνη με το νόμο επίλυση του ζητήματος.
* Ο Δημήτρης Κατσαρός είναι αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας και επικεφαλής της «ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ»