Η ένδοξη Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς είναι, κατά τον Απόστολο Παύλο, ένα από τα κεφαλαιώδη μυστήρια της πίστης μας, εφόσον βεβαιώνει θεόπνευστα ότι «Μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον Θεός εφανερώθη εν σαρκί, ... ανελήφθη εν δόξη» (1 Τιμ. 3, 16). Αν θελήσει δε κανείς να προσεγγίσει με πίστη στο μυστήριο αυτό, θα διδαχθεί ασφαλώς πολλά από τα υπέρ νουν και λόγον μυστήρια της πίστης και θα συναναληφθεί πνευματικά μαζί με τον Κύριο στους ουρανούς της θείας ζωής και βασιλείας, εορτάζοντας στο εξής θεοπρεπώς την «πάνδημον» Ανάληψη του Κυρίου. Για το λόγο δε αυτό, θα παρουσιάσουμε πιο κάτω κάποια από τα όσα έγιναν και ειπώθηκαν κατά την Ανάληψη του Κυρίου, δηλαδή τα εξής:
α) Η πορεία προς το όρος των Ελαιών
Είχε τελειώσει ο Κύριος κάθε διδασκαλία Του, διαβεβαιώνοντας τους Μαθητές Του ότι θα ήταν μαζί τους «έως της συντελείας των αιώνων» (Ματθ. 28, 20), όταν τον πλησίασαν κάποιοι από αυτούς και τον ρώτησαν: «Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις τη βασιλεία του Ισραήλ;» (Πρ. 1, 6). Κύριε, δηλαδή, θέλουμε να μας φανερώσεις, αν στα χρόνια τα δικά μας θα γίνει η Β’ Παρουσία Σου στη γη; Ο Κύριος, όμως, δεν θέλησε να αποκαλύψει στους Μαθητές το χρόνο της Β’ Παρουσίας Του, γιατί προφανώς δεν έπρεπε να τον γνωρίζουν, λέγοντας: «Ουχ υμών εστί γνώναι χρόνους ή καιρούς, ους ο Πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία, αλλά λήψεσθε δύναμιν, επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης» (Πρ. 1, 7-8). Δεν είναι, δηλαδή, επιτρεπτό σε σας το να γνωρίζετε τους ακριβείς χρόνους και τους ορισμένους καιρούς που γνωρίζει μονάχα ο Θεός. Σας βεβαιώνω, όμως, ότι μετά την Ανάληψή μου στους ουρανούς, θα λάβετε όλοι τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και με τη δύναμη αυτή θα γίνετε μάρτυρες της Ανάστασής μου, όχι μονάχα στην πόλη των Ιεροσολύμων, αλλά και σ’ ολόκληρη την Ιουδαία και τη Σαμάρεια, φθάνοντας και στα πέρατα της γης.
Ύστερα από τα πιο πάνω λόγια, ο Κύριος βγήκε από την κατοικία εκείνη (το γνωστό υπερώο του Ευγγελιστού Μάρκου) και πήρε μαζί με 500 περίπου Μαθητές και Μαθήτριες το δρόμο προς τη Βηθανία.
Από τα πιο πάνω φαίνεται, κατά τον Π. Τρεμπέλα, ότι «Το πρώτον έργον των Αποστόλων ήτο, το να είναι μάρτυρες του Χριστού και το ειδικότερον θέμα της μαρτυρίας των ήτο η ανάστασις του Χριστού» (Υπ. εις τας Πράξεις, α, 8, Αθήναι 1955, σ. 57). Και τούτο γιατί, κατά τον Απόστολο Παύλο, αποδεικνύεται περίτρανα ότι ήταν «Υιός Θεού εξ αναστάσεως» (Ρωμ. 1, 4).
β) Η Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς
Καθώς, όμως, ο Κύριος συζητούσε φιλικά με τους Μαθητές Του, έφθασαν σε λίγο στην πιο ψηλή κορυφή του όρους των Ελαιών, που απείχε «Σαββάτου οδόν», όπου στάθηκαν, ενώ ο Κύριος αγκάλιασε όλους εκείνους τους Μαθητές με το βλέμμα της αγάπης Του και για τελευταία φορά στον κόσμο αυτό τους ευλόγησε και με το χέρι Του. Την ίδια δε στιγμή της ευλογίας εκείνης ένα σύννεφο θεϊκό, που είχε κατεβεί από τον ουρανό, παρέλαβε σαν άρμα τον Κύριο και άρχισε να Τον ανεβάζει «εν δόξη» (Α’ Τιμ. 3, 16) προς τον ουρανό. «Ανεφέρετο, σημειώνει χαρακτηριστικά για την Ανάληψη ο Κ. Καλλίνικος, βραδέως και μεγαλοπρεπώς, ως πλοίον ανελκύσαν την άγκυραν και μικρόν κατά μικρόν χανόμενον εις τον ορίζοντα» (Τα θεμέλια της πίστεως, Αθήναι 1958, σ. 188).
Την Ανάληψη δε αυτή του Κυρίου παρουσίαζαν παραστατικά κατά το Μεσαίωνα στη Δύση, κατασκευάζοντας ένα ομοίωμα του Χριστού, που έσυραν με ένα σχοινί σιγά - σιγά προς την οροφή του ναού, όπου εξαφανιζόταν σε κάποιο αόρατο στους πολλούς άνοιγμα (ΘΗΕ 2, 509). Το βέβαιο, πάντως, ήταν ένα, το ότι δηλαδή οι Μαθητές βεβαιώθηκαν «διά της ευλογίας» ότι ο Χριστός ήταν «ο Υιός του Θεού, ο Λυτρωτής του κόσμου». Και τούτο γιατί, κατά την Αγία Γραφή, ο Θεός «κάθηται επί νεφέλης κούφης» (Ησ. 19, 1). «Νεφέλη γαρ και γνόφος, κατά ψαλμωδό κύκλω Αυτού» (Ψαλμ. 96, 2).
Μια τέτοια βεβαιότητα για τη θεία φύση του Κυρίου πρέπει να υπάρχει ασφαλώς και στις καρδιές όλων των Χριστιανών, ώστε να ομολογούμε μαζί με τον Απόστολο Παύλο ότι «Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός» (Φιλ. 2, 11).
γ) Η εμφάνιση δύο Αγγέλων
Ενώ, όμως, οι Μαθητές του Κυρίου εκείνοι εξακολουθούσαν να κοιτάζουν προς τον ουρανό, μη μπορώντας να πιστέψουν ότι δεν θα ξανάβλεπαν τον Κύριο, παρουσιάστηκαν ξαφνικά δύο Άγγελοι, ντυμένοι στα λευκά, και είπαν: «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; Ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ’ υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν» (Πρ. 1, 11. Βλ. και Ματθ. 25, 31, Α’ Θεσ. 4, 16, Αποκ. 1, 7). Άνθρωποι, δηλαδή, που οι πιο πολλοί κατάγεσθε από τη Γαλιλαία, γιατί σταθήκατε εδώ, κοιτάζοντας προς τον ουρανό; Σας βεβαιώνουμε ότι αυτός ο ίδιος ο Ιησούς, που αναλήφθηκε κατά τον τρόπο που είδατε στον ουρανό, θα έλθει μια ημέρα και πάλι κατά τρόπο μεγαλειώδη και ένδοξο, κατεβαίνοντας από τον ουρανό. Με τον τρόπο δε αυτό ο Χριστός, κατά τον Απόστολο Παύλο, «Ανέβη υπεράνω των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφεσ. 4, 10), «Και ημάς... συνήγειρε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις» (Εφ. 2, 5 - 6), «ίνα ενδείξηται εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος Αυτού» (Εφ. 2, 7). Ανέβηκε, δηλαδή, ο Χριστός στους ουρανούς, σύροντας πίσω Του και το «φύραμα» που ζυμώνεται μαζί Του «εις την οικειότητα της Τριαδικής ζωής» (ΘΗΕ 2, 504).
δ) Η επιστροφή των Μαθητών στα Ιεροσόλυμα μετά χαράς μεγάλης
Ύστερα από τα πιο πάνω λόγια, οι Άγγελοι εκείνοι εξαφανίστηκαν, ενώ όλοι οι Μαθητές προσκύνησαν τον Κύριο, που είχε αναληφθεί στους ουρανούς και ξαναγύρισαν στα Ιεροσόλυμα «μετά χαράς μεγάλης» (Λουκ. 24, 52). Γύρισαν, δηλαδή, στα Ιεροσόλυμα, όπου έσπευδαν «διά παντός εν των ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν» (Λουκά 24, 53) και αναμένοντες «δύναμιν εξ ύψους» (Λουκά 24, 49). Ταυτόχρονα, όμως, χαίρονταν εξαιτίας της ευλογίας που είχαν από τον Χριστό, αλλά και «διά την ελπίδα της ειρημένης επαγγελίας» (Βλ. Π. Τρεμπέλα, Υπ. εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Αθήνα 1972, σ. 681). Αυτή δε τη χαρά ζητεί ο υμνογράφος της Εκκλησίας για όλους τους Χριστιανούς, λέγοντας:
«Ο τους Μαθητάς και την τεκούσαν Σε Θεοτόκον χαράς απλήστου πλήσας εν τη ση Αναλήψει, και ημάς αξίωσον των εκλεκτών Σου της χαράς ευχαίς αυτών, διά το μέγα Σου έλεος».
Ύστερα από τα πιο πάνω, όλοι οι Χριστιανοί, κατά τον Απόστολο Παύλο, πρέπει να προσερχόμαστε «μετά παρρησίας τω θρόνω της Χάριτος», γιατί έχουμε «Αρχιερέα μέγαν, διεληλυθότα τους ουρανούς» (Εβρ. 4, 14-16). Ο Χριστός, δηλαδή, είναι ο Αρχηγός και η αόρατη κεφαλή της Εκκλησίας. Και όπου είναι η κεφαλή, πρέπει να είναι και το σώμα. Όπως, δηλαδή, ένας κολυμβητής, λέγει ο Κ. Καλλίνικος, έχει το σώμα βυθισμένον κάτω από τα κύματα της θάλασσας, αλλά το κεφάλι του έξω από το νερό, έτσι και εδώ. «Το σώμα της Εκκλησίας κυματοπαλαίει, πεφυλακισμένον υπό την ρευστήν των εγκοσμίων φύσιν, αλλ’ ο Χριστός, η κεφαλή του, είναι άνω, έξω των γηίνων κυμάτων, άλλην ατμόσφαιραν αναπνέων και τούτο προς το καλόν ημών» (Τα θεμέλια της πίστεως, 188 - 189). Σ’ αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα ας παρακαλούμε τον Χριστό να οδηγήσει και μας, σαν μέλη του μυστικού Σώματός Του, με την ενίσχυση της Χάρης του Αγίου Πνεύματος, λέγοντας «Μη χωρισθής ημών, ο Ποιμήν ο καλός, αλλά πέμψον ημίν το Πνεύμα Σου το πανάγιον, το οδηγούν και στηρίζον τας ψυχάς ημών».