Δίπλα στη συνοικία του Αγίου Νικολάου και στη δυτική πλευρά της, υπήρχε τα παλιά εκείνα χρόνια η μικρή συνοικία που έφερε το όνομα «Φάληρον», για την οποία οι χρονικογράφοι της εποχής σημείωναν ότι υπήρχε ακόμα και κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, προσθέτοντας ότι αυτή ήταν γεμάτη με μπαξέδες (περιβόλια), από τους οποίους η αγορά της πόλης προμηθεύονταν τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα.
Η συνοικία αυτή, που στο πέρασμα των αιώνων έχασε το όνομά της και σήμερα υπάγεται στη συνοικία του Αγίου Νικολάου, διατηρήθηκε και κατά το 1881, που απελευθερώθηκε η Λάρισα, μέχρι και το πρώτο τέταρτο του αιώνα που μας πέρασε και άρχισε να μεγαλώνει και να ομορφαίνει μετά το 1884, όταν στη Λάρισα κτίστηκαν στο πίσω μέρος της συνοικίας οι στρατώνες, γιατί άρχισε μεγάλη ζήτηση σπιτιών για να στεγαστούν οι οικογένειες των αξιωματικών του στρατού. Βλέπετε ότι τα χρόνια εκείνα οι αξιωματικοί νοίκιαζαν σπίτια στην πόλη και δεν κάθονταν όπως σήμερα σε σπίτια μέσα στους στρατώνες του Ιππικού και κατόπιν Πεζικού της πόλης.
Τα όρια της συνοικίας Φαλήρου κάλυπταν την περιοχή από το ανάχωμα - χαντάκι που υπήρχε τότε πίσω από το Γυμναστήριο (σήμερα 4ο Λύκειο και Δημοτικά Σχολεία) και οδών Καραθάνου, Κουμουνδούρου, Ανθίμου Γαζή. Όπου δε σήμερα το άλλο Λύκειο, Γυμνάσιο και το 4ο Δημοτικό Σχολείο ήταν ανοιχτός χέρσος τόπος, όπου πολλές φορές τα μονόκαρα της εποχής άδειαζαν τα χώματα από τα θεμέλια σπιτιών που κτίζονταν στην πόλη, αλλά και σκουπίδια και όταν μεγάλωναν τα χόρτα και τα γομαράγκαθα τρόμαζες να περάσεις από τα μονοπάτια του και ιδίως τις νυχτερινές ώρες μέσα σε θεοσκόταδο. Όμως ο χώρος αυτός ήταν προσιτός και κατάλληλος για τους συχνούς πετροπόλεμους που γίνονταν μεταξύ των πιτσιρικάδων των συνοικιών Φαλήρου, Αγίου Νικολάου, που ως συνοικιώτης Φαλήρου (το σπίτι μου τότε ήταν στη γωνία Κουμουνδούρου, Τζαβέλλα, στο μεταίχμιο δηλαδή της συνοικίας Φαλήρου και της εβραϊκής), συμμετείχα και εγώ και δυο-τρεις φορές, απ’ ό,τι θυμάμαι, μικροτραυματίστηκα με συνέπεια την ξυλοφόρτωση, τη δικαιολογημένη, του πατέρα μου του συγχωρεμένου.
Στη μικρή υπόλοιπη έκταση, όπου σήμερα κτίζεται το καινούριο θέατρο της πόλης, από τις αρχές του αιώνα που μας πέρασε, σε κτίρια που ανηγέρθηκαν εκεί στεγάστηκαν το εργοστάσιο και τα γραφεία του ΟΥΗΛ (Οργανισμός Υδρεύσεως, Ηλεκτροφωτισμού Λαρίσης), όπως και τα Δημοτικά Λουτρά, όπως τα έλεγαν τότε, την εκμετάλλευση των οποίων είχε όμως ο ΟΥΗΛ, σύμβουλος του οποίου επί έτη διετέλεσα και εγώ. Το απέναντι άλλωστε τετράγωνο μεταξύ των οδών Κουμουνδούρου - Αθανασίου Διάκου εγώ το πρόλαβα να σπέρνεται σιτάρι!
Για την ονομασία της συνοικίας «Φάληρον» έγιναν έρευνες χωρίς αποτέλεσμα και εγώ που προσπάθησα, πέρα από κάποιες διαφημίσεις του εξοχικού κέντρου «Φάληρον», που βρήκα σε διάφορες παλιές εφημερίδες, τίποτε άλλο. Η πιο παλιά διαφήμισή της 11-6-1911 έγραφε: «Ο μικροσκοπικός Αναστάσιος Πράσας, επί έτη εργασθείς εις διάφορα της πόλεώς μας καφενεία, ίδρυσεν από χθες Νέον Καφενείον το «Φάληρον», κείμενον κατά την ομώνυμον συνοικίαν και εις το τέλος της οδού Ηπείρου (Στρατώνος). Το συνιστώμεν εκθύμως εις όλους».
Όπως αναφέρει ο μακαρίτης δημοσιογράφος Κων. Περραιβός, ο δήμαρχος Στέλιος Αστεριάδης, ο οποίος διετέλεσε δήμαρχος από 1934-1936 και 1940-1950, του έλεγε ότι, όπως είχε ακούσει από γέρους ένας Αθηναίος που ήλθε στη Λάρισα μετά την απελευθέρωση (1881), άνοιξε ένα κέντρο κοντά στους λαχανότοπους της οδού Ηπείρου με τον τίτλο «Φάληρον». Επίσης ότι από έναν πρόλογο παλιού βιβλίου ο Λαρισαίος Ι. Οικονόμου είχε διαβάσει τότε ότι η συνοικία Φαλήρου και κατά την τουρκοκρατία και μετά την απελευθέρωση ήταν κιρκεζομαχαλάς, δηλαδή μαχαλάς Κιρκασίων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν δίπλα στον Αρναούτ Μαχαλά για να είναι κοντά με τους Αρβανίτηδες.
Προσωπικά τη συνοικία αυτή την γνώρισα πολύ καλά από το τέλος περίπου του πρώτου τετάρτου του περασμένου αιώνα μας, αφού εκεί μεγάλωσα και έζησα. Θυμάμαι λοιπόν καλά ότι στο νότιο τμήμα της και μεταξύ του αναχώματος και της οδού Ηπείρου, εκτός του Γυμναστηρίου, που προαναφέραμε, στη σειρά και συνέχεια ήταν ένα πλάτωμα, που αργότερα περιτοίχισε ο Δήμος και το έκανε γκαράζ τροχοφόρων του Δήμου (σήμερα Δημοτικό Σχολείο), μετά ήταν η ωραία γοτθικού ρυθμού βίλα Σταματάκη - Μπερτούλη, οι οικίες Αντωνούλη, Μπλαδένη, Σκάρπου, η είσοδος του κέντρου «Φάληρον», που για να φτάσεις σ’ αυτό, ιδιοκτησίας Μπλαδένη, έπρεπε να περάσεις μια κλιματαριά 15 περίπου μέτρων, γιατί η αίθουσα του κέντρου ήταν στο βάθος και στο μέσον του κατάμεστου από φρούτα και λαχανικά που καλλιεργούσε ο ιδιοκτήτης του περιβολιού και κέντρου Αθ. Μπλαδένης, μετά επεκτείνονταν ένα μικρό μέρος του περιβολιού και τέλος η οικία Μπουμπίτση, που διατηρούσε εκεί και κατάστημα ραφής στρατιωτικών στολών και μεταποιήσεως των τσαλακωμένων φαρδιών ή στενών στολών των τότε φαντάρων και υπαξιωματικών, μετά από το ραφείο αυτό και προ του αναχώματος της οδού Καραθάνου και του μικρού δρόμου που οδηγούσε στους στρατώνες είχαν στέκι υπαίθριοι φωτογράφοι, οι οποίοι σε χαρτονένιες, βαμμένες κόκκινες καρδιές, που είχαν στο μέσο τρύπα, που οι φαντάροι βάζοντας μέσα το κεφάλι τους φωτογραφίζονταν και όσοι ήταν ερωτευμένοι προτιμούσαν την καρδιά που με κεφαλαία γράμματα έγραφε ΑΧ-ΒΑΧ!!
Η υπόλοιπη της βορείου πλευράς τής οδού Ηπείρου, επεκτεινόμενη έκταση της συνοικίας αυτής, ήταν γεμάτη με εμφανίσιμα σπίτια, όπως και με διάσπαρτα «Καραβάν - Σαράια», όλα όμως με μεγάλες λουλουδιασμένες αυλές.
Στην πίσω από της οδού Ηπείρου αναχώματος έκταση υπήρχαν, όπως και άλλες φορές γράψαμε και συνέχεια από τους στρατώνες, οι μεγάλοι αγροί του Ζιώγα, όπου υπήρχε ένα χαμόσπιτο - περιστερώνας, οι αγροί των Αφών Χατζηλαζάρου και στη συνέχεια του Αβέρωφ με το κονάκι και τίποτα άλλο.
Η συνοικία αυτή κράτησε το όνομά της μέχρι το 1930 περίπου και χάθηκε, όπως και με το πέρασμα του χρόνου χάθηκαν και αυτοί που τη νοσταλγούσαν. Αυτή είναι εν ολίγοις η ιστορία της συνοικίας αυτής για να γνωρίζουν κάτι και οι νέοι μας.