«’Κείνο που με τρώει, ’κεινο που με σώζει, είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη».
Και αυτό ακριβώς έκανε για 60 σχεδόν χρόνια ο Ευγένιος Σπαθάρης. «Ευγένιος», να συνάδει το διάβα του και η προσφορά του στην καθημερινή Ελλάδα με το όνομά του. Και «Σπαθάρης» όπως οξυδερκές σαν σπαθί ήταν το πνεύμα του, όπως το ξεδίπλωναν οι σκιές των ηρώων: ο Καραγκιόζης, ο Χατζηαβάτης, το Κολλητήρι. Καμιά φορά το όνομα ενός ανθρώπου έρχεται και αντανακλά την προσωπικότητά του ή και το αντίθετο. Έρχεται εκείνος με έναν τρόπο αθέλητο και «μαγικό» και «κουμπώνει» πάνω στ’ όνομά του. Έτσι ακριβώς έγινε με τον Ευγένιο Σπαθάρη.
Τι ήταν ο Ευγένιος Σπαθάρης, τι είναι για την Ελλάδα; Ο λαϊκός ιστορικός της πλούτος. Ο θυμόσοφος, ο «απ’ τα κόκαλα βγαλμένος» των καθημερινών Ελλήνων. Τι πρόσφερε; Όσα δεν μπορεί κανείς να προσμετρήσει και ίσως δεν κάθεται καν να το σκεφτεί. Γιατί; Γιατί, έτσι σε πρώτη ανάλυση, ο Καραγκιόζης είναι μια αστεία φιγούρα που συνόδευσε γενιές και γενιές Ελλήνων. Τότε που δεν υπήρχε η τηλεόραση. Που οι υπολογιστές ήταν επιστημονική φαντασία και το ίντερνετ ένα με το φεγγάρι. Γενιές μικρών παιδιών καθηλώθηκαν σε αίθουσες και δροσερές καλοκαιρινές γωνιές κάποια έναστρη βραδιά και «ρούφηξαν» τις φιγούρες, που πίσω απ’ το σεντόνι ζωντάνευαν. Προφίλ πάντα, μονοδιάστατες. Ασπρόμαυρες. Περπατούσαν, γύριζαν απότομα, έγερναν, φώναζαν, χαιρόταν, δάκρυζαν, έκαναν γκάφες, μιλούσαν περίεργα, αστειεύονταν, ζωντάνευαν με έναν μοναδικό και ξεχωριστό τρόπο. Και ’κει πίσω από το άσπρο, από το «σεντόνι», ένας μοναδικός άνθρωπος - έτσι κι αλλιώς - δημιουργός και πλάστης, σεναριογράφος και ηθοποιός, σκηνοθέτης και τεχνικός, ξετύλιγε με το ταλέντο του, την αφοσίωσή του, τη δημιουργικότητά του, τη φωνή του, «παραμύθια» μέσα από το... παραμύθι της ελληνικής καθημερινότητας. Και μας ταξίδευε στα καθ’ ημάς, μας έκανε να γελάμε - συνειδητά ή ασυνείδητα, με το καλό, αλλά και με το χάλι μας - μας περνούσε πέρα-δώθε στις όχθες της εν Ελλάδι ζωής, έτσι όπως άλλαζε από δεκαετία σε δεκαετία. Και μας έστελνε αθρόα τα μηνύματα για κείνους που μπορούσαν και για κείνους που δεν μπορούσαν να τα λάβουν.
Τι σημασία έχει; Σημασία έχει, όταν έρχεται η ώρα να γίνει η «σούμα», ο «λογαριασμός», να δούμε πόσοι κατάλαβαν και είναι πολλοί.
Τους λογαριασμούς του, όχι για λογαριασμό του, αλλά του σκοπού και της τέχνης που υπηρετούσε και εκείνων που τους συντρόφεψε στα μεγαλώματά τους, αλλά και μετά, ο Ευγένιος Σπαθάρης προ πολλού τους είχε κάνει. Όχι γιατί ο ίδιος όταν ξεκίνησε είχε στο νου να πλάσει τον πιο λαϊκό ήρωα της ελληνικής πραγματικότητας: τον Καραγκιόζη. Και να αναχθεί και ο ίδιος με τη σειρά του σε λαϊκό ήρωα και παιδαγωγό. Αλλά γιατί είχε αγάπη γι’ αυτό που έκανε. Είχε έμπνευση, είχε πίστη και αφοσίωση. Κι έτσι το ’να έφερε τ’ άλλο και όλα μαζί δημιούργησαν για μας μια άλλη εθνική κληρονομιά. Το θέατρο σκιών. Τη «σκιά» της Ελλάδας, στη σκιά και το φως των μεγάλων γεγονότων και ανατροπών που έζησε η χώρα όλα αυτά τα χρόνια. Και υποψιάζομαι, δεν ξέρω ότι σαν πέρασαν μερικά χρόνια και κοίταξε προς τα πίσω άρχισε και κείνος να καταλαβαίνει τη δύναμη που τα δημιουργήματά του, οι σκιές του, ασκούσαν στο φως της καθημερινότητας. Την παρεμβατικότητα που είχε αίφνης αποκτήσει εκείνο το μακρύ χέρι του Καραγκιόζη, εκείνη η αλλόκοτη καμπούρα, η μύτη, η περίεργη φωνή και τα όσα ο λόγος έφερνε εύπεπτα, ευχάριστα στο αυτί. Γιατί έτσι, συνήθως, γίνονται τα μεγάλα πράγματα. Όχι γιατί οι στόχοι είναι μεγάλοι, αλλά γιατί είναι οι άνθρωποι πίσω απ’ αυτούς.
Λαϊκό ψυχογράφο θα τον έλεγα τον Ευγένιο Σπαθάρη. Λαογράφος μαζί και δημιουργός για κάτι μοναδικό, ξεχωριστό και μεγάλο μέσα στην απλότητά του. Να προβάλει μέσα από σκιερά προφίλ και το λόγο του την αλήθεια ενός λαού μέσα από τα άπειρα ελαττώματά του και τα σημαντικά του προτερήματα.
Έφυγε ο Ευγένιος Σπαθάρης. Άφησε πίσω του πολλές «σκιές» να τον θυμούνται και να τον θυμίζουν. Να ’ναι καλά εκεί που βρίσκεται. Να μας κοιτάζει και να γνωρίζει ότι μας έδωσε την ευκαιρία να ονειρευόμαστε ... «σαν τον Καραγκιόζη»!!