Σκηνικό παρακμής και πλήρους απαξίας του πολιτικού συστήματος έχει στηθεί στην Ελλάδα, με ευθύνη των δύο εταίρων του εγχώριου δικομματισμού, οι οποίοι διαγκωνίζονται, ο μεν για τη συνέχιση της νομής της κυβερνητικής εξουσίας, ο δε για την «ανακατάληψή» της, αδιαφορώντας για τα όσα συμβαίνουν, τόσο στη χώρα, όσο και στον κόσμο, από την καλπάζουσα οικονομική κρίση.
Η χώρα οδεύει προς την 7η Ιουνίου, αλλά η κοινωνία νοιάζεται μόνο για το τι τέξεται η επιούσα στον οικονομικό τομέα και αδιαφορεί για τα όσα τόσον η πολιτική τάξη του τόπου, όσο και τα ΜΜΕ, προβάλλουν ως σημαντικά και άρα ως αντικείμενο πολιτικής αντιπαραθέσεως.
Ο λόγος φυσικά γίνεται γι’ αυτά που είναι, ή που θεωρούνται σκάνδαλα και για την, εν τοις πράγμασι, κατάργηση της διακρίσεως των εξουσιών, καθώς οι κινήσεις της δικαστικής εξουσίας, νομότυπες ή μη, δείχνουν πως κάθε άλλο παρά τυφλή είναι η δικαιοσύνη, έναντι των όποιων ανομημάτων της εκτελεστικής εξουσίας.
Είναι δε σύμπτωμα παρακμής ενός πολιτικού συστήματος το να δείχνει πως ασχολείται μόνο με όσα το αφορούν (εννοείται πως αφορούν στη διατήρηση της εξουσιαστικής του καρέκλας) και ουσιαστικά να αδιαφορεί για τα όσα κοσμογονικά τεκταίνονται και αφορούν στην ίδια την κοινωνία, τις λαϊκές τάξεις και τις ανάγκες της.
Σαν δε να μην έφταναν όλα τα άλλα, η μεν κυβερνητική πλειοψηφία φρόντισε να «αθωώσει» τον πρώην Υπουργό Αριστοτέλη Παυλίδη (ο οποίος παρά ταύτα παραμένει βουλευτής, αρνούμενος να παραιτηθεί) για την υπόθεση των άγονων γραμμών (υπόθεση Μανούση), ο δε πρώην Υπουργός του ΠΑΣΟΚ Χρήστος Βερελής υπέβαλε την παραίτησή του γιατί, όπως είπε, αρνείται να είναι μέρος στη νοσηρότητα της πολιτικής σκηνής, φαίνεται, όμως, ότι η αιτία της στάσεώς του αυτής είναι η εικαζόμενη εμπλοκή του στην υπόθεση των προμηθειών της γερμανικής εταιρίας ΜΑΝ και η εξ αυτής πίεση που δέχθηκε από την ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως να παραιτηθεί.
Ως εκ τούτου δεν είναι λίγοι εκείνοι, τόσο στην κυβερνητική παράταξη, όσο και στη μείζονα αντιπολίτευση, που φοβούνται πως το καθημερινό βούλιαγμα της χώρας σ’ αυτές τις ούτως ή άλλως αποπροσανατολιστικές συζητήσεις περί σκανδάλων (υπαρκτών ή μη) που αφορούν μόνο σε όσους εμπλέκονται σ’ αυτά, θα οδηγήσει σε αύξηση της αποχής των πολιτών από την 7η Ιουνίου, ενώ θα πρέπει να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται πως η πολιτική κρίση στη χώρα δεν θα λυθεί την επομένη μέρα των εκλογών.
ΕΝ ΜΕΣΩ ΑΝΑΘΥΜΙΑΣΕΩΝ...
Ήδη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ανακοίνωσε πως ο κόσμος θα βυθιστεί σε ύφεση, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την οικονομία, το ελληνικό δημόσιο έλλειμμα εκτινάχθηκε στο 5%, η ανεργία συνεχίζει να καλπάζει, ενώ στην Ελλάδα τυρβάζουμε περί την υπόθεση Παυλίδη, την υπόθεση Siemens, την υπόθεση Βατοπαιδίου, την υπόθεση ΜΑΝ και περί τα νομικά ή νομικίστικά τερτίπια της ηγεσίας της δικαιοσύνης.
Μίας ηγεσίας η οποία έχει κατ’ επανάληψη κατηγορηθεί ότι λειτουργεί ως ο βραχίονας της σημερινής εκτελεστικής εξουσίας, οι δε πρόσφατες ενέργειές της (όπως η εμμονή του αποχωρούντος εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γιώργου Σανιδά στα περί πεπλανημένων Υπουργών τον οδήγησε στο να θέσει στο αρχείο το σκάνδαλο του Βατοπαιδίου όσον αφορά στο σκέλος της εμπλοκής των πολιτικών προσώπων) προσεγγίστηκαν από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ με απολύτως μικροκομματική λογική.
Έτσι με δική τους ευθύνη τα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας, όπως πράττουν συνεχώς από το 1989, έχουν επιλέξει να ασκούν την πολιτική με όρους Πρωτοδικείου, ανταγωνιζόμενα τους εισαγγελείς και έχοντας καταστήσει τη χώρα ένα απέραντο δικαστήριο, στο οποίο οι ρόλοι του κατηγορούμενου και του εισαγγελέως εξαρτώνται από το ποιο από τα δύο κόμματα διαχειρίζεται την κυβερνητική εξουσία.
Η χώρα οδεύει προς την 7η Ιουνίου εν μέσω των αναθυμιάσεων υπαρκτών ή ανύπαρκτων σκανδάλων (άλλωστε, στην Ελλάδα κυριαρχεί το αξίωμα σύμφωνα με το οποίο κάθε κυβερνητική πράξη ή απραξία υποκρύπτει ένα σκάνδαλο, κάθε σκάνδαλο συγκροτεί μια ποινική υπόθεση, κάθε ποινική υπόθεση αποτελεί ευκαιρία πολιτικής εκμεταλλεύσεως) και σε συνθήκες πολιτικής πολώσεως, που δεν σχετίζονται με το σχεδόν ανύπαρκτο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την εκλογική διαδικασία.
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γ. Σανιδάς αποφάσισε να μην στείλει στη Βουλή, όπως ζητούσε σύσσωμη η αντιπολίτευση, το φάκελο του Βατοπαιδίου (μια απόφαση που δίχασε τον πολιτικό και το νομικό κόσμο της χώρας) αλλά έφερε εκ νέου τη ΝΔ σε θέση απολογίας, έστω και αν για εμφανείς μικροπολιτικούς και εκλογικούς λόγους, η γαλάζια ηγεσία προσέφυγε στην προσφιλή της μέθοδο του να τα ρίξει όλα στο ΠΑΣΟΚ και να το κατηγορήσει ακόμη και για προσπάθεια ποδηγετήσεως της δικαιοσύνης.
Ωστόσο, είναι βέβαιο πως ανεξαρτήτως των τερτιπιών ώστε να μην πάει η υπόθεση στη Βουλή, στην κοινωνία είναι εδραιωμένη η πεποίθηση πως «κάτι έγινε», πως κάποιοι σπατάλησαν δημόσια περιουσία προς ίδιον ή άλλων όφελος και αυτό επειδή το γνωρίζει το Μέγαρο Μαξίμου είναι πιθανόν οι «βατοπαιδινοί» να αποκλειστούν από τα γαλάζια ψηφοδέλτια.
Κι αν το ΠΑΣΟΚ ξιφούλκησε κατά της αποφάσεως του Γ. Σανιδά και εγκάλεσε τόσο τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όσο και την κυβέρνηση, εντούτοις αντιμετωπίζει με δέος (ευχόμενο μάλιστα να καταδειχθεί και «καραμπινάτη» εμπλοκή γαλάζιων στελεχών) το σκάνδαλο με τα «μαύρα ταμεία» της Siemens (από τα οποία ομολογημένα πια έχουν φύγει χρήματα και όδευσαν προς τα ταμεία της πάλαι πότε Χαριλάου Τρικούπη) και την υπόθεση της ΜΑΝ (ήδη παραιτήθηκε ο Χ. Βερελής).
ΠΟΝΤΑΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΩΣΗ
Η απαγγελία κατηγοριών σε 31 (μη πολιτικά) πρόσωπα για την υπόθεση του Βατοπαιδίου και η έναρξη νέου κύκλου απολογιών για την υπόθεση της Siemens (ο κύριος όγκος τους αναμένεται να πραγματοποιηθεί τον Ιούνιο και δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο προφυλακίσεως κάποιων εκ των κατηγορουμένων) καθώς και τα όσα λέγονται, ακούγονται και γράφονται για τη ΜΑΝ, συνιστούν διαδικασίες που τρέχουν μεσούσης της προεκλογικής περιόδου και είναι προφανές πως η πολιτική αντιπαράθεση δεν θα γίνει για την ταμπακιέρα, δηλαδή για το πώς θα βγει η χώρα από την κρίση με τις λιγότερες δυνατές απώλειες για τα λαϊκά στρώματα, αλλά για τις μίζες.
Οι ηγεσίες των δύο κομμάτων εξουσίας είναι, επίσης, προφανές πως θα ποντάρουν, για να κερδίσουν τις εντυπώσεις και να συσπειρώσουν τους οπαδούς τους, στα όσα θα εξελίσσονται στο δικαστικό πεδίο και με αποπροσανατολιστικό τρόπο θα αποκρύψουν εσκεμμένα τα όσα δυσβάστακτα σχεδιάζουν εις βάρος των λαϊκών εισοδημάτων: Δηλαδή, κλιμάκωση της λιτότητας και νέα οικονομικά μέτρα τα οποία ως είθισται καλούνται να πληρώσουν αυτοί που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι...
Δεν είναι τυχαίες οι εκατέρωθεν άγριες επιθέσεις, μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ούτε φυσικά η «γαλάζια» προσπάθεια απαξιώσεως του αρχηγού της μείζονος αντιπολιτεύσεως, λες και είναι αυτός την τελευταία 5ετία πρωθυπουργός, μια στάση και τακτική που βολεύει τους εταίρους του δικομματισμού, για να συσπειρώσουν τον κόσμο τους και να μην έχουν, όπως θέλουν να πιστεύουν, απώλειες προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά.
Άλλωστε, ο σημερινός πρωθυπουργός γνωρίζει, όπως το γνωρίζει και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ότι οι αποκλίσεις των βασικών οικονομικών μεγεθών του προϋπολογισμού δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν στο προσεχές διάστημα και ότι το πρόβλημα δεν θα βρει λύση χωρίς επώδυνες (δηλαδή ουσιαστικά αντιλαϊκές) αποφάσεις και χωρίς την εφαρμογή αυστηρών δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μέτρων, ιδιαίτερα από το φθινόπωρο.
Και αυτό γιατί αναμένεται συνδυασμένη κάμψη στην οικοδομή και στον τουρισμό και συνεπώς ενώπιον του δημοσιονομικού αδιεξόδου, θα καταστεί αδύνατη η σύνταξη ενός προϋπολογισμού, χωρίς ουσιαστικούς περιορισμούς δαπανών και νέα έσοδα, φορολογικά και άλλα, που θα κληθούν για άλλη μια φορά να πληρώσουν τα λαϊκά στρώματα.
Τα, εντός ή εκτός εισαγωγικών, σκάνδαλα της σημερινής, αλλά και των προηγουμένων κυβερνήσεων, δείχνουν το διαχειριστικό επίπεδο της ελληνικής πολιτικής τάξεως και του γραφειοκρατικού κρατικού μηχανισμού. Μίζες και υπερτιμολογήσεις παντού και λεηλασία του δημόσιου συμφέροντος και του δημόσιου χρήματος.
Οι περισσότεροι αναλυτές υποστηρίζουν, με βάση την κακή πολιτική παράδοση που έχει δημιουργηθεί, ότι θα επιδιωχθεί, σε επικοινωνιακό επίπεδο, να ασχοληθεί η κοινή γνώμη, για μεγάλο χρονικό διάστημα με τα πάσης φύσεως, εντός ή εκτός εισαγωγικών, σκάνδαλα, αλλά δεν θα φτάσουμε στην κάθαρση και έτσι θα πέσει ακόμη πιο χαμηλά η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και δεν θα γίνει τίποτα ουσιαστικό ώστε να ανέλθει το επίπεδο διαχειρίσεως του δημόσιου χρήματος.
Όμως, όλα αυτά δεν αφορούν στην κοινωνία (τα σκάνδαλα έρχονται πολύ χαμηλά στις προτεραιότητές της, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις) και ως εκ τούτου παραμένει άγνωστη η αντίδραση των πολιτών στις επερχόμενες εκλογές της 7ης Ιουνίου και σ’ αυτές που θα ακολουθήσουν για την ανάδειξη της νέας Βουλής.