Ο όρος «ελληνικότητα» υποδηλώνει την ύπαρξη διαχρονικής ομοιογενούς οντότητας, η οποία και διαφοροποιεί, με βιωματικό τρόπο, τον Έλληνα άνθρωπο από όλους τους άλλους λαούς. Ως έννοια η ελληνικότητα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 19ου αιώνα σε μια περίοδο αναζήτησης της ιστορικής συνείδησης των Ελλήνων και αποτέλεσε έκτοτε, κατά καιρούς, αντικείμενο έντονων συζητήσεων και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των διανοούμενων της χώρας μας.
Στο Μεσοπόλεμο, οι συζητήσεις σχετικά με την ελληνικότητα αφορούσαν κυρίως το χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης, καθώς γνωστοί δημιουργοί της εποχής εκείνης, θέλησαν με το έργο τους να αναδείξουν την ιδιαιτερότητα του Έλληνα ανθρώπου, όπως αυτός διαμορφώθηκε στη μακραίωνη ιστορική του πορεία, να προβάλουν δηλαδή το άλλο, το «αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας», όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης, απαλλαγμένο από τις φιλελληνικές και ανθελληνικές παραμορφώσεις της Δύσης. Για τους προοδευτικούς Έλληνες διανοουμένους του Μεσοπολέμου, ελληνικότητα σήμαινε, πάνω απ' όλα, επαναπροσδιορισμό της σχέσης μεταξύ συνείδησης και ταυτότητας ιστορίας και καθημερινότητας, φύσης, αισθητικής και τρόπου ζωής.
Το ζήτημα της ελληνικότητας ήρθε και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας, μετά τη μεταπολίτευση, ενόψει της ενσωμάτωσης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με στόχο τον επαναπροσδιορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας και του ρόλου που θα κληθούμε να διαδραματίσουμε ως λαός στη διαμόρφωση του οικονομικού, κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού μέλλοντος της Ευρώπης.
Με την παραδοσιακή σημασία του όρου η «ελληνικότητα» αποτελεί συνονθύλευμα ιδεολογημάτων που αποσκοπούν στη συγκρότηση κοινής συνείδησης των Ελλήνων, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην ταξική σύνθεση της κοινωνίας. Απαλλαγμένη, ωστόσο, από τα μυθοπλαστικά της στοιχεία, η ελληνικότητα ως βίωμα και τρόπος ζωής θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει συσπειρωτικά, με στόχο την εξυπηρέτηση των καλώς εννοούμενων συμφερόντων του λαού μας στα πλαίσια ενός ραγδαία εξελισσόμενου κόσμου.
Αν ελληνικότητα σημαίνει προώθηση των διαδικασιών συγκρότησης και ισχυροποίησης της νεοελληνικής ταυτότητας, προκειμένου ο λαός μας να συμμετάσχει ενεργά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, τότε τα πολιτικά κόμματα της χώρας πόρω απέχουν από μια τέτοια προοπτική, καθώς αδυνατούν να ανταποκριθούν στα αιτήματα της εποχής, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους σχεδόν αποκλειστικά και μόνον στη νομή και διαχείριση της εξουσίας.
Ήδη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μετά το θάνατο του πρώτου κυβερνήτη της χώρας Ιωάννη Καποδίστρια, στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν τρία διαφορετικά κόμματα και συγκεκριμένα το Γαλλικό, το Αγγλικό και το Ρωσικό Κόμμα, εξέλιξη που είχε σαν αποτέλεσμα τον κοινωνικό και πολιτικό διαμελισμό του λαού μας, στην υπηρεσία αλλότριων συμφερόντων. Αλλά και αργότερα, με λίγες ίσως εξαιρέσεις στη βενιζελική περίοδο διακυβέρνησης της χώρας, κριτήριο στην πολιτική ζωή του τόπου δεν ήταν η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ελληνισμού, αλλά η υπακοή στα κελεύσματα ξένων δυνάμεων, οι οποίες εκμεταλλευόμενες τις δυσκολίες του λαού μας στη διαχείριση της πράγματι ένδοξης ιστορικής και πολιτιστικής του κληρονομιάς, προωθούσαν με συστηματικό τρόπο το διχασμό.
Δεν πρόφθασε η Ελλάδα να απελευθερωθεί, και τα πολιτικά κόμματα, παρά τις θυσίες του λαού μας, υπακούοντας στους εκάστοτε ιδεολογικούς και πολιτικούς πάτρονές τους, οδήγησαν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Μεταπολεμικά και με φόντο τις τραυματικές εμπειρίες του εμφυλίου πολέμου, τα αστικά κόμματα καλλιέργησαν με συστηματικό τρόπο το γνωστό δόγμα του «ανήκομεν εις τη Δύσιν», γεγονός που προκάλεσε μύρια τόσο δεινά στο λαό μας και ενίσχυσε τη συμπλεγματική μας συμπεριφορά απέναντι στους παντός είδους ξένους.
Την ίδια ραγιάδικη στάση επέδειξαν οι κυβερνήσεις της χώρας μας στην περίπτωση της εξόντωσης του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, το 1955, της κατοχής της Κύπρου, το 1974, εξυπηρετώντας πρωτίστως τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και ειδικότερα της Αμερικής, γεγονός που επιβεβαιώνει περίτρανα την έλλειψη ελληνικής συνείδησης, όταν πρόκειται να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της κυρίαρχης οικονομικής ολιγαρχίας. Η επίκληση της ελληνικότητας στην πολιτική ζωή της χώρας μας λειτούργησε συχνά ως προπέτασμα καπνού, για την απόκρυψη των πραγματικών αιτίων των εκάστοτε ταπεινώσεων που έπλητταν, κάθε φορά, καίρια την περηφάνεια και συνακόλουθα την αυτοσυνείδηση του λαού μας.
Τα πολιτικά κόμματα θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβάλουν στη συγκρότηση μιας απαλλαγμένης από εθνικιστικές στρεβλώσεις και πολιτιστικούς εγωκεντρισμούς ελληνικότητας, αποδεκτής από τον ελληνικό λαό, που θα τον βοηθήσει να βρεί τη θέση του στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, όχι εναντίον αλλά μαζί με τους άλλους λαούς. Βασική προυπόθεση είναι η ύπαρξη ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα στηρίζεται στην έννοια της παιδείας με την ευρύτερη σημασία του όρου και θα αναδεικνύει όλα εκείνα τα πνευματικά, πολιτιστικά και αγωνιστικά στοιχεία που αποτελούν την πολυτιμότερη κληρονομιά του λαού μας. Όταν η ελληνικότητα παύει να είναι ιδεολογία και βιώνεται ως καθημερινότητα από τον Έλληνα άνθρωπο, τότε μπορούμε ως λαός να είμαστε υπερήφανοι για την όποια προσφορά μας στο ανθρώπινο γένος.
* Ο Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου είναι
ομότιμος καθηγητής του Τμήματος
Νομικής του Αριστοτέλειου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης