Η οικονομική κρίση, τις συνέπειες της οποίας βιώνει σήμερα ολόκληρη η ανθρωπότητα, δεν αποτελεί, βέβαια, «κεραυνός εν αιθρία», όπως θέλουν ορισμένοι να πιστεύουν, αλλά λογικό επακόλουθο της απελευθέρωσης των κεφαλαίων που αποφάσισε η κυβέρνηση Νίξον, καταργώντας, το 1970, τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς (1944) που όριζε το δολάριο βασικό νόμισμα για τις διεθνείς συναλλαγές, συνδέοντάς το συγχρόνως με τα αποθέματα χρυσού της Κεντρικής Τράπεζας των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η απόφαση των ΕΠΑ να εγκαταλείψουν το «χρυσό κανόνα», τουτέστιν τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, οδήγησε σταδιακά, στη γενική απελευθέρωση του κεφαλαίου από τους συναλλαγματικούς ελέγχους, ενέργεια που είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί εντυπωσιακά η ροή υπερεθνικών κεφαλαίων, καθώς οι επιχειρήσεις επένδυαν στο εξωτερικό χωρίς κανέναν περιορισμό από τις κεντρικές τράπεζες.
Η απελευθέρωση των κεφαλαίων δρομολόγησε, σταδιακά, την περιώνυμη «παγκοσμιοποίηση» λέξη-κλειδί του νεοφιλελεύθερου πολιτικού λόγου από τις αρχές της δεκαετίας του '80 και εντεύθεν. Παγκοσμιοποίηση στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει πρωτίστως παγκοσμιοποίηση της κίνησης υπερεθνικών κεφαλαίων και εμπορευμάτων και όχι της ίδιας της οικονομίας στο σύνολό της με την έννοια της ενσωμάτωσης όλων των χωρών στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού διατείνονται πως η παγκοσμιοποίηση των οικονομικών και πολιτικών δομών ενισχύει την ομογενοποίηση της αγοράς και συνακόλουθα της οικονομίας, γεγονός που θα ωφελήσει, όπως ισχυρίζονται, μακροπρόθεσμα όλους τους λαούς της γης. Η παγκοσμιοποίηση, η οποία, «ειρήσθω εν παρόδω», καμιά σχέση δεν έχει με την ευρύτατη και βαθιά ουμανιστική έννοια της οικουμενικότητας, αντί να συμβάλει στην υπέρβασή τους ενισχύει τις οικονομικές ανισότητες, τις διαφοροποιήσεις και τους κατακερματισμούς τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Έτσι, το αναπτυξιακό χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, που χαρακτηρίζει μεταπολεμικά την παγκόσμια οικονομία, όχι μόνον δεν μειώθηκε αλλά, αντίθετα, βαθαίνει ολοένα και πιο πολύ. Το φάσμα της φτώχειας, ωστόσο, δεν απειλεί μόνον του «καταραμένους» (Φανόν) του Τρίτου Κόσμου. Προϊούσης της «παγκοσμιοποίησης» και υπό την επίδραση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης βαθαίνει επίσης το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, μεταξύ «εχόντων και κατεχόντων» και των δεινοπαθούντων εργαζόμενων στις ίδιες τις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες της Δύσης. Στην Αμερική ο αριθμός των ατόμων που ζούν κάτω από το όριο της φτώχειας ανέρχεται σε 80 εκατομμύρια, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπερβαίνει τα εξήντα εκατομμύρια. Αλλά και στη χώρα μας τα πράγματα εξελίσσονται από το κακό στο χειρότερο. Σύμφωνα με τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας της Ευρωστατιστικής για χώρες-μέλη της Ε.Ε., δύο και πλέον εκατομμύρια Έλληνες, τουτέστιν το 20-22% του πληθυσμού της χώρας πένονται.
Ο άκρατος ανταγωνισμός μεταξύ των πολυεθνικών επιχειρήσεων, λόγω της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους που παρουσίασε η αξιοποίηση του κεφαλαίου με το πέρασμα από το φορντικό μοντέλο της μαζικής παραγωγής, που ίσχυσε μεταπολεμικά σε όλες τις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες της Δύσης, στο μεταφορντικό πρότυπο της παραγωγής, γνωστό και ως πρότυπο της «ευέλικτης βιομηχανικής παραγωγής», είχε σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω «χρηματιστηριοποίηση» της οικονομίας, τη μετατόπιση, δηλαδή, των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τον παραγωγικό στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Η μεταστροφή αυτή στην επιχειρηματική συμπεριφορά, το λεγόμενο U-turn οδήγησε στην «υπερ-χρηματιστική οικονομία» με κυρίαρχο το κερδοσκοπικό κεφάλαιο. Προκειμένου να εξασφαλίσουν εύκολα υψηλά κέρδη, οι τράπεζες άρχισαν να «εφευρίσκουν» νέα τραπεζικά προϊόντα, τα οποία ανεξέλεγκτα πλέον, ανέτρεψαν τη σχέση μεταξύ πραγματικού και πλασματικού κεφαλαίου, δυναμιτίζοντας κυριολεκτικά την παγκόσμια οικονομία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η καθημερινή αξία των συναλλαγών σε ξένο νόμισμα είχε ξεπεράσει ήδη από το 1996 τα 1,2 τρισ. δολάρια, ενώ από το ποσό αυτό μόνον το 8% αντιστοιχούσε σε πραγματικές εμπορικές συναλλαγές.
Η εξέλιξη αυτή, παρά τις διακηρύξεις των βάρδων του νεοφιλελευθερισμού που πίστευαν ακράδαντα στην «αόρατη χείρα της αγοράς» που θα ρύθμιζε ως «από μηχανής θεός» τα πάντα, οδήγησε, τελικά, στη λεγόμενη «casino society», στην «κοινωνία του τζόγου», με απρόβλεπτες συνέπειες για την οικονομική και κοινωνική συνοχή του πλανήτη μας, όπως αποδεικνύουν οι σπασμωδικές κινήσεις των κυβερνήσεων που συνεχίζουν να βαυκαλίζονται ότι η οικονομική κρίση θα ξεπεραστεί εφαρμόζοντας στρατηγικές ενίσχυσης των τραπεζών, με χρήματα των φορολογούμενων, αδιαφορώντας, μάλλον συνειδητά, πως η κρίση είναι δομική και δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί με αποσπασματικά μέτρα, αμφιβόλου αποδοτικότητας, όπως δείχνουν τα μέχρι τώρα αποτελέσματα.
Τόσο ο χρηματοπιστωτικός τομέας όσο και οι επιχειρήσεις γενικότερα, εκμεταλλευόμενες την οικονομική κρίση προωθούν την επαναφεουδαρχοποίηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, βυθίζοντας τις δυνάμεις της εργασίας σε έναν νέο Μεσαίωνα. Στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν διεθνώς την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων καθώς και τη ριζική ανατροπή του καθεστώτος των εργασιακών σχέσεων. Έτσι, προωθείται συστηματικά η κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, η ελαστικοποίηση του ωραρίου απασχόλησης, η αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος με αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και αντίστοιχες περικοπές στην ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη καθώς και στις συντάξεις, τελικό στόχο την ενίσχυση της ιδιωτικής σε βάρος της δημόσιας ασφάλισης κλπ. Χαρακτηριστικό των εξελίξεων που σημειώνονται στο χώρο των εργασιακών σχέσεων είναι το γεγονός ότι, κάτω από την πίεση της ανεργίας και της ανασφάλειας που επικρατεί μεταξύ των εργαζομένων, η πρωτοβουλία στη διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων περνάει ολοένα και πιο πολύ από τα συνδικάτα στις οργανώσεις των εργοδοτών, ασυδοτούν πλέον σε βάρος των εργαζόμενων.
Ενόψει αυτών των εξελίξεων, τίθεται το ερώτημα, αν και σε ποιο βαθμό είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση με τα εργαλεία που διαθέτει το σύστημα. Λαμβάνοντας υπόψη τον άναρχο τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το οικονομικό σύστημα, οι πιθανότητες εξεύρεσης λύσεων για την αντιμετώπιση αυτής της πρωτόγνωρης σε έκταση κρίσης είναι περιορισμένες. Από ό,τι φαίνεται, το μέλλον του συστήματος θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από τις δυνατότητες των ανθρώπων της εργασίας να συσπειρωθούν, να οργανωθούν αυτόνομα και να αναδείξουν μέσα από τους αγώνες τους νέες συλλογικές ηγεσίες, ικανές να αμφισβητήσουν στην πράξη την επικυριαρχία των οργανωμένων οικονομικών και εξουσιαστικών συμφερόντων, ανοίγοντας το δρόμο για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία.
* Ο κ. Ζήσης Παπαδημητρίου
είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος
Νομικής του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης