Η Κυριακή των Βαΐων, όπως είναι γνωστό, είναι μεγάλη γιορτή, γιατί είναι το προμήνυμα και προανάκρουσμα του Πάσχα. Από τα διάφορα δε περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτήν από τους ιερούς Ευαγγελιστές, εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα τα πιο κάτω:
α) Η προετοιμασία της πορείας του Ιησού προς τα Ιεροσόλυμα
Έξι ημέρες πριν από την εορτή του Πάσχα, ο Κύριος είχε βρεθεί στη Βηθανία, όπου είχε παρακαθήσει στο δείπνο που πρόσφεραν στον ίδιο και στους μαθητές Του ο Λάζαρος και οι δύο αδελφές του για να τον ευχαριστήσουν για την ανάσταση του Λαζάρου. Την επόμενη δε ημέρα ο Κύριος και οι μαθητές του πήραν το δρόμο για τα Ιεροσόλυμα, ακολουθούμενοι και από πολλούς άλλους. Όταν έφθασαν δε στη Βηθφαγή, κοντά στο όρος των Ελαιών, ο Κύριος κάλεσε τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τους έστειλε στην απέναντι από το χείμαρρο κώμη, όπου θα έβρισκαν μία όνο δεμένη και το πουλάρι της λέγοντας:
- Να λύσετε την όνο και να τη φέρετε εδώ μαζί με το πουλάρι της, και αυτό ακριβώς έκαναν. Επειδή μάλιστα είχαν μεγάλο σεβασμό για το Διδάσκαλό τους, οι δύο μαθητές έστρωσαν τα εξωτερικά τους ενδύματα (τα ιμάτια) επάνω στα δύο ζώα για να καθίσει σε ένα από αυτά ο Κύριος, που προτίμησε τελικά το πουλάρι. Με τον τρόπο δε αυτό εκπληρώθηκαν τα λόγια του προφήτου, που έλεγε ότι «ιδού ο Βασιλεύς σου έρχεται καθήμεντος επί πώλον όνου». Αυτά τα λόγια τα θυμήθηκαν τότε οι Μαθητές, ενώ όλοι θαύμασαν και τη μεγάλη εξυπηρετικότητα του Πέτρου και του Ιωάννη.
β) Η δοξολόγηση του Κυρίου
Όταν Ο Κύριος, ανεβασμένος «επί πώλον όνου» πήρε ξανά το δρόμο για τα Ιεροσόλυμα, οι άνθρωποι οι απλοϊκοί, που είχαν φτάσει εκεί για τη γιορτή πήραν στα χέρια τους κλαδιά βαΐων (=φοινίκων) και βγήκαν έξω από την πόλη για να τον προϋπαντήσουν ψάλλοντας και λέγοντας:
«Ωσαννά (=σώσον) ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ». Ο ενθουσιασμός του πλήθους γινόταν όλο και πιο μεγάλος, καθώς έβλεπαν δίπλα στον Κύριο και τον αναστημένο Λάζαρο, που αστραποβολούσε από χαρά και πρωταγωνιστούσε ασφαλώς στους ύμνους μαζί με τα παιδιά. Αυτή ακριβώς η σκηνή ενέπνευσε και τον ποιητή που έγραψε εκστατικός το απολυτίκιο της εορτής, δηλ. το
«Την κοινήν ανάστασιν
προ του Σου Πάθους πιστούμενος,
εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον
Χριστέ ο Θεός. Όθεν και ημείς, ως οι παίδες,
τα της νίκης σύμβολα φέροντες,
Σοι το νικητή του θανάτου βοώμεν.
Ωσανά εν τοις υψίστοις
ευλογημένος ο ερχόμενος
εν ονόματι Κυρίου».
Με τους ανθρώπους αυτούς όλοι οι χριστιανοί για την Εκκλησία μας πρέπει να μοιάζουμε, ενθυμούμενοι και το πουλαράκι που βάσταζε το Χριστό, γιατί ο Χριστός δεν μας έδωσε μονάχα το «είναι» της ύπαρξης με τη δημιουργία μας, αλλά και το «ευ είναι της σωτηρίας με τη λυτρωτική Του θυσία, εξαγοράζοντας ημάς τω τιμίω Αυτού αίματι» (Γαλ. 3, 18).
γ) Οι αντιδράσεις των Φαρισαίων και η καταισχύνη τους
Ενώ, όμως, ο απλοϊκός λαός δοξολογούσε τον Κύριο, κάποιοι από τους Φαρισαίους, που κατασκόπευαν τις κινήσεις Του, ενοχλήθηκαν από τους ύμνους αφάνταστα και, πλησιάζοντας αναίσχυντα τον Κύριο, είπαν: «Διδάσκαλε, επιτίμησον ταις Μαθηταίς Σου» (Λουκ. 19, 39). Ο Κύριος όμως, που έβλεπε την πώρωση των καρδιών τους, δεν έπραξε σύμφωνα με τα λόγια τους, αλλά κοίταξε προς το μέρος τους με λύπη και είπε: «Εάν ούτοι σιωπήσουσιν, οι λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19, 40). Και εάν, δηλαδή αυτοί σιωπήσουν και οι πέτρες που μας περιβάλλουν θα κραυγάσουν, αναγνωρίζοντας το Δημιουργό τους. Ύστερα από την απόκριση αυτή οι Φαρισαίοι απομακρύνθηκαν ντροπιασμένοι, ενώ ο λαός ο απλοϊκός εξακολούθησε να δοξολογεί το υπερύμνητο στους αιώνες όνομα του Κυρίου, μακριά από τον Οποίο δεν υπάρχει σωτηρία.
Όπως όμως τότε καταισχύνθηκαν οι Φαρισαίοι, έτσι ακριβώς καταισχύνονται πάντοτε και θα καταισχύνονται όλοι οι αντικείμενοι, γιατί ο Χριστός είναι κατά την Αγία Γραφή ο λίθος προσκόματος, στον Οποίο όποιος προσκρούει συντρίβεται, ενώ θα έλθει μία ημέρα κατά την οποία θα ομολογήσει κάθε στόμα ότι «ο Κύριος Ιησούς Χριστός» (Φιλ. 2, 11). Θα ομολογήσει δηλαδή αυτά που ομολογούσαν οι Άγιοι Απόστολοι, ότι Θεός ην ο Λόγος που «εγένετο σαρξ και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1, 1, 14).
- Ότι ήταν «ο Μέγας Θεός και Σωτήρ ημών» (2 Τιμ. 2,13) «Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (1 Πετρ. 2, 22).
- Ότι ο Χριστός ήταν «Θεός αληθινός και Ζωή αιώνιος» ( 1 Ιω. 5, 20)
Υπάρχει όμως μια σοβαρότατη διαφορά μεταξύ της ομολογίας τού τώρα και του τότε.
- Όποιος δηλαδή θα ομολογήσει τώρα το Χριστό σώζεται. «Εάν ομολογήσης εν τω στόματι σου Κύριον Ιησούν..., σωθήση» (Ρωμ. 10, 9). «Καρδία γαρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι ομολογείται εις σωτηρίους» (Ρωμ. 10, 10).
- Όποιος όμως θα ομολογήσει τότε, δηλαδή κατά την ημέρα της κρίσης, θα ανήκει σ’ εκείνους που δεν θα μπορούν να ιδούν το πρόσωπο του Κυρίου και θα λένε στις πέτρες και στα όρη: «Πέσατε εφ’ ημάς και κρύψατε ημάς από προσώπου του καθημένου επί του θρόνου» (Αποκ. 6,16). Το πότε πρέπει να ομολογήσει ο καθένας μας από τα βάθη της καρδιάς του την πίστη στη θεανθρώπινη φύση του Κυρίου, μπορεί να το διαλέξει ο καθένας από μόνος του. Το καλύτερο όμως είναι να ψάλει από τώρα τον ύμνο της αγάπης του προς τον Κύριο, για να ψάλλει και τότε και πάντοτε «ωδήν καινήν ενώπιον του θρόνου» (Απ. 14,3), την ωδήν των «σεσωσμένων» από την αγάπη του Κυρίου.