Ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής αναγκάζεται εκ των πραγμάτων «να επενδύσει στον εαυτό του» καθώς έχει, ήδη, αντιληφθεί πως, παρά τη μείωση της δημοτικότητάς του, εξακολουθεί να παραμένει το ισχυρό χαρτί για τη «γαλάζια» παράταξη.
Την παράταξη της οποίας τα περισσότερα ηγετικά στελέχη, αλλά και η κομματική της βάση, (δείχνουν ότι) προσβλέπουν σ’ αυτόν ως το σωτήρα προκειμένου να διατηρηθεί (ή, στην περίπτωση που την απολέσει, να έχει, όπως ελπίζουν, το πλεονέκτημα να την ανακτήσει) στη διαχείριση και τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας.
Άλλωστε, η «ζύμωση» με τα όσα είπε ο σημερινός πρωθυπουργός (ότι είναι κουρασμένος και ότι θα αποχωρήσει από την ηγεσία της ΝΔ αν ηττηθεί στις προσεχείς εκλογές) ανάγκασαν τον Κώστα Καραμανλή «να κάνει πίσω» (άραγε ως πότε;) να πάρει το παιχνίδι «πάνω του», να προσπαθήσει να τονώσει το (τρωθέν) προσωπικό προφίλ του, οι δε πάσης φύσεως επίδοξοι διάδοχοί του, αν και συνεχίζουν να «κινούνται» (ο καθείς με τον τρόπο του) φαίνεται ότι μετέθεσαν, για μετά τις ευρωεκλογές, ή και τις εθνικές εκλογές, την όποια δημόσια γνωστοποίηση των προθέσεών τους.
Είναι εν προκειμένω χαρακτηριστική η τελευταία δήλωση του Υπουργού Εθνικής Αμύνης Βαγγέλη Μεϊμαράκη (οποίος παίζει το ρόλο της «συνειδήσεως» της ΝΔ) ότι «θέμα ηγεσίας δεν τίθεται», ενώ αρνήθηκε ότι άνοιξε θέμα διαδοχής, καθώς μάλιστα στο κόμμα «όλοι πιστεύουν και αγωνίζονται για τη νίκη».
Τονώνει το προφίλ του
Όλα αυτά μπορεί να (πρέπει να) τα υποστηρίζει ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης, πλην, όμως, επί της ουσίας ουδείς στη ΝΔ φαίνεται να τα συμμερίζεται και προς τούτο ο Κώστας Καραμανλής, στην προσπάθειά του «να μαζέψει τα ασυμμάζευτα», προχωρεί σε ορισμένες τακτικές και επικοινωνιακές κινήσεις, ώστε να μπορέσει να ανακτήσει το πολιτικό πλεονέκτημα.
Έτσι, αφενός μεν επιχειρεί να τονώσει το προσωπικό του προφίλ, αφετέρου δε κάνει άνοιγμα προς τους «νοικοκυραίους» και τη μεσαία τάξη, όπως με την τελευταία απόφαση για την επαναλειτουργία των καμερών στους δρόμους και γενικότερα με την «επιχείρηση νόμος και τάξη»,την οποία «ξεδίπλωσε» στην πρόσφατη εμφάνισή του στη Βουλή.
Εξάλλου, η αναγκαστική και επιβαλλόμενη από τα πράγματα προσπάθεια του Κώστα Καραμανλή να ενισχύσει το προσωπικό του προφίλ, ξεκίνησε με την «έξοδό» του από το Μέγαρο Μαξίμου και τις επισκέψεις του στην περιφέρεια, με τις συχνότερες εμφανίσεις του στη Βουλή (για να «παιχθεί» η σύγκρισή του με το Γιώργο Α. Παπανδρέου) και φυσικά με την επιχείρηση να κλείσει, μέσω των διεθνών επαφών του, κάποια από τα ανοικτά μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής.
Η συνάντηση με τον Ομπάμα
Στην τελευταία αυτή προσπάθεια εντάσσεται και η συνάντηση που είχε με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, μια συνάντηση την οποία ο αμερικανικός παράγων «έκλεισε» την υστάτη ώρα, καθώς ο Μπαράκ Ομπάμα ήθελε να διασκεδάσει (τουλάχιστον) τις εντυπώσεις και να δημιουργήσει μια κάποια αίσθηση «ισορροπίας» μεταξύ Αθηνών και Αγκύρας, καθώς επισκέφθηκε μόνο τη δεύτερη, με δεδομένο μάλιστα τον αυξημένο γεωστρατηγικό ρόλο που αποδίδει στην Τουρκία.
Αυτόν ακριβώς το ρόλο (χωροφύλακα των αμερικανικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή) της Τουρκίας, τον γνωρίζει η ηγεσία της και δεν είναι τυχαία τα παζάρια και η σκληρή στάση (ώστε να πάρει τα ανταλλάγματα που επεδίωκαν) την οποία τήρησαν οι κ. Α. Γκιούλ και Ρ. Τ. Ερντογάν έναντι της αναδείξεως του Δανού πρωθυπουργού Αντερς Ράσμουσεν ως νέου Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ.
Το επόμενο χρονικό διάστημα θα καταδειχθεί αν πράγματι η συνάντηση Καραμανλή – Ομπάμα θα αποδειχθεί επωφελής για τα εθνικά συμφέροντα (αν και αυτό, ήδη, αμφισβητείται, αν κρίνει κανείς από τα όσα υπέρ της Τουρκίας λέει και πράττει ο αμερικανικός παράγων) αλλά μπορεί να αποδειχθεί επωφελής για τον ίδιο τον πρωθυπουργό (και το προσωπικό προφίλ του) ο οποίος θα μπορεί να επαίρεται ότι ο πρόεδρος Ομπάμα τον αποκάλεσε φίλο του (σ. σ. πότε πρόλαβαν και έγιναν φίλοι;).
Ο κ. Ομπάμα κάλεσε τον κ. Καραμανλή να επισκεφθεί το Λευκό Οίκο, αλλά πιθανότατα μετά τις ευρωεκλογές κι όχι πριν, όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός θα επιθυμούσε, επειδή οι Αμερικανοί, όπως επιμένουν διπλωματικές πηγές, δεν θέλουν να δώσουν την εντύπωση ότι προσπαθούν να επηρεάσουν μια εκλογική αναμέτρηση σε βάρος του Γ. Α. Παπανδρέου.
Ο «φίλος» και τα συμφέροντα
«Είμαι περήφανος να αποκαλώ τον πρόεδρο (σ. σ. εννοούσε τον πρωθυπουργό) φίλο μου», ανέφερε ο Πρόεδρος Ομπάμα ενώπιον των δημοσιογράφων, μετά δε τη φιλοφρόνηση αυτή έσπευσε να προσδιορίσει τους τομείς στους οποίους οι ΗΠΑ προσβλέπουν σε στενή συνεργασία με την Ελλάδα, αναφέροντας ότι θεωρεί «κρίσιμη τη συνεργασία για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, για την οικονομική κρίση και στον τομέα της ενέργειας».
Ειδικά, όμως, ο τελευταίος τομέας, είναι αυτός που προκαλεί πρόβλημα στον Κ. Καραμανλή, αφού μια ευρύτερη συνεργασία με τις ΗΠΑ στο ενεργειακό πεδίο, σημαίνει, εκ των πραγμάτων, απομάκρυνση από την ελληνορωσσική συνεργασία, με όσα αυτό συνεπάγεται για τις σχέσεις Μεγάρου Μαξίμου και Κρεμλίνου.
Ο Κ. Καραμανλής έθεσε μεν στον Πρόεδρο Ομπάμα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο, αλλά (οφείλει να) γνωρίζει πως ο Τούρκος «κουμπάρος» του, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει αφοσιωθεί, αυτή την περίοδο, στα εσωκομματικά του προβλήματα και δείχνει να αδιαφορεί για το αν οι στρατηγοί του επανήλθαν στην, έναντι της Ελλάδος, πολιτική των προκλήσεων στο Αιγαίο.
Ο πρόεδρος Ομπάμα επισκέφθηκε, μετά βαΐων και κλάδων, την Τουρκία και, όπως τονίζουν ορισμένοι αναλυτές (π. χ. Γιώργος Κύρτσος) πιεζόμενος από αρνητικές για τη χώρα του διεθνοπολιτικές εξελίξεις, έφτασε στο σημείο να επινοήσει το «μοντέλο» των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και να εμφανίσει την εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία περίπου ειδυλλιακή, για να περάσει το μήνυμα της πλανητικής συμφιλιώσεως μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων.
Ο δε Γιάννης Πρετεντέρης (στο «Βήμα») υποστήριξε ότι όπως φαίνεται η νέα αμερικανική διοίκηση έχει αποφασίσει να απεγκλωβίσει πλήρως τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις από το ελληνοτουρκικό πλέγμα και αυτή είναι, κατά τη λογική τους, μια κίνηση που προκύπτει περίπου από τη φορά των πραγμάτων και την αυξημένη στρατηγική σημασία της Τουρκίας.
Ο Γ. Κύρτσος επισημαίνει, εξάλλου, ότι η επιμονή Καραμανλή «σε μία αμερικανική επένδυση, σε ό,τι αφορά στη διπλωματία μας, μάς οδηγεί στην πλήρη ευρωπαϊκή απομόνωση. Φτάσαμε στο σημείο να διαφωνούμε με το γαλλογερμανικό άξονα, ο οποίος στήριξε με συνέπεια την ευρωπαϊκή προοπτική μας, για να φανούμε αρεστοί στην Ουάσιγκτον, η οποία επιμένει στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, ανεξάρτητα από τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνέπειες».
Οι διεθνείς επαφές
Αυτή ακριβώς την εξέλιξη, πέραν της τονώσεως του προφίλ του, προσπαθεί να εξισορροπήσει ο πρωθυπουργός με τη συνάντηση που είχε προ τριημέρου, στο Παρίσι, με τον Πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί της Γαλλίας, ο οποίος θέλει (και θα πάρει, όταν τα οικονομικά μας το επιτρέψουν) την προμήθεια των έξι γαλλικών φρεγατών, δε Κ. Καραμανλής φέρεται να έλαβε τη διαβεβαίωση του Γάλλου προέδρου ότι θα τον στηρίξει στην Ε.Ε. ώστε να αποφύγει μια «σκληρού τύπου επιτήρηση» μετά τον Οκτώβριο (ως τότε η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να λάβει πρόσθετα οικονομικά μέτρα για τη μείωση των ελλειμμάτων της).
Με την Καγκελάριο της Γερμανίας Αγκελα Μέρκελ, οι σχέσεις του Κ. Καραμανλή (λέγεται πως) είναι «διαταραγμένες», καθώς το Βερολίνο είναι ενοχλημένο με τον πρωθυπουργό, ο οποίος δεν παραχωρεί την προμήθεια των μαχητικών αεροσκαφών «Εurofighter» στην κοινοπραξία της οποίας ηγείται η Γερμανία. Στον Τύπο, πάντως, εγράφη ότι μεθοδεύεται επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο ως τις ευρωεκλογές.
Επισφαλής θέση
Παρά ταύτα, όμως, η θέση της κυβερνήσεως και συνεπώς του πρωθυπουργού είναι επισφαλής – για «πορεία σε άγονη γραμμή» έκανε λόγο η «Καθημερινή»- εξαιτίας της υποθέσεως Παυλίδη, υπόθεση η οποία θέτει τον Κώστα Καραμανλή ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων και επαναφέρει στο προσκήνιο τα σενάρια περί πρόωρων εκλογών (μαζί με τις ευρωεκλογές του Ιουνίου).
Το όλο ζήτημα προκαλεί νέα επιβάρυνση στο πολιτικό κλίμα και έρχεται να πλήξει, για άλλη μία φορά, το «ηθικό κύρος» της ΝΔ, λειτουργώντας σωρευτικά, καθώς επαναφέρει στο προσκήνιο παλαιότερες υποθέσεις με οσμή σκανδάλου, όπως με τα ομόλογα, το Βατοπέδι, τις τηλεφωνικές υποκλοπές, ενώ είναι εμφανής η αδυναμία διαχειρίσεως της οικονομικής κρίσεως και της (εξ αυτής) αυξήσεως της εγκληματικότητας ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα.