Η ανάσταση του Λαζάρου είχε πολύ μεγάλη απήχηση στο λαό, ώστε πολλοί από τους Ιεροσολυμίτες να σπεύδουν να ιδούν όχι μονάχα το θεάνθρωπο Κύριο «αλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσι», ακτινοβόλο στο πλάι του Μεσσία. Από τις λεπτομέρειες δε των διηγήσεων των ευαγγελιστών για την ανάσταση αυτή, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν και οι εξής αλήθειες:
α) Ο θάνατος χαρακτηρίστηκε από τον Κύριο ως ύπνος
Όταν ο Κύριος πληροφορήθηκε, για το θάνατο του Λαζάρου, ύστερα από καθυστέρηση τριών ημερών, στράφηκε προς τους μαθητές Του και είπε: «Άγωμεν... Λάζαρος, ο φίλος ημών, κεκοίμηται» (Ιω. ια’ 7, 11)., «αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνήσω αυτόν» (Ιω. ια’ 11).
Από τα πιο πάνω λόγια φαίνεται καθαρά ότι ο θάνατος, για το Χριστό, είναι ύπνος, από τον οποίο ο άνθρωπος ξυπνά σε μια καινούρια ζωή. Από την ανθρώπινη βέβαια πλευρά, ο θάνατος είναι πικρός. Όμως ο Κύριος με το λυτρωτικό έργο και την Ανάστασή Του κατήργησε την πικρία αυτή του θανάτου και τον μετέβαλε για όσους πιστεύουν και ζουν την εν Χριστώ ζωή σε μετάβαση στην αγήρω ζωή. «Εάν τις (πιστεύη) και τον λόγω μου τηρήση, έλεγε για το λόγο αυτό, θάνατον ου μη θεωρήσει εις τον αιώνα», (Ιω, η’ 51). «Διά Λαζάρου σε Χριστός ήδη σκυλεύει, θάνατε, λέγει για ταύτο και το εξαποστειλάριο της εορτής, και που σου, Άδη, το νίκυς; Της Βηθανίας ο κλαυθμός νυν επί σε μεθίσταται, πάντει κλάδους της νίκης αυτώ (τω θάνατω) επισείωμεν».
β) Η αναγκαιότητα της πίστης στο Χριστό
Όταν ο Χριστός έφθασε στη Βηθανία, έσπευσε να τον συναντήσει η αδελφή του Λαζάρου Μάρθα και να του αναφέρει με... παράπονο, ότι, αν ήταν εκεί πιο μπροστά, δεν θα πέθαινε ο αδελφός της. Εκείνος όμως τη διαβεβαίωσε ότι θα αναστηθεί ο αδελφός της.
- Γνωρίζω, Κύριε, είπε τότε εκείνη, ότι θα αναστηθεί «εν τη εσχάτη ημέρα» (Ιω. ια’ 24).
- «Εγώ είμι», τη διαβεβαίωσε τότε ο Κύριος, η Ανάστασις και η Ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο;» (Ιω. ια’ 26).
- «Κύριε, αποκρίθηκε τότε εκείνη, που κατάλαβε το μάθημά της, εγώ πεπίστευκα ότι συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού ο εις τον κόσμον ερχόμενος» (Ιω. ια’ 27).
Από τα πιο πάνω λόγια φαίνεται καθαρά ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάσταση και την αιώνια σωτηρία είναι η πίστη στη θεανθρώπινη φύση Του Χριστού και στο κοσμοσωτήριο έργο Του. Όπως δηλαδή ο Αβραάμ, κατά τον απόστολο Παύλο, «επίστευσεν τω Θεώ και ελογίσθη αυτώ (η πίστη του) εις δικαιοσύνην» (Ρωμ. 4,3), κατά παρόμοιο τρόπο πρέπει να πιστεύει και κάθε Χριστιανός διότι άνευ πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι» (Εβρ. 11,6). Όταν όμως ο άνθρωπος πιστεύσει, τότε, κατά τους λόγους του Κυρίου, «όψει (=θα ιδεί) την δόξαν του Θεού» (Ιω. ια’ 43). Όταν πιστέψει δηλ. ομολογεί, μαζί με τον ποιητή, ότι ο Χριστός «ανάστασις και ζωή των ανθρώπων υπάρχει».
γ) Η αναγκαιότητα της συνεργίας του ανθρώπου για τη σωτηρία του
Ύστερα από τα πιο πάνω, η Μάρθα ειδοποίησε και την αδελφή της Μαρία, που έτρεξε να συναντήσει τον Κύριο κοντά στο μνήμα του αδελφού της. Κατά τη συνάντησή της δηλ. με τον Κύριο, η Μαρία έπεσε στα πόδια Του κλαίγοντας και λέγοντας τα ίδια με τη Μαρία λόγια. Τότε ο Κύριος, που έβλεπε τα δάκρυα της Μαρίας και όλων εκείνων που τη συνόδευαν, «εδάκρυσε» ενώ στη συνέχεια πρόσταξε να σηκώσουν τον επιτάφιο λίθο, λέγοντας: «Άρατε τον λίθον» (Ιω. ια’ 39). Πολλοί δε από τους παρευρεθέντες έσπευσαν τότε να αποκλίσουν το τεράστιο λιθάρι, παίρνοντας ταυτόχρονα ένα μεγάλο μάθημα για την αναγκαιότητα και της δικής τους συνεργίας στην ανάσταση του Λαζάρου. Αυτό δηλαδή το έκανε, κατά τον ιερό Χρυσόστομο «ινα αυτούς μάρτυρας ποιήση του θαύματος» και ταυτόχρονα για να καταλάβουν, ότι έπρεπε και αυτοί να κάνουν αυτό που μπορούσαν. Στο ανασήκωμα δε της πέτρας εκείνης έλαβαν μέρος πιθανότατα και οι μαθητές του Κυρίου που έγιναν στο εξής «συνεργοί Θεού» (1 Κορ. 3,9, 2 Κυρ. 1,24) στη διάδοση του Ευαγγελίου και ταυτόχρονα «συνεργοί (των πιστών) εις την βασιλείαν του Θεού (Κολοσ. Δ’ 10), όπως πρέπει να γινόμαστε και όλοι οι Χριστιανοί, ως συνεργοί της χαράς των πιστών (2 Κορ. 1,24) και ως συνεργοί εις την βασιλείαν του Θεού (Κολ. 4,11), δηλαδή στην κατάκτηση της ουράνιας βασιλείας.
δ) Η ανάγκη της αλήθειας και της αναστημένης ζωής.
Ύστερα όμως και από την αποκύλιση του λίθου, βγήκε, όπως ήταν επόμενο, μια δυσωδία από το μνήμα από τον τετραήμερο νεκρό και για τούτο η Μάρθα λιγοψύχισε, λέγοντας: «Κύριε, ήδη όζει» (Ιω. ια’ 39). Ο Κύριος όμως τη στήριξε στην πίστη, λέγοντας:
«Ουκ είπον σοι, ότι εάν πιστεύσης, όζει την δόξαν του Θεού» (Ιω. ια’ 43). Στρεφόμενος δε προς το μέρος του μνήματος, φώναξε προστακτικά: «Λάζαρε, δεύρο έξω» (Ιω. ια’ 43). Στο πρόσταγμα δε εκείνο όλοι οι παρευρεθέντες αντίκρισαν τότε το πιο παράδοξο θέαμα της ζωής τους, το Λάζαρο, που ήταν «δεδεμένος τους πόδας και τας χείρας» να ανασηκώνεται και αναπηδώντας (καθώς ήταν δεμένος με τα αθόνια) να βγαίνει έξω από το μνήμα του, ενώ ο Κύριος έδωσε την τελευταία προσταγή στους δικούς του, λέγοντας: «Λύσυτε αυτόν και άφετε υπάγειν» (Ιω. ια’ 44). Λύστε τον δηλαδή και αφήστε τον να πορευθεί στο δρόμο της αναστημένης πλέον ζωής που χαρακτηρίστηκε αργότερο από τους Πατέρες ως «μακαρία απώλεια». Σ’ αυτό δε το δρόμο της αναστημένης και μακάριας ζωής πρέπει να βαδίζει στην πραγματικότητα κάθε χριστιανός, βλέποντας στην καρδιά του το μεγάλο θαύμα της ανάστασής της και πιστεύοντας ακράδαντα εις Αυτόν». Και ταύτο, γιατί με τον τρόπο αυτό μονάχα είναι δυνατόν να πάρουμε μέρος και «εν τη αναστάσει των δικαίων» όταν ζούμε και μεις ως δίκαιοι, όπως ο αναστημένος φίλος του Χριστού, Λάζαρος.
Ύστερα δε από όλα τα πιο πάνω, θα έλεγα και εγώ μαζί με τον ποιητή του δοξαστικού της εορτής ότι:
«Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον ότι νεκρόν τεταρταίον εκ τάφου Χριστού φωνήσας ήγειρε και φίλον εκάλεσε, δοξολογήσωμεν Αυτόν ως υπερένδοξον, ως ταίς πρεσβείαις του δικαίου Λαζάρου σώση τας ψυχάς ημών».