«Δεν παραιτούμαι», είπε, και δεν διευκόλυνε κανέναν. Και όταν λέμε «κανέναν», εννοούμε βεβαίως την κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται στη δίνη ενός ακόμη σκανδάλου και κινδυνεύει να ναυαγήσει στα απόνερα που αφήνει πίσω της η υπόθεση του πρώην υπουργού Ναυτιλίας.
Βέβαια, στην Ελλάδα και στην πολιτική ζωή, αλλά και γενικότερα, εκείνο που δεν έχουμε καταλάβει και δεν αναγνωρίζουμε είναι «το τεκμήριο της αθωότητας». Δηλαδή, μέχρι κάποιος πολιτικός ή μη να αποδειχθεί ένοχος, υπάρχει αυτό που λέμε «the benefit of the doubt», δηλαδή η δυνατότητα ή αν το θέλουμε η... ευεργεσία της αμφιβολίας. Μέχρι κάποιος να αποδειχθεί ότι είναι ένοχος, θεωρείται αθώος. Τυπικά και σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία ούτως έχουν τα πράγματα. Ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας. Πρακτικά όμως, όπως πολλάκις έχει αποδειχθεί, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όταν η λάσπη πετιέται ασύστολα σε κάποιον «κολλάει» επάνω του και ακόμη και εάν κατά τη διαδικασία αποδειχθεί ότι ήταν αθώος ή εν πάση περιπτώσει δεν αποδειχθεί ότι ήταν ένοχος, παραμένει το στίγμα τής ενοχής και της λάσπης. Διότι κανείς από το σημείο που εξακοντίζεται η λάσπη αυτή δεν ψάχνει να βρει αν πράγματι ο χι ή ο ψι ήταν αθώος ή ένοχος. Και δεν ψάχνει γιατί απλά δεν τον ενδιαφέρει. Η... ρετσινιά μένει.
Αν ο πρώην Ναυτιλίας Παυλίδης προχθές, στη συναισθηματικά φορτισμένη ομιλία του στη Βουλή, αντί να πει «δεν ανεξαρτητοποιούμαι και δεν παραιτούμαι» είχε πει «παραιτούμαι για να διευκολύνω την κυβέρνηση», το συμπέρασμα δεν θα είχε βέβαια αλλάξει. Θα είχε απλά ισχυροποιηθεί. Διότι, έτσι κι αλλιώς, προανακριτική ή μη θεωρείται εκ προοιμίου «ένοχος» είτε αυτό λέγεται ανοιχτά είτε όχι. Αν είχε παραιτηθεί, απλά θα είχε ενισχύσει την πιθανότητα της ενοχής του. Από την άλλη βέβαια, θα είχε διευκολύνει την κυβέρνηση, η οποία πολιορκείται από σκάνδαλα, που, είτε αποδείχτηκαν πραγματικά είτε όχι, πέρασαν στην ιστορία της και στο πολιτικό οπλοστάσιο των αντιπάλων της, γιατί ποτέ κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ή δεν πείστηκε στη συνέχεια για την... αθωότητα ή την ενοχή προσώπων και πραγμάτων. Και, παρά το γεγονός ότι επισήμως δεν ομολογείται, είναι σαφές ότι του ασκήθηκαν πιέσεις για να παραιτηθεί. Όπως είναι σαφές ότι αν είχε παραιτηθεί θα είχε διευκολύνει την κυβέρνηση, η οποία περνάει συνεχόμενες δύσκολες στιγμές. Και η οποία, όντας διαχρονικός όμηρος της οριακής πλειοψηφίας της, δεν μπορεί να προχωρήσει σε... μαγκιές τύπου «διαγραφής», ούτε τόσο εύκολα, ούτε τόσο αλόγιστα. Αν και στο παρελθόν, για πολύ μικρότερης σημασίας θέματα, το έπραξε με βουλευτές της - όπως η περίπτωση Κουκοδήμου - οι οποίοι εν συνεχεία επανήλθαν στην κοινοβουλευτική ομάδα μετά φανών και λαμπάδων. Ωστόσο, ο πρώην Ναυτιλίας Παυλίδης είναι ο 151ος βουλευτής και αυτό σημαίνει ότι η απώλειά του θα ξαναγύριζε τη Ν.Δ. στους 150 βουλευτές και πολύ πιο κοντά στο ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών, που μετά περισσής σπουδής ζητάει σχεδόν επί καθημερινής βάσεως το ΠΑΣΟΚ. Και που, στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορούσε να επιθυμεί η κυβέρνηση. Βεβαίως, η κοινή λογική λέει ότι δεν θα μπορούσε και δεν έπρεπε να επιθυμεί και ο τόπος, και το ίδιο λένε και οι πολίτες στις δημοσκοπήσεις. Καθότι, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, εθνικές εκλογές με την ανάλογη προεκλογική περίοδο δεν θα μπορούσαν παρά να είναι η χαριστική βολή για την κατάσταση που υφίσταται αυτή τη στιγμή.
Ωστόσο φαίνεται ότι ο Παυλίδης, αθώος ή ένοχος, δεν σκοπεύει να παράσχει τέτοιες διευκολύνσεις. Και από τη στιγμή που ο καθένας έχει το συνταγματικό δικαίωμα να υπεραμύνεται της αθωότητάς του, το ίδιο ισχύει και για τους πολιτικούς, μέχρι τουλάχιστον να αποφανθεί η προανακριτική, η σύσταση της οποίας εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία από τη Βουλή.
Ας είμαστε λοιπόν λίγο πιο ψύχραιμοι, πριν αρχίσουμε να ρίχνουμε το ανάθεμα. Διότι στο κάτω - κάτω της γραφής, γενικά, αλλά και ειδικότερα, όσον αφορά στους πολιτικούς «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω»!