Η διερεύνηση της ταυτότητας ενός έθνους είναι μια σχετικά δύσκολη υπόθεση ιδιαίτερα όταν πρόκειται για λαούς που βρίσκονται επι μακρόν σε γεωγραφικά μήκη και πλάτη που αποτελούν κρίσιμα σταυροδρόμια και που επι μακρόν και πολλές φορές δέχθηκαν επιθέσεις από άλλα έθνη με αποτέλεσμα αφενός την αναγκαστική μακροχρόνια συνύπαρξη με πολλά εξ αυτών και αφετέρου την, ως εκ τούτου, αναπόφευκτη επιμιξία με τους εισβολείς.
Η «εισβολή» ας πούμε των Ισπανόφωνων στις ΗΠΑ άλλαξε και αλλάζει στις μέρες μας τόσο δραματικά το συσχετισμό σε βάρος των αγγλικής καταγωγής Αμερικανών ώστε ανάγκασε τον καθηγητή του Χάρβαρντ Σάμιουελ Χάντινγτον με το βιβλίο του «Ποιοι είμαστε» να κρούσει τον κώδωνα και να μιλήσει για κίνδυνο με διακύβευμα την εθνική τους ταυτότητα.
Η χώρα μας, ως γνωστόν, όντας σταυροδρόμι ηπείρων και πολιτισμών υπέστη πολλές τέτοιες μακροχρόνιες επιρροές, με αποτέλεσμα η λεγόμενη φυλετική καθαρότητα να τίθεται από αρκετές πλευρές εν αμφιβόλω. Η έννοια όμως του έθνους είναι σαφώς ευρύτερη από την έννοια της φυλετικής ομάδας πράγμα που αν δεν ίσχυε ασφαλώς και δεν θα μας επέτρεπε σήμερα να μιλάμε π.χ. για Αμερικανικό έθνος. Συνεπώς η έννοια της εθνικής μας ταυτότητας είναι προτιμότερο να διερευνάται κυρίως μέσα από τα ιδαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που παράγουν πολιτισμό κι αυτό είναι μια γενική παραδοχή στην οποία οι περισσότεροι συμπίπτουν.
Έτσι οι Ελληνες του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, οι Ελληνες της κλασικής και της Ελληνιστικής περιόδου, οι Ελληνες Ρωμαίοι πολίτες, οι Ελληνες Χριστιανοί του Βυζαντίου, οι Νεοέλληνες και οι Ελληνες Ευρωπαίοι πολίτες για περισσότερα από τρεις χιλιάδες χρόνια άφησαν ξεχωριστά αποτυπώματα στην Ιστορία του ανθρώπου μεταφέροντας, με κύριο εργαλείο την ελληνική γλώσσα ως μη μαχητό τεκμήριο της αδιάλλειπτης πολιτισμικής μας συνέχειας, έναν πολιτισμό που τους διακρίνει από τους άλλους λαούς.
Γι’ αυτό η εξέχουσα ελληνίστρια της εποχής μας, J. Romilly, μελετώντας την ιστορική διαδρομή των Ελλήνων γράφει: «Ο καθένας γνωρίζει ότι οι Έλληνες εμπνέονταν από τη μοναδική επιθυμία κατανοήσεως του ανθρώπου, να επεξηγήσουν τη ζωή του στο ύψος του Λόγου εγκαθιδρύοντας τον πολιτισμό του Λόγου...».
Έχουμε την τύχη, λοιπόν, να ζούμε στον τόπο όπου ωρίμασε ο δημοκρατικός διάλογος, αναπτύχθηκαν οι πολιτικές πρακτικές, γεννήθηκαν η επιστήμη της ιστορίας, η φιλοσοφία και η τραγωδία, καλλιεργήθηκαν οι τέχνες και οι επιστήμες και έγιναν θυσίες στις μούσες και στις χάριτες.
Σε καθέναν από αυτούς τους τομείς είναι φανερή η ελληνική πρωτοτυπία. «Μια πρωτοτυπία που επιτρέπει -όπως λέει ο Γ.K. Βλάχος- το εκπληκτικό φαινόμενο της επιβιώσεως, ενός είδους μετεμψυχώσεως που εκφράζεται παραστατικά με τον όρο Αναγέννηση του ελληνικού πνεύματος συμβάλλοντας έτσι στην ανοδική πορεία του νεώτερου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το γεγονός αυτό μας υποχρεώνει, ιδιαίτερα εμάς τους Νεοέλληνες, να αναρωτηθούμε και να σκεφθούμε εκ θεμελίων το νόημα του σημερινού μας πολιτισμού και των δεσμών του με την αρχαία Ελλάδα...».
Εκατόν ογδόντα οχτώ χρόνια, λοιπόν, από την εξέγερση του 1821 η διαδρομή της χώρας έως σήμερα είναι όπως ένα ηφαίστειο που αφού εκρήγνυται μετά ησυχάζει και ξανά από την αρχή. Υπήρξε αιματηρή, γεμάτη σκαμπανεβάσματα, με αντιφάσεις και πισωγυρίσματα, με κινήματα και επαναστάσεις, με ανατάσεις και εθνικές καταστροφές, με επιτυχίες και περιόδους εσωστρέφειας, με στιγμές ενότητας αλλά και εμφυλίους αλλά και με απροκάλυπτες παρεμβάσεις του «ξένου – συμμαχικού» παράγοντα. Αλλά και με συντελεσμένη επιτέλους εθνική συνείδηση...
Γι’ αυτό είναι εύλογο, μετά από μια τέτοια διαδρομή, να αναρωτιέται κανείς, εάν, στις δύσκολες συνθήκες της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, με την ακατάσχετη πλημμυρίδα ανατροπών μακροχρόνια παγιωμένων καταστάσεων, μέσα στις οποίες συγκαταλέγονται και οι μετακινήσεις πληθυσμών για οικονομικούς και-σχετικά σύντομα- για περιβαλλοντικούς λόγους, εάν, λέμε, μπορεί ο σύγχρονος Έλληνας να τα βγάλει πέρα και να προκόψει χωρίς να αλλοτριωθεί και χωρίς να απωλέσει τα θεμελιακά του γνωρίσματα μέσα σ’ αυτό το χαοτικό διεθνές περιβάλλον.
Το αναφέρουμε αυτό διότι οι κολοσσιαίες ανακατατάξεις που συνόδευσαν την εκπνοή του 20ού αιώνα και οι οποίες συνεχίστηκαν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα με τη μορφή του βίαιου εξαμερικανισμού Ανατολής και Δύσης, με τη χρήση της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος και με αρωγούς τα διεθνή μίντια και το Χόλιγουντ, μπορεί να μην αναγγέλουν το τέλος της Ιστορίας μιλούν όμως καθαρά για το τέλος ενός μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης κι ενός πολιτισμού απότοκου, εν τέλει, του διαφωτισμού.
Αυτά ήταν που έκαναν τον (προσφάτως θανόντα) μεγάλο ελληνιστή Ζαν Πιέρ Βερνάν να πει αναπολώντας το ελληνικό πρότυπο: «Το να μυηθείς στην ελληνική κουλτούρα σου, επιτρέπει να απελευθερωθείς από την αταξία των σύγχρονων αξιών όπου βασιλεύουν ο ανταγωνισμός και η ωμότητα».
Ως ελληνισμός έχουμε εισέλθει, λοιπόν, στη φάση του τέλους της νεωτερικής εθνικής μας ταυτότητας και όλα δείχνουν ότι ένας ακόμη κύκλος κλείνει κι ένας άλλος φαίνεται να ανοίγει. Το ερώτημα είναι εάν στο κατώφλι της νέας εποχής οι σημερινοί Ελληνες έχουν τα προσόντα να συμβάλουν δημιουργικά στη διαμόρφωση της νέας ελληνικής ταυτότητας, η οποία θα συνεχίσει να τους κάνει ευδιάκριτους μεταξύ ίσων ανάμεσα στα άλλα έθνη.
Εμείς, ο νέος ελληνισμός, πρέπει να γίνουμε καινοτόμοι στη δράση μας και να αναζητήσουμε την καινούργια πρωτοτυπία που θα μας επιτρέψει να βρούμε διαδρομές όχι απλής επιβίωσης αλλά και προόδου στο εντεινόμενης πολυπλοκότητας και αυξανόμενου ανταγωνισμού και απαιτητικό σε ποιότητα διεθνές περιβάλλον.
Για να το επιτύχουμε αυτό χρειαζόμαστε εργαλεία ικανά να αναδείξουν τις αρετές μας και να αμβλύνουν ή να απαλείψουν τις αδυναμίες μας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Τέτοια εργαλεία είναι: η μόρφωση του λαού η οποία προάγει το ελεύθερο φρόνημα και την πίστη στα δημοκρατικά ιδεώδη κι ένα δίκαιο σύστημα κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που να στηρίζεται στην αξιοκρατία κι όπου ο καθένας θα συνεισφέρει ανάλογα με τις δυνατότητές του. Κυρίως όμως χρειαζόμαστε την αγάπη για την πατρίδα μας.
Ο πατριωτισμός μας αυτός όμως να μην στηρίζεται μόνο στα επιτεύγματα του απώτερου παρελθόντος αλλά να αντλεί έμπνευση από το παρόν, να είναι ανοιχτός στους άλλους (φύλο, θρησκεία, χρώμα) και να μην σχετίζεται ούτε με στείρους εσωστρεφείς εθνικισμούς ούτε με αδιέξοδη (και ανέξοδη) καπηλεία των ιερών του έθνους.
Η ανάπτυξη, συνεπώς, ενός ελληνικού προτύπου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης (ελληνικός δρόμος) στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής μας διαδρομής, που θα μεγεθύνει γρήγορα, δίκαια και ισορροπημένα όλα του τα συστήματα μπορεί, να λειτουργήσει ως μοντέλο για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων αλλά και της Μεσογείου και να αποτελέσει ανάχωμα και εναλλακτική πρόταση στην επέλαση μέσω της παγκοσμιοποίησης ενός άγριου και ασυγκράτητου καπιταλισμού, που ήδη αποδιοργανώνει πλήρως το πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, τα ασφαλιστικά συστήματα και τα δικαιώματα εν γένει των απλών ανθρώπων.
Η χώρα μας αξιοποιώντας την ιστορική εμπειρία τόσο από τα λάθη της αλλά και από τα «δώρα» (εμφύλιος, χούντα, κατοχή της Β. Κύπρου) που μας «χάρισαν» σχετικά πρόσφατα φίλοι κι εχθροί, όσο και την εμπειρία της και τα θετικά δώρα που δεχθήκαμε (ως αντιστάθμισμα;) από αυτούς (αποκατάσταση της Δημοκρατίας, πρώιμη είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ για πολιτικούς λόγους, είσοδος της Κύπρου στην ΕΕ, ένταξη στην ΟΝΕ) μπορεί να γνωρίσει μια πρωτοφανή άνθιση στην οικονομία, στις τέχνες και στα γράμματα. Μπορεί δηλαδή να αναπτύξει και πάλι πολιτισμό τέτοιο ώστε ο όρος Έλληνας να είναι ταυτόσημος με την ποιότητα, την αξιοπιστία , το ευγενές και το υψηλό.
Η δημιουργία ενός τέτοιου πολιτισμού στους χρόνους μας ίσως επιτρέψει σε μια άλλη J. Romilly στο μέλλον να διαπιστώσει και να πιστοποιήσει πως «ο νέος ελληνικός πολιτισμός αποτελεί μια προνομιούχα στιγμή της ιστορίας της ανθρωπότητας...» απαντώντας και πάλι στο ερώτημα «γιατί ξανά η Ελλάδα;».
Για ένα τέτοιο ερώτημα στο μέλλον, για ένα τέτοιο ελληνικό πολιτισμό, για μια τέτοια πατρίδα αξίζει να δίνει κανείς κάθε ικμάδα δυνάμεων, αξίζει ακόμη και να θυσιάζεται.
* Ο Δημήτρης Νούλας είναι Χημικός