Αλγεινές εντυπώσεις και ποικίλα σχόλια προκάλεσε η γνωστοποιηθείσα (προφανώς όχι τυχαίως, παρά τα όσα λέγονται και γράφονται περί πρωθυπουργικής ενοχλήσεως και δυσφορίας) συζήτηση, που είχε, προ ημερών, μεσούσης της δεινής οικονομικής κρίσεως που μαστίζει τον κόσμο και την Ελλάδα, ο πρωθυπουργός με το δημοσιογράφο Νίκο Χατζηνικολάου, από την οποία προέκυπτε πως ο Κώστας Καραμανλής «είναι κουρασμένος» και ότι αν χάσει τις εκλογές θα αποχωρήσει από την ηγεσία του σημερινού κυβερνώντος κόμματος.
Και προκάλεσε αλγεινές εντυπώσεις, καθώς - παρά το γεγονός ότι πρωτίστως τους πολίτες δεν (πρέπει να) τους ενδιαφέρει το ποιος ηγείται ενός κόμματος, αλλά ποια πολιτική ακολουθεί το συγκεκριμένο κόμμα, πόσο μάλλον όταν αυτό υποτίθεται πως κυβερνά – τα αποδοθέντα στον Κώστα Καραμανλή δείχνουν έναν «καπετάνιο» που προσπαθεί να εγκαταλείψει ένα βυθιζόμενο σκάφος.
Εν προκειμένω δε το βυθιζόμενο σκάφος δεν είναι μόνο το κόμμα της ΝΔ (σύμφωνα, τουλάχιστον, με τις δημοσκοπήσεις) αλλά η ίδια η χώρα, καθώς βαθαίνει η οικονομική κρίση και συντόμως ελλοχεύει ο κίνδυνος να μετατραπεί και σε κοινωνική, ο δε (υποτιθέμενος) καπετάνιος εμφανίζεται «να σηκώνει τα χέρια ψηλά», χωρίς (ως οφείλει) να δίνει κάποια ελπίδα στην (ούτως ή άλλως) όντως κουρασμένη και αποκαμωμένη ελληνική κοινωνία.
ΔΥΣΦΟΡΙΑ Ή (ΚΑΙ) ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗ;
Ο δημοσιογράφος Νίκος Χατζηνικολάου, δεν είναι μια τυχαία περίπτωση στα ελληνικά ΜΜΕ, καθώς και έγκυρος θεωρείται και σοβαρός, συνεπώς δεν θα έγραφε κάποια πράγματα από μια συζήτηση που είχε με τον πρωθυπουργό, αν αυτός δεν είχε συναινέσει στο να γραφούν αυτά τα οποία είπε.
Αξίζει για ιστορικούς λόγους να θυμίσουμε πως ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος τις ημέρες του Πάσχα του 1984, πριν τις ευρωεκλογές που επρόκειτο να διεξαχθούν, τότε, λίγους μήνες αργότερα, είχε γνωστοποιήσει μια συνομιλία του με τον τότε αρχηγό της ΝΔ, από την οποία προέκυπτε ότι ο Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας θα αποχωρούσε από την ηγεσία του κόμματος, αν θα έχανε.
Όπερ και εγένετο.
Και τον διαδέχθηκε, τότε, ο Κώστας Μητσοτάκης...
Σήμερα, πλην του ιδίου του Κώστα Καραμανλή (και αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο...) ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει τι ακριβώς θα πράξει ο σημερινός (κουρασμένος) πρωθυπουργός, αν και εφόσον ηττηθεί η παράταξή του στις επερχόμενες ευρωεκλογές – και φυσικά με πόση διαφορά από το πρώτο κόμμα.
Αν, δηλαδή, όντως θα αποχωρήσει και δη αμέσως από την ηγεσία της ΝΔ, αν θα προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές (όπως μετ’ επιτάσεως λέγεται - και δη εντός του Ιουλίου) αν θα περιμένει να δει τις διεργασίες για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας (με δεδομένο πως είναι ακόμη άγνωστες οι βουλές του νυν Πρόεδρου Κάρολου Παπούλια) ενώ είναι φυσικό να γνωρίζει πως η αποδιδόμενη σ’ αυτόν μελλοντική πρόθεση, όσο κι αν έχει διαψευσθεί, έχει, ήδη, ανοίξει τον ασκό του Αιόλου της διαδοχολογίας, στην, εμφανώς κατεχομένη από ηττοπάθεια, παράταξη του, ιδιαίτερα δε στην κομματική της βάση.
«ΜΕΝΩ, ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΦΥΓΩ;»
Σε μια χρονική συγκυρία, κατά την οποία ο κόσμος και η Ελλάδα «καίγονται», συγκυρία κατά την οποία οι «φωστήρες» των Βρυξελλών (που αδυνατούν ή δεν θέλουν να συμφωνήσουν σε συγκεκριμένα μέτρα, με κοινωνική ευαισθησία και με στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, για την αντιμετώπιση της δεινής οικονομικής κρίσεως) επιμένουν να ζητούν πολιτικές άγριας λιτότητας (ήδη κεντρικοί Ελληνες τραπεζίτες φαίνεται πως έχουν ρίξει στο τραπέζι για ζύμωση και όχι μόνο, σχέδια για τριετές σταθεροποιητικό πρόγραμμα, με πάγωμα μισθών στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα) η δε ελληνική κοινωνία έχει αρχίσει να γονατίζει, ο πρωθυπουργός διέπραξε το (όπως όλα δείχνουν) ολέθριο σφάλμα να ομιλήσει περί δικής του κοπώσεως και περί προθέσεώς του να αποχωρήσει από την ηγεσία της ΝΔ, αν ηττηθεί στις εκλογές (βεβαίως δεν αποσαφήνισε αν εννοεί τις ευρωεκλογές ή τις βουλευτικές εκλογές).
Η γνωστοποίηση αυτής της ψυχολογικής καταστάσεως και των μελλοντικών προθέσεων του πρωθυπουργού, προκάλεσε αναστάτωση στη «γαλάζια» παράταξη, επιχειρήθηκε να διαψευσθεί, ο δε ίδιος ο Κώστας Καραμανλής προσπάθησε να πείσει (με την τελευταία εμφάνισή του στη Ζάκυνθο) ότι όλα αυτά που γράφτηκαν δεν ισχύουν.
Ο Κώστας Καραμανλής δήλωσε αποφασισμένος να παραμείνει για «πολύ ακόμη» στην ηγεσία της ΝΔ, ενώ μιλώντας με προσωπικούς τόνους, θέλησε να εξουδετερώσει τις εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν από τη γνωστοποίηση των απόψεών του.
«Μου κάνατε την τιμή να με εκλέξετε δύο φορές πρωθυπουργό, και την τιμή αυτή θα συνεχίσω να την ανταποδίδω με όλες μου τις δυνάμεις. Παλεύω και θα συνεχίσω να παλεύω ασταμάτητα για να βγει η χώρα από την κρίση. Πρώτη και τελευταία έγνοια μου, είναι να υπηρετώ το συλλογικό συμφέρον. Παίρνω και θα συνεχίσω να παίρνω όλες τις αποφάσεις που χρειάζονται», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός.
«Απαντώντας» δε στα σενάρια περί διαδοχής, σύμφωνα με τα αναγραφέντα στις εφημερίδες, ως αποτύπωση των διαλόγων που είχε με τοπικούς παράγοντες της Ζακύνθου, σημείωσε: «Ήξερα από την αρχή πως ο δρόμος θα είναι ανηφορικός και δύσκολος. Αλλά είμαι αποφασισμένος να συνεχίσω, χωρίς να ασχολούμαι με διαδόσεις. Αυτά είναι έγνοιες και άγχη άλλων. Παραμένω προσηλωμένος στην πολιτική και δεν θα διολισθήσω στην παραπολιτική. Δεν ασχολούμαι με πυροτεχνήματα, σενάρια και παρερμηνείες ανευθυνότητας, δεν με αφορούν και δεν σας αφορούν».
Ο Κώστας Καραμανλής είχε ένα δίκιο.
Όντως, τα ανωτέρω δεν αφορούν την κοινωνία και τους πολίτες, φαίνεται, όμως, πως αφορούν το ίδιο του το κόμμα και τους διαφόρους επίδοξους διαδόχους του, οι οποίοι άρχισαν, ήδη, «να κάνουν παιγνίδι», με γεύματα και συναντήσεις (φανερές και μη) με στόχο τη διαμόρφωση νέων συσχετισμών στη «γαλάζια» παράταξη.
ΣΦΑΛΜΑ...
Οι περισσότεροι αναλυτές διερωτώνται αν ο Κώστας Καραμανλής διέπραξε σφάλμα ή τα όσα εγράφησαν συνιστούν έναν εκ μέρους του τακτικό ελιγμό.
Σφάλμα γιατί αν τα λεχθέντα αποσκοπούσαν στο να «τσιτώσει» τα στελέχη του, ώστε να εργαστούν για «να πάει μπροστά» η παράταξή του, δείχνει πως έχει αμβλυνθεί το πολιτικό του κριτήριο.
Η απειλή της αποχωρήσεως ενός ηγέτη χρησιμοποιείται ως μοχλός πιέσεως στα στελέχη του, όταν ο ίδιος είναι ισχυρός στο λαό, στη δε προκειμένη περίπτωση τόσο το κόμμα του, όσο και ο ίδιος έχουν (με βάση τις δημοσκοπήσεις) φθίνουσα πορεία.
Εν πάση δε περιπτώσει, όταν στελέχη και κομματική βάση, διαπιστώνουν πως ο ηγέτης τους δηλώνει κουρασμένος, τα μεν πρώτα δεν έχουν λόγο να τον κρατήσουν ως επικεφαλής τους, σ’ ό,τι δε αφορά τη δεύτερη είναι βέβαιο πως μέλη της θα αρχίσουν να αλληθωρίζουν προς την αντίπαλη παράταξη, για την οποία, επί της ουσίας, ακόμη και ο ηγέτης τους, με τη στάση του, αναγνωρίζει πως «ήλθε η ώρα της».
Ειδικότερα δε τα υψηλόβαθμα στελέχη του βλέποντας το σημερινό τους ηγέτη αντί να δηλώνει μάχιμος να εμφανίζεται ως αναχωρητής, προτιμούν να ανοίξουν διαύλους επικοινωνίας και σχέσεις με εκείνους, εντός της παρατάξεως, που δείχνουν να έχουν (ή όντως την έχουν) τη δυνατότητα να ηγηθούν αυτής, με στόχο είτε να την διατηρήσουν στην νομή της εξουσίας, είτε να την επαναφέρουν σ’ αυτήν, στην περίπτωση που χαθούν οι εκλογές.
Ή ΤΑΚΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ;
Άλλοι αναλυτές κάνουν λόγο για τακτική κίνηση του Κώστα Καραμανλή και προβάλλουν το σενάριο πως ο σημερινός πρωθυπουργός έχει κατά νου είτε τη λογική της «πράσινης» παρενθέσεως (δηλαδή να κερδίσει τις εκλογές ο Γιώργος Α. Παπανδρέου, αλλά λόγω της κρίσεως «να μην μπορέσει να σταθεί», να πέσει συντόμως και συνεπώς να είναι αυτός, εφόσον δεν αποχωρήσει, που θα επαναφέρει το κόμμα στην κυβερνητική διαχείριση), είτε (αν τελικώς αποχωρήσει) να στείλει τη (φερόμενη, χωρίς αυτό να είναι καθόλου σίγουρο, ως φαβορί για τη διαδοχή του) Ντόρα Μπακογιάννη, για τουλάχιστον μια τετραετία στην αντιπολίτευση.
Τα τελευταία 24ωρα κυκλοφόρησε και το σενάριο (Το «Βήμα» - Γιάννης Πρετεντέρης) σύμφωνα με το οποίο ο Κ. Καραμανλής επέλεξε να μετατρέψει τις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις σε δημοψήφισμα για τον εαυτό του και συνεπώς χρειάζεται χρόνο για να οικοδομήσει αυτό το δίλημμα, έστω και με κάποιο κόστος στις δημοσκοπήσεις. Αν το δίλημμα δεν περάσει, ούτε είχε, ούτε έχασε τίποτα. Αν περάσει, τα μάζεψε όλα από το τραπέζι, έγραψε ο Γ. Πρετεντέρης. Και πρόσθεσε πως «μοιάζει λογικό να χρησιμοποιήσει (ο Κ. Καραμανλής) τον εαυτό του για να συσπειρώσει αυτούς που εξακολουθούν να τον πιστεύουν. Ενδεχομένως το 60% των ψηφοφόρων να θεωρήσει ότι η παρουσία του Καραμανλή στην πολιτική δεν το αφορά και να αποφανθεί «καλά ξεκουμπίδια!». Το υπόλοιπο 40%, όμως, του αρκεί για να κερδίσει τις εκλογές».
Τα ανωτέρω, λόγω του απρόβλεπτου των οικονομικών εξελίξεων και της εμφανούς αδυναμίας να προδιαγραφούν τα μελλούμενα να συμβούν, εμπεριέχουν σημαντικότατο ρίσκο, η δε (απίθανη, με βάση τα σημερινά «γαλάζια» δεδομένα) εκδοχή να θελήσει να δώσει ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής το δαχτυλίδι στο διάδοχό του δεν μπορεί εύκολα να υποστηριχθεί, καθώς δεν είναι διόλου βέβαιο πως θα τον υπακούσει ακόμη και αυτό το λεγόμενο «καραμανλικό» στρατόπεδο, όταν (θα) είναι πια ορατή η απώλεια της εξουσίας.
Εν κατακλείδι, όμως, όλη αυτή η συζήτηση για τον κουρασμένο και αναχωρητή Κώστα Καραμανλή είναι βέβαιο πως δεν αφορά την κοινωνία και τους πολίτες, για τους οποίους σήμερα δεν ισχύει ούτε καν το ρηθέν ότι των οικιών ημών εμπιπραμένων υμείς άδετε, διότι είναι βέβαιο πως ουδείς μπορεί πια να άδει...