* Του Αρχιμανδρίτου π. Αχιλλίου Τσούτσουρα
Πρωτοσυγκέλου της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου
Στον κόσμο αυτό που καθημερινά πάσχει και υποφέρει από πολλά και ποικίλα προβλήματα, ανεκτίμητο δώρο παραμένει η υγεία. Όταν έχουμε υγεία, χαιρόμαστε, εργαζόμαστε, κινούμεθα, προσφέρουμε. Κι έχουμε υποχρέωση να φροντίζουμε την υγεία μας. Γιατί το ευάλωτο πραγματικά στις αρρώστιες και τη φθορά σώμα μας είναι βαπτισμένο και μυρωμένο. Είναι υπηρέτης της αθάνατης και άφθορης ψυχής μας. Είναι «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» (Α΄Κορ. στ΄19).
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστικά: «Θεέ μου δος μου την υγεία για να μπορώ να κάμω την νηστεία και να Σε υπηρετώ». Και στο Σοφό Σειράχ διαβάζουμε: «Τίμα ιατρόν και γαρ αυτόν έκτισε Κύριος» (Τίμα τον γιατρό, γιατί ο Κύριος τον δημιούργησε και κείνον) (Σ. Σειράχ 38). Άκου τις συμβουλές Του, τήρησε τις οδηγίες Του και παράλληλα έχε εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού.
Ένας τέτοιος μεγάλος ιατρός, επιστήμονας και νεοφανής Άγιος της Εκκλησίας μας με ορθή ζωντανή και πολύ δυνατή πίστη στο Θεό και ανυπόκριτη αγάπη προς τον κάθε ασθενή συνάνθρωπό του ανεδείχθη και ο Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας και Συμφερουπόλεως ο θαυματουργός.
Διαπρεπής καθηγητής, άριστος χειρουργός, Χριστιανός ζηλωτής, Επίσκοπος της Εκκλησίας, ομολογητής της πίστεως και μάρτυρας, στοργικός πνευματικός πατέρας και ταπεινός ασκητής, είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητος του Αγίου Λουκά.
Επιτυχημένος ιατρός, έγγαμος, νυμφευμένος με την Άννα Βασιλίγιεβνα. Σε ηλικία όμως 38 ετών χάνει τη σύζυγό του από φυματίωση και αναλαμβάνει την ανατροφή των τεσσάρων μικρών παιδιών του.
Καλείται εν συνεχεία από την Εκκλησία, την περίοδο εκείνη των διωγμών, να γίνει Κληρικός. Χειροτονείται Διάκονος, Πρεσβύτερος και κατόπιν Επίσκοπος.
Από τότε και μέχρι την τελευταία του πνοή, γνωρίζει το διωγμό, τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τις εξορίες, τις κακουχίες, βαστάζοντας κατά τον Απόστολο Παύλο, τα στίγματα του Ιησού Χριστού εν τω σώματι αυτού.
Εκοιμήθη το 1961. Κατά την ανακομιδή των Λειψάνων του στις 17 Μαρτίου 1996, βρέθηκαν η καρδιά του και τμήματα του εγκεφάλου του αδιάφθορα και άρρητος ευωδία να εξέρχεται από τα Λείψανά του.
Όντως μεγάλος ιατρός, άριστος επιστήμονας, άνθρωπος του Πνεύματος, προσπαθούσε να σώζει κάθε φορά τον ασθενή του, να του προσφέρει άδολα και αγόγγυστα τη θεραπεία, παρότι βρέθηκε πολλές φορές κάτω από πολύ δύσκολες συνήθως συνθήκες εργασίας, σε δύσβατες περιοχές, εργαζόμενος πότε σε άθλιους χώρους και πότε σε περιφερειακά ή στρατιωτικά νοσοκομεία και κλινικές, χωρίς θέρμανση, εξόριστος και με μηδαμινά μέσα, πριν από την εποχή των αντιβιοτικών, με δύσκολους έως εχθρικούς συνεργάτες και προϊσταμένους και παρά ταύτα διέπρεψε όσο κανείς άλλος.
Κατά γενική ομολογία, όπου εργαζόταν ενέπνεε το σεβασμό και την εκτίμηση. Γι’ αυτό και έστελναν σε αυτόν τις πιο δύσκολες και σοβαρές περιπτώσεις ασθενών και βαριά τραυματισμένων και «καταδικασμένων» σε θάνατο. Και όμως, ο Επίσκοπος Λουκάς ο γιατρός της προσφοράς, με την τεχνική του, την προσευχή του, την αντίληψή του και τις ικανότητές του, και κυρίως, όπως έλεγε πάντα ο ίδιος, «με το σημείο του Σταυρού και τη βοήθεια της Υπεραγίας Θεοτόκου», έκανε θαύματα: πραγματοποίησε με επιτυχία χιλιάδες εγχειρήσεις, τόλμησε πολλά στις θανατηφόρες λοιμώξεις, επεχείρησε πρώτος εκείνος χωρίς τα απαιτούμενα μέσα αλλά και όργανα, τις δύσκολες μεταμοσχεύσεις και έσωσε εκ θανάτου εκατοντάδες «καταδικασμένους» ασθενείς, χωρίς ποτέ να ζητήσει τίποτε για τον εαυτό του.
Όπως και η ποιμαντική του δραστηριότητα, έτσι και η ιατρική ήταν μία πορεία έμπονη. Η άσχημη εξέλιξη της υγείας κάποιου ασθενούς γινόταν πηγή πόνου και οδύνης. Και αυτό, γιατί έβλεπε τον κάθε άνθρωπο όχι σαν νούμερο, μία «περίπτωση», αλλά ως εικόνα Θεού, ως πρόσωπο μοναδικό και ανεπανάληπτο.
Σε όλη του την καριέρα είχε μόνον τρεις θανάτους στο χειρουργείο, που ήταν αναπόφευκτοι. Με πολύ πόνο ψυχής τους αντιμετώπισε. Θλιβόταν βαθιά και προσευχόταν στο Θεό για την ψυχή τους.
Μπροστά στον επικείμενο θάνατο ενός ασθενή, σκεπτόταν με φιλάνθρωπη και χριστιανική στάση, ακολουθώντας το παράδειγμα όλων των ιατρών Αγίων της Εκκλησίας μας.
Σ’ αυτή τη γραμμή εκινείτο και ο Επίσκοπος Λουκάς. Θεωρούσε απαραίτητο να γνωστοποιεί στους ασθενείς το επικείμενο του θανάτου τους (όχι με τον ψυχρό και απάνθρωπο πολλές φορές τρόπο των Αγγλοσαξώνων), προκειμένου να προετοιμασθούν να φύγουν, αν βέβαια ήθελαν, χριστιανικά. Και ήταν πολλοί οι ασθενείς του, που έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι, προετοιμασμένοι και συμφιλιωμένοι με το Θεό και τον πλησίον.
Αυτό ήταν το έργο του μεγάλου Ιατρού και Επισκόπου της Ρωσικής Εκκλησίας. Σύνθημά του ήταν: Ξεκινούμε την επέμβαση του ασθενούς με συμπροσευχή, επίκληση του ονόματος του Αγίου Θεού, εν συνεχεία έχριε σταυροειδώς τον ασθενή, χαράζοντας το σημείο του σταυρού με το ιώδιο της εποχής επάνω στο μέρος του σώματος που έπασχε και στο οποίο θα επιχειρούσε την επέμβαση, και ακόμη προσευχές και δεήσεις κατά τη διάρκεια της επεμβάσεως προκειμένου να βοηθήσει ο Κύριος αφενός μεν το Χειρουργό Ιατρό στο τολμηρό έργο του, αφετέρου δε τον ασθενή στη δοκιμασία του.
Και όλα αυτά, κάτω από την ανηρτημένη εικόνα του Δεσπότου Χριστού και της Παναγίας που με πολύ σθένος απαιτούσε να είναι στο χώρο εργασίας του, είτε αυτός ήταν σε δημόσια και επίσημα κτίρια (παρ’ ότι αυτό αυστηρά απαγορευόταν), είτε σε άλλους χώρους, ιδιωτικούς ή πρόχειρους.
Αυτό είναι λοιπόν και το έργο της Αγίας μας Εκκλησίας και σε όλους όσοι και σήμερα ακόμη διερωτώνται τι προσφέρει η Εκκλησία στην κοινωνία, ποιο είναι το έργο της, ποια η αποστολή της. Την απάντηση τη δίνει ο Άγιος Λουκάς, ο νέος Ιατρός: «Η Εκκλησία θεραπεύει τον ασθενή συνάνθρωπό μας που είναι η εικόνα του Θεού, τον κάνει υγιές μέλος της κοινωνίας στην οποία ζει, γιατί μοναδικός σκοπός της Εκκλησίας είναι τελικά: «αρπάσαι κόσμον και δούναι Θεόν».