Σήμερα – αν μου επιτρέπετε – θα μιλήσουμε για κλέφτες. Είναι, όπως ξέρετε ο πιο απλός και συνηθισμένος τρόπος να κάνεις λεφτά. Και όπως έλεγε ο σαρκαστής Μπέρναντ Σο, «τα λεφτά ή θα τα κλέψεις ή θα τα κληρονομήσεις απο κάποιον που τα έχει κλέψει». Άλλωστε το θέμα μας είναι πολύ επίκαιρο. Ζούμε στην εποχή όπου θεωρείται εξυπνάδα η... απάτη κι όπου η εντιμότητα κρίνεται ως κοροϊδιλίκι πρώτης ποιότητας Το «φτωχός αλλά τίμιος» ισχύει πλέον αντίστροφα: «Τίμιος αλλά φτωχός».
Γεγονός είναι πάντως ότι και η κλοπή είναι τέχνη. Ο τρόπος του κλέπτειν δεν είναι παρά πρόβλημα στιλ. Και το πιο «σικ» στιλ είναι να κλέβεις με όλους τους κανόνες που επιβάλλει η καλή συμπεριφορά και κυρίως ο νόμος. Λένε ότι οι μεγαλύτερες κλεψιές είναι νόμιμες ή νομιμοφανείς. Έτσι, αν κλέβεις την υπεραξία που δημιουργούν οι εργάτες σου δεν είσαι παρά ένας έντιμος βιομήχανος. Αν όμως κλέψεις την υπεραξία που κάποιος άλλος απέσπασε «νόμιμα» απο τους εργάτες του, τότε είσαι ένας αξιόποινος κλέφτης.
Ο κλέψας του κλέψαντος δημιουργούν παρέα τον αιώνιο φαύλο κύκλο της διαιωνιζόμενης κλοπής. Αναρωτιέται κανείς ποιος γλιτώνει τελικά απ’ αυτόν τον κυκεώνα της κλεψιάς και της απάτης που μας πνίγει! Ο ένας «ρίχνει» τον άλλον. Ο πολίτης κλέβει το κράτος, εκείνο με τη σειρά του κλέβει τον πολίτη, ο μεγαλοβιομήχανος τον βιομήχανο, ο οποίος κλέβει το βιοτέχνη και τον επαγγελματία. Ο μεσάζων κλέβει τον έμπορο και οι δύο μαζί τον παραγωγό... όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι μαζί κλέβουν τον καταναλωτή. Ο απατεώνας και ο λοβιτουρατζής θαυμάζονται, όπως και ο καταπατητής, ο «λαδωθείς» και ο «φακελωθείς» είναι σεβαστοί και οι θαυμαστές τους προσπαθούν να τους μοιάσουν! Οι οποίοι θαυμαστές γνωρίζουν περί ποίων πρόκειται, αλλά κατά βάθος τους ζηλεύουν.
Είναι κοινή πλέον η αντίληψη ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να κάνεις λεφτά παρά μόνον το παντοειδούς μορφής κλέψιμο, κι όσα λέγονται για «έντιμες περιουσίες» δεν είναι παρά λόγια ένοχων ηθικολόγων, απ’ αυτούς που προσεύχονται στο Θεό ανελλιπώς και εκμεταλλεύονται τους συνανθρώπους τους ανελλιπέστερα. Πράγματι, απο τη μια μεριά η κλοπή είναι κολάσιμο αδίκημα και απο την άλλη είναι φυσική συνέπεια της κοινωνικής αδικίας και της σκανδαλωδώς άνισης κατανομής του πλούτου.
Ο μέσος πολίτης προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του κλέβοντας κι αυτός ό,τι μπορεί και όπως μπορεί. Την εφορία ας πούμε. Αλλά κι αυτή η απόπειρα είναι αποτέλεσμα των «παγίδων» που του στήνει το κράτος. Κι αυτές οι παγίδες είναι άπειρες ώστε να μην ξέρει κανείς απο πού να φυλαχτεί. Παγίδες στην εφορία, παγίδες στις τράπεζες, παγίδες στις κάθε είδους συναλλαγές, είτε με το δημόσιο, είτε με τον ιδιωτικό τομέα.
Ακούμε συνεχώς πως ο ένας έχασε το σπίτι του γιατί χρωστούσε στην τράπεζα, ο άλλος έχασε το μαγαζί του γιατί του το έκλεισαν τα χρέη προς την εφορία, ο τάδε έπεσε θύμα απατεώνων μεσαζόντων που του πήραν τη σοδειά και τα λεφτά, ο δείνα «έριξε» τον διπλανό του καταχρασθείς την εμπιστοσύνη του, ο παραπέρα έπεσε θύμα αισχροκέρδειας, ο άλλος νοθείας, ο τρίτος αφελείας κι ο τέταρτος... μαγείας!
Δεν ακούς τίποτε άλλο καθημερινά παρά για θύματα, παγίδες, κλέφτες, απατεώνες, νοθευτές, κερδοσκόπους, αρπακτικά και άλλα παρόμοια «άνθη» του όμορφου, κατά τα άλλα κόσμου μας. Για το πώς κάποιοι κλέβουν τις εισφορές, τις επιδοτήσεις, τον ιδρώτα και το αίμα του κοσμάκη, απ’ το πρωί ως το βράδυ. Κι ας μην ξεχνάμε τις μεγάλες, τις «νόμιμες» κλεψιές. Χρηματιστήριο, τραπεζικά δάνεια, επιτόκια, φυσικό αέριο, καύσιμα κ.λπ.
Παραοικονομούντες, διαπλεκόμενοι, γραφειοκράτες, ρασοφόροι, κερδοσκόποι, νοθευτές συμφύρονται με τον απλό πολίτη που παραζαλισμένος δεν ξέρει απο πού να φυλαχτεί. Αισθάνεται κωμικοτραγικά αφελής αν δεν σπεύσει να κάνει κι αυτός τα ίδια και τελικά γίνεται ένα με κείνους, συνένοχος και συναυτουργός. Εισχωρεί στη λογική «βούτηξε να φας και κλέψε να’ χεις» σ’ αυτό το καθημερινό αλισβερίσι, όπου ο ένας βάζει χέρι στην τσέπη του άλλου.
Αυτή η «εισβολή χειρός» έγινε πλέον η πιο διαδεδομένη συνήθεια στον τόπο μας η οποία επιτυγχάνεται και διεξάγεται σχεδόν νομίμως και χωρίς προσκόμματα. Επέρχεται έτσι ένα ισοζύγιο αλληλοτσεπώματος όπου όλοι γίνονται συμμέτοχοι και η κλεπτοκρατία μετατρέπεται σε θεσμική διαδικασία. Ό σημερινός εργαζόμενος έχει πλέον αντιληφθεί ότι με τη δουλειά δεν γίνεται... δουλειά! Για να «προκόψεις» πρέπει να κλέψεις... Άλλωστε ο Πιέρ Προυντόν το είχε επισημάνει πριν απο 150 και πλέον χρόνια, ότι «αν ο πλούτος ήταν προϊόν εργασίας, τότε οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο θα ήταν οι εργαζόμενοι».
Έτσι δοθείσης ευκαιρίας ή κάτω απο την πίεση των περιστάσεων, οι πιο μειωμένης ηθικής αντίστασης, μπαίνουν κι αυτοί στο λούκι! Φτάσαμε να ισχύει για όλους, έντιμους και μη, το «θείο» αξίωμα «κλέβετε αλλήλους». Τέλος, ούτω πως φερόμενοι και βάζοντας ο ένας το χέρι στην τσέπη του άλλου, μένουμε απόλυτα ευχαριστημένοι αλληλοβολευόμενοι, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζεμένοι και παραπονούμενος μένει μόνο όποιος δεν μπορεί να κλέψει κάτι. Αυτός είναι και το τραγικό πρόσωπο της ιστορίας. Όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί δεν θέλει να κλέψει. Πολλοί θα τον έλεγαν «αφελή». Ίσως και να
’ναι, αλλά όχι με την έννοια που τον υποβιβάζει στον απλοϊκό ή και τον ανόητο, αλλά εκεί που τον τοποθετεί ο Μοντεσκιέ, «κινούμενο μεταξύ του ευγενούς και του ταπεινού. Βρίσκεται δε τόσο κοντά στον ταπεινό, ώστε είναι πολύ δύσκολο να το τριγυρίζεις χωρίς να ξεπέσεις σ’ αυτό».
Καθώς ο θρίαμβος του ατομικισμού οδηγεί σε γενίκευση της απάτης και στο αλληλοκλέψιμο, οι λίγοι «αφελείς» έντιμοι που έμειναν ανάμεσά μας, αντιμετωπίζονται με σαρκασμό και υπονοούμενα σαν τα μόνα θύματα.
Στα χρόνια της νιότης μου θαυμάζαμε Ανθρώπους. Σήμερα νομίζω ότι αυτό το συναίσθημα είναι άγνωστο. Πρότυπο γίνεται αυτός που πλουτίζει άκοπα και γρήγορα, ο κομπιναδόρος, ο απατεώνας, ο κομματικός παράγοντας, ο μεσάζοντας, ο καπάτσος. Σ’ έναν τέτοιον κόσμο χωρίς πρότυπα, με πλαστά είδωλα, όπου ιδανικό μας γίνεται το βόλεμα, η «λούφα» και η «βούτα», είναι φυσικό οι περισσότεροι απο μας να προσπαθούν να εξαπατήσουν τους υπόλοιπους.
Η κλεψιά έχει αρχετυπικές προεκτάσεις. Ο πρώτος κλέφτης στην ιστορία εμφανίστηκε μαζί με το πρώτο... παλούκι που έμπηξε στη γη ο άνθρωπος για να ορίσει το δικό του κομμάτι γης. Σήμερα το «παλούκι» θεωρείται σαν το κατ’ εξοχήν σύμβολο της ιδιοκτησίας, αλλά και των καταπατητών και των κλεφτών κάθε κλίμακας. Είτε μπαίνει στη γη είτε στη ζωή μας. Μόνο που με το όργιο της κλεψιάς που γίνεται γύρω μας, μάλλον πρέπει να το στρέψουμε τελικά κάποτε εναντίον εκείνων που το χρησιμοποιούν χρόνια τώρα σε βάρος μας. Αμάν πια! Αηδιάσαμε! Κι ύστερα πολλοί απορούν γιατί εξεγείρεται η νεολαία μας.