* Του κ. Αχιλλέα Πιτσίλκα δρ. Θεολογίας
Η Αγία Αικατερίνη η μεγαλομάρτυς είναι μία από τις πιο αγαπητές μορφές μέσα στην Ιστορία, σε σοφούς και απλοϊκούς, γιατί στολιζόταν με όλες τις αρετές, τις οποίες επισφράγισε με το αίμα του μαρτυρίου της. Από τα διάφορα δε περιστατικά του βίου της ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτα, για μας, ήταν τα εξής:
α) Η δίψα της για την αλήθεια
Κατά την παιδική και νεανική ηλικία της η Δωροθέα, όπως ονομαζόταν η Αγία πριν από το βάπτισμά της, αγαπούσε πάρα πολύ τα γράμματα. Για τούτο, καθώς μεγάλωνε, σπούδαζε στην Αλεξάνδρεια, όπου γεννήθηκε στα τέλη του τρίτου μ.Χ. αιώνα, σε όλες τις επιστήμες του κόσμου, που ανθούσαν την εποχή εκείνη εκεί, ώστε να καταστεί ιδιαίτερα σοφή. Παρόλη τη μόρφωση όμως που απέκτησε, η Δωροθέα δεν έμεινε εσωτερικά αναπαυμένη, αλλά παρέμεινε πάντοτε ανικανοποίητη, γιατί δεν είχε βρει την αλήθεια, που λαχταρούσε η καρδιά της. Διψούσε δηλαδή να πιεί και αυτή από το αθάνατο νερό, που είχε φέρει στον κόσμο με τον ερχομό Του ο Χριστός, αλλά δεν το εύρισκε στα διδάγματα των σοφών της ειδωλολατρίας.
Για τούτο στράφηκε σε κάποια οριακή γι΄ αυτήν στιγμή σ΄ αυτά που είχε ήδη βρει και μελετούσε καθημερινά η χριστιανή μητέρα της, δηλ. στα ιερά βιβλία των Χριστιανών, που την οδήγησαν ύστερα από λίγο στο Χριστιανικό βάπτισμα, κατά το οποίο πήρε το όνομα Αικατερίνη, δηλ. παντοτινά καθαρή.
β) Η αφιέρωσή της στο Χριστό και η Ιεραποστολική δράση της
Ύστερα από το βάπτισμά της, η Αικατερίνη προσπάθησε να ζήσει στο εξής μια τέλεια εν Χριστώ ζωή, αφιερώνοντας τον εαυτό της εξ ολοκλήρου στο Χριστό και στη δράση της Ιεραποστολής ταυτόχρονα. Βλέποντας δηλ. ότι πολλές νέες της εποχής της, αλλά και πολύ μεγαλύτεροι, ζούσαν στο βούρκο της ανηθικότητας, με την οποία ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη η ειδωλολατρία και ταυτόχρονα το «χαλεπώτατον ναυάγιον υπομένοντας» και «περί των εσχάτων κινδυνεύοντας και απολυμένους» (Μ. 116, 277C), δεν μπορούσε να παραμείνει αδιάφορη. Για το λόγο δε αυτό αφιέρωσε τον εαυτό της στο έργο το ιεραποστολικό, περιερχόμενη την πόλη της Αλεξάνδρειας και καθιστώντας «τον υπέρ της πίστεως ζήλον της φανερόν» με κάθε τρόπο. Στα χρόνια της άλλωστε κυριαρχούσε ακόμη το σύνθημα της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, δηλ. το «εις τον ένα εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν».
Αυτό δε ακριβώς το σύνθημα, που είναι διαχρονικό, πρέπει να δονεί και σήμερα τις καρδιές των πιστών, ώστε να διακηρύσσουμε με ζήλο Αποστολικό, όπως και ο Πασκάλ, ότι «Στο Χριστό μονάχα βρίσκεται η αληθινή ζωή και η ευτυχία μας» και ότι «Μακριά από το Χριστό δεν υπάρχει σωτηρία και ευτυχία παρά μονάχα σκοτάδι και σύγχυση».
γ) Η διαλογική δεινότητά της
Την ιεραποστολική δράση της Αγίας όμως την πληροφορήθηκε κάποια στιγμή και ο αυτοκράτορας Μαξέντιος, που πρόσταξε να την οδηγήσουν παρευθύς μπροστά του. Στη θέα του όμως η Αγία δεν τα έχασε, αλλά μίλησε «προς αυτόν σταθερώς πάνυ και ελευθέρως», χαρακτηρίζοντας τα είδωλα των ψευτοθεών ως φθαρτών ανθρώπων και ζώων απεικονίσματα. Ταυτόχρονα δε κάλεσε τον Μαξέντιο να πιστέψει στον αληθινό Θεό και Σωτήρα των πιστών, λέγοντας: - «Επίγνωθι Θεόν αληθή μόνον, τον δεδωκότα σοι την βασιλείαν ταύτην, προσέτι δε και το ζην παρασχόμενον, ος... και άνθρωπος ύστερον εγένετο δι ημάς» (Μ. 116,280C). Ο βασιλιάς εκείνος όμως ήταν πνευματικά πωρωμένος και δεν συγκινήθηκε από τα επιχειρήματα της Αγίας, παρότι έμεινε κατάπληκτος από τη σοφία της. Για τούτο κάλεσε τότε 50 από τους σοφούς της Αλεξάνδρειας, για να αντιμετωπίσουν τα επιχειρήματά της. Κατά τις συζητήσεις τους δηλ. εκείνες οι σοφοί εκείνοι ρήτορες έφερναν στην Αγία, σαν επιχειρήματα για την πολυθεΐα τους, σοφούς της αρχαιότητας, που λάτρευαν πολλούς θεούς και ιδιαίτερα τον Όμηρο, το συγγραφέα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.
Στο άκουσμα όμως των πιο πάνω λόγων, η Αγία Αικατερίνη, στην οποία είχε δοθεί «παρά Θεού σοφία», φλογίστηκε παρευθύς και κατά τις συζητήσεις τους αντέστρεψε τα επιχειρήματα των ασόφων εκείνων σοφών, λέγοντας ότι ο Όμηρος παρουσίασε τους θεούς της ειδωλολατρίας ως ψεύτες, ραδιουργούς, απατεώνες και μοιχούς γιατί τους κατασκεύασε κατά τα πρότυπα των ανθρώπων.
Παρά τα πιο πάνω όμως πολλοί άνθρωποι και στην αρχαιότητα δεν πίστευαν σε πολλούς θεούς, αλλά σε ένα Θεό, Δημιουργό του παντός και Προνοητή, όπως ήταν για παράδειγμα ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής, που διακήρυξε ξεκάθαρα ότι «Έστι Θεός ος έτευξε ουρανόν και γαίαν μακράν» (Μ. 116, 285D).
Στη συνέχεια μάλιστα η Αγία έκανε λόγο και για τους χρησμούς της Σιβύλλης, σύμφωνα με τους οποίους ο μαντικός Απόλλωνας, δηλ. ο υποκρυπτόμενος πίσω από το όνομα του ψευτοθεού δαίμονας, φανέρωσε τον αληθινό Θεό, λέγοντας ότι «Εις με βιάζεται ουράνιος, ος εστι φως τριλαμπές» (Μ. 116, 288Β).
Ύστερα δε από τα πιο πάνω, έκανε λόγο τελικά και για την έλευση του Χριστού στον κόσμο, χαρακτηρίζοντας Αυτόν ως «Θεόν εμόν», «ος εν ξύλω εξετανύσθη» και θάνατον υπέρ των αγνωμόνων «καταδέχτηκε και αναστήθηκε εκ νεκρών». Και ανελθών εις τους ουρανούς, όθεν ελήλυθεν, Πνεύματος του Αγίου άφατον ημίν εχαρίσατο χάριν, ίνα και της αναστάσεως και της βασιλείας Αυτώ κοινωνήσωμεν» (Μ. 116, 288 – 289).
Λέγοντας τα πιο πάνω και άλλα πολλά, η Αγία, κατά τους υμνογράφους της Εκκλησίας, κατήσχυνε τους ασεβείς, αποδεικνύοντας την τεράστια μόρφωση και το φωτισμό, που είχε από το Θεό, ενώ «υπερεξενίκησεν την εμπαθή και ακόλαστον του Μαξεντίου ψυχήν δι΄ ανδρειοτάτου παραστήματος».
δ) Η υπομονή της στα σκληρά βασανιστήρια
Ύστερα από την κατίσχυση των επιχειρημάτων της Αγίας, διατάχθηκε στην αρχή η μαστίγωσή της με βούνευρα, ενώ ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλοι σκληρότατοι βασανισμοί και η φυλάκισή της. Όλα όμως αυτά δεν έκαμψαν το ηρωικό φρόνημα της Αγίας, που προσευχόταν για τη διάνοιξη των οφθαλμών των διωκτών της. Αυτό δε ακριβώς έγινε. Στην αρχή δηλ. άνοιξαν τα μάτια της ψυχής του στρατοπεδάρχη Πορφυρίωνα, που έβλεπε χειροπιαστά την ανερμήνευτη ανθρώπινη υπομονή της Αγίας. Στη συνέχεια δε και η σύζυγος του Μαξεντίου Φαυστίνα οδηγήθηκε με τη βοήθεια του στρατοπεδάρχη στο κελί της αγίας, όπου εντυπωσιάσθηκε ιδιαίτερα από «την επανθούσαν αυτή χάριν και την εκπεμπομένην εκείθεν ανθηράν ακτίνα» (Μ. 116, 293C). Ενώ όμως η βασίλισσα εμακάριζε τον εαυτό της, γιατί αξιώθηκε «τοιαύτης θέας... και ομιλίας» με την Αγία, εκείνη εμακάριζε τη βασίλισσα, προβλέποντας το μαρτυρικό θάνατό της και λέγοντας: «Μακαρία ει συ, ω βασιλίς, ότι θεωρώ στέφανον εν αγγέλων χερσί της σης κεφαλής υπεραιωρούμενον...» (Μ. 116, 293D).
Ύστερα από 12 ημέρες φυλάκισης της Αγίας όμως, ο Μαξέντιος την κάλεσε και πάλι μπροστά του, προστάζοντας αυτήν να προσφέρει θυσία ανυπέρθετα στους νομιζόμενους θεούς. Επειδή δε αυτό δεν γινόταν, πρόσταξε να προσδέσουν αυτήν στον τροχό, προκαλώντας αυτή τη φορά την αντίδραση της Αυγούστας, που ζήτησε από τον Μαξέντιο να απολύσει «την οικέτιν του μεγάλου Θεού (αγία), ης ουχ άπτεται βάσανος», γιατί είναι μωρία να παλαίει «τω ζώντι Θεώ» (Μ. 116, 297C). Η παρέμβαση όμως αυτή εξόργισε τότε τον Μαξέντιο, που πρόσταξε τον αποκεφαλισμό της Αυγούστας.
Ο τροχός όμως, στον οποίο προσδέθηκε η Αγία δεν προκάλεσε τον θάνατό της, γιατί λύθηκαν τα δεσμά της από έναν Άγγελο του Θεού.
Ταυτόχρονα δε λύθηκαν αυτόματα και οι τροχοί, που κύλησαν προς την κατωφέρεια, φονεύοντας πολλούς των απίστων, ενώ πολλοί από τον όχλο φώναζαν ότι «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών» (μ.116, 297C).
Παρά τα πιο πάνω όμως, δεν άνοιξαν τα μάτια του πωρωμένου βασιλιά, που πρόσταξε τον αποκεφαλισμό της Αγίας στις 25 Νοεμβρίου του 307, ενώ εκείνη έκανε, πριν από το μαρτυρικό θάνατό της, μια συγκινητικότατη προσευχή λέγοντας:
- «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, ευχαριστώ σοι, ότι έστησας επί την πέτραν τους πόδας μου, και κατεύθυνας τα διαβήματά μου. Και νυν εκτεινόν σου τας υπέρ ημών τραυματισθείσας σταυρώ παλάμας και δέξα την ψυχήν μου, ην υπέρ σου και της σης ομολογίας κατέθυσα» (Μ. 116, 300D).