Ένα μικρό βήμα για τους Ευρωπαίους ηγέτες, ένα μεγάλο βήμα για την Ευρώπη. Η οποία, για πρώτη φορά από τις ιδρύσεώς της, αποκτά μια «συγκροτημένη» οντότητα. Και όταν λέμε «συγκροτημένη οντότητα» τι εννοούμε; Πώς είχε πει κάποτε ο Κίσινιγκερ: «άμα θέλει κάποιος να μιλήσει με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ παίρνει εμένα, εγώ άμα θέλω να μιλήσω με κάποιον στην Ευρώπη ποιον να πάρω;».
Περί αυτής της συγκροτημένης οντότητας μιλάμε. Ως ένας συνασπισμός κρατών - όχι πολιτειών - που έχει έναν πρόεδρο και έναν υπουργό Εξωτερικών. Μία υπουργό Εξωτερικών για την ακρίβεια, και αυτό ως γυναίκα οφείλω ιδιαίτερα να το επισημάνω και να το χαρώ. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι πέραν της ΟΝΕ και του κοινού νομίσματος, οι στόχοι και τα «όνειρα» που έκανε παλαιότερα η Ευρώπη των «16» ήταν στα κοινά σύνορα και κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Μπορεί, πλην του νομίσματος να μην επιτευχθεί τίποτε άλλο στο μεσοδιάστημα, αλλά τώρα με την εκλογή προέδρου (έστω και αυτού του υποτονικού και άχαρου τύπου) και κοινής «υπουργού των Εξωτερικών», κάνει ακόμη ένα σημαντικότατο βήμα προς την κατεύθυνση της εδραίωσης και λειτουργίας της κοινής της οντότητας.
Τώρα βέβαια, για να φτάσει το πράγμα ως εδώ, γνωρίζουμε - άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο - ότι η Ε.Ε. πέρασε από «σαράντα κύματα». Μετά την παταγώδη αποτυχία για την υιοθέτηση και εφαρμογή του ευρωσυντάγματος έπεσε σε περιδίνηση εσωστρέφειας και αδράνειας, με πολλές αντικρουόμενες απόψεις και πολλά ζητήματα που έμειναν ανοιχτά. Και ύστερα ήρθε η συνθήκη της Λισαβόνας. Όπου το ατυχές Ευρωσύνταγμα, που είχε απαιτήσεις και στόχους υψηλών προδιαγραφών, αντικαταστάθηκε από μια «ταπεινή», πλην όμως «τίμια» ευρωσυνθήκη, με λιγότερες απαιτήσεις και μικρότερους στόχους. Θυμόμαστε όλοι τα δημοψηφίσματα, τις «απορρίψεις» και την εκκρεμότητα που ουσιαστικά ακόμη υπάρχει και η οποία απλά παρακάμφθηκε εντέχνως για να ξεκολλήσουν τα πράγματα και να μπορέσουν να προχωρήσουν.
Όπως και να ’χει, μέσα από καημούς και βάσανα τελικά φτάσαμε στο τυπικό ζητούμενο: στην εκλογή Προέδρου και της Ύπατης Εκπροσώπου (έτσι λέγεται) για την εξωτερική πολιτική. Που σημαίνει ότι δίνεται η δυνατότητα - τεχνικά τουλάχιστον - η Ευρώπη να μπορεί από τούδε και στο εξής να μιλά με μια φωνή, αυτή του προέδρου και να εκφράζει μια κοινή κατεύθυνση όσον αφορά στη «συμπεριφορά» της σε σχέσεις με τις ΗΠΑ επί παραδείγματι, μέσα από την υιοθέτηση κοινής γραμμής στο χειρισμό ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής. Εκπέμποντας έτσι το μήνυμα και παγκοσμίως ότι πρόκειται για μια «σταθερή δύναμη» στον παγκόσμιο χάρτη που μπορεί να παίξει κυρίαρχο ρόλο, αλλά και ανταγωνιστικό, επίσης. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι στο βάθος (όχι και πολύ) των πραγμάτων, αυτό που ενδιαφέρει είναι και μία (αν ποτέ!) «αναμέτρηση» επί ίσοις όροις με τις ΗΠΑ, όσον αφορά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευχθεί, αν και έχουμε τη... χαρά το ευρώ να είναι ένα πιο ισχυρό, εντέλει, νόμισμα από το δολάριο. Αλλά μέχρις εκεί. Παραπέρα μέχρι στιγμής δεν είναι καταφερτό να πάει, παρότι αριθμητικά (στο σύνολό της) είναι ισχυρότερη.
Τώρα, μετά τις χαρές και τις πανηγύρεις για την ανάδειξη «αρχών» στην Ε.Ε., το ζήτημα πρέπει να περάσει και επί της ουσίας, καθότι σε πολλές περιπτώσεις οι «αρχές» αυτές θα έχουν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, να σεβαστούν τις ιδιαιτερότητες των κρατών - μελών και τα ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, να «ισορροπήσουν» ανάγκες, βλέψεις και συμφέροντα των «27» και γενικά να ισορροπούν διαρκώς μεταξύ σφύρας και άκμωνος. Διόλου εύκολη υπόθεση. Καθότι άλλα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, άλλα τα Ενωμένα Κράτη της Ευρώπης, που ακριβώς είναι... κράτη. Και πέραν αυτού και τα ίδια τα κορυφαία όργανα της Ε.Ε., δηλαδή το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο θα πρέπει να μάθουν να «πειθαρχούν» και να λειτουργούν συντονισμένα για να μπορέσει να αποδώσει το όλο εγχείρημα.
Η αρχή έγινε. Τίποτα όμως δεν είναι εύκολο, απλό ή δεδομένο. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι «τώρα αρχίζουν τα δύσκολα». Όπως επίσης ότι «κάθε αρχή και δύσκολη». Τα υπόλοιπα θα τα δούμε στην πράξη.