Θα φορολογήσουν, λέει, την εκκλησιαστική περιουσία! Μοιάζει απίστευτο όση πίστη και να ’χεις... Όχι μόνο γιατί το εκκλησιαστικό κατεστημένο θα αγωνιστεί με νύχια και με δόντια – και με τους γνωστούς τρόπους, «δημοψηφίσματα», συλλαλητήρια, μαύρες μαντίλες και μαύρες σημαίες κ.ά. - για να αποτρέψει κάθε απόπειρα, αλλά απλούστατα διότι η Εκκλησία δεν ξέρει τι έχει, πόσο μάλλον το κράτος που υποτίθεται ότι θα επιχειρήσει να τη φορολογήσει...
Έκτός κι αν ο σώφρων Αρχιεπίσκοπος βρει τρόπο να πείσει την Ιερά Σύνοδο ότι το σωστό είναι να φορολογηθούν τουλάχιστον οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της Εκκλησίας, που βέβαια δεν είναι και λίγες.
Το αυγάτισμα της αμύθητης εκκλησιαστικής περιουσίας, μαζί με τις σχετικές δραστηριότητες που την καθιστούν ακόμη μεγαλύτερη, έχει προσλάβει προκλητικές διαστάσεις για να μένει πλέον στο απυρόβλητο της εφορίας. Όταν και ο πιο φτωχός πολίτης αυτής της χώρας πληρώνει την εφορία, ακόμα και με το αίμα της ψυχής του, για να συντηρεί αυτό το έρμο (και σπάταλο) κράτος, πληρώνοντας αδιαμαρτύρητα ακόμα και τους μισθούς των κληρικών, δεν μπορεί η Εκκλησία να μένει αμέτοχη και απαθής. Η φορολόγηση στην οποία υποβάλλεται σήμερα για την ακίνητη περιουσία της χαρακτηρίζεται ελάχιστη, τη στιγμή που τουλάχιστον σε πενήντα νομούς της χώρας υπάρχουν εκτάσεις της Εκκλησίας που περιλαμβάνουν δάση, λιβάδια, οικόπεδα και άλλα ακίνητα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται θέμα φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας αλλά πάντα παρακάμπτονταν ή περνούσε στις λεγόμενες καλένδες. Το γεγονός ότι η Εκκλησία μας παρουσιάζεται ως ο μεγαλύτερος τσιφλικάς και κεφαλαιούχος στον τόπο μας, ως ο μεγαλύτερος κάτοχος ακίνητης περιουσίας, μήπως θα πρέπει να μας οδηγήσει όλους μας, πολίτες και πολιτικούς, σε μια νέα στάση απέναντί της; Μια Εκκλησία η οποία διαθέτει μια τόσο ισχυρή οικονομική ρώμη, ποια σχέση μπορεί να έχει με τον πάμπτωχο Ναζωραίο; Μια Εκκλησία που διαχρονικά εμφανίζεται ως διψασμένη πάντα για χρήμα, πώς είναι δυνατόν να γίνει πιστευτή σε σχέση με τα όσα διακηρύττει;
Είναι γεγονός ότι η εκκλησιαστική περιουσία καλύπτεται από ένα αδιαφανές πλέγμα που «υφαίνουν» 6.700 περίπου νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (είναι Μητροπόλεις, Μονές και Ναοί). Ουδείς, ούτε η Ιεραρχία, έχει γνώση του συνόλου αυτής της περιουσίας, η οποία όμως πρέπει επιτέλους κάποτε να καταγραφεί. Όχι μόνον για να φορολογηθεί, που το βλέπω μάλλον ανέφικτο, αλλά τουλάχιστον για να προστατευθεί και να αξιοποιηθεί καλύτερα, προκειμένου η Εκκλησία να μειώσει την εξάρτησή της από το κράτος και να μεγιστοποιήσει την προσφορά της προς την κοινωνία.
Θα μπορούσε η Εκκλησία, αν λειτουργούσε με διαφάνεια κι αν ήθελε να ασχοληθεί αποδοτικά με τη διαχείριση αυτής της περιουσίας, να πετύχει υψηλές αποδόσεις και ταυτόχρονα να ενισχύσει τις τοπικές οικονομίες και να αναβαθμίσει την Παιδεία.
Η καταγραφή της περιουσίας θα συνέβαλε ασφαλώς και στην προστασία της, διότι πολλοί κρυμμένοι θησαυροί εύκολα μπορεί να λεηλατηθούν από κάποιους διεφθαρμένους φύλακές τους.
Αντί αυτών η Εκκλησία επαναπαύεται στη μισθοδοσία – η οποία κυμαίνεται στα 200 εκατ. ευρώ περίπου ετησίως – και συνεχίζει να αυξάνει μέσω δωρεών από το υστέρημα ή το περίσσευμα των πιστών, την περιουσία της, χωρίς να πληρώνει φόρους και χωρίς να προσφέρει όλα όσα θα μπορούσε στο κοινωνικό σύνολο.
Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος αναγνώρισε πρόσφατα ότι από τα έσοδα που θα μπορούσαν να προκύψουν από την αξιοποίηση της περιουσίας αυτής θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί ένα «Ταμείο Εκκλησιαστικής Πρόνοιας» με στόχο τη δημιουργία «ενός δικτύου προνομιακών έργων με σύγχρονες προδιαγραφές που λείπουν εμφανέστατα από την κοινωνία μας».
Σε πρόσφατη Ιερά Σύνοδο ο Αρχιεπίσκοπος έκανε λόγο για σημαντικό τμήμα της εκκλησιαστικής περιουσίας που «αδρανεί ή βρίσκεται σε αιχμαλωσία», όπως είπε χαρακτηριστικά και τόνισε ότι θα ήταν «επωφελής και ενδεδειγμένη, μπροστά στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα» η συνεργασία της Εκκλησίας με την Πολιτεία. Υπάρχει κανείς που θεωρεί ότι μια τέτοια συνεργασία δεν θα ήταν επωφελής; Αρκεί ο καθένας να σεβαστεί τα όρια και τα δικαιώματα του άλλου. Και δεν εννοώ μόνον τα όρια που θέτει η Εκκλησία.
Ας ελπίσουμε πως ο Αρχιεπίσκοπος, του οποίου η ως τώρα συμπεριφορά δεν χαρακτηρίζεται ούτε από πολιτικό, ούτε από οικονομικό επεκτατισμό, θα μπορέσει να οδηγήσει την Εκκλησία σ’ ένα δρόμο όπου το πνευματικό στοιχείο θα υπερισχύει του οικονομικού και του πολιτικού. Αυτή η τακτική θα έχει ασφαλώς και θετικό αντίκτυπο στο ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας επ’ ωφελεία της κοινωνίας.
Τώρα σ’ ό,τι αφορά στη φορολόγηση, για την οποία το ΠΑΣΟΚ έκανε λόγο και ως αντιπολίτευση πριν τις εκλογές και μετά όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, και ο πλέον ακατατόπιστος στο θέμα αυτό πολίτης, αντιλαμβάνεται ότι είναι αδύνατον να φορολογηθεί κάτι τόσο θολό και νεφελώδες όπως η εκκλησιαστική περιουσία. Τι να φορολογήσει κανείς από μια κατάσταση με τόσο πολλά σκοτεινά σημεία; Η εκκλησιαστική περιουσία παραμένει επτασφράγιστο μυστικό για το οποίο, ακριβώς ελλείψει διαφάνειας, κάθε προσπάθεια θα οδηγηθεί σε δύσβατα μονοπάτια ώστε θα χρειαστούν χρόνια και χρόνια για να ριφθεί λίγο φως στην αχλύ του περιουσιακού μυστηρίου.
Υπενθυμίζω ότι μια άλλη προσπάθεια με ένα νόμο του Τρίτση το 1987 για την εκκλησιαστική περιουσία έπεσε στο κενό. Εκείνος ο νόμος έμεινε ανενεργός γιατί ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου υποχωρώντας απέναντι στην Εκκλησία, στην ουσία τον κατήργησε διά λόγου!
Εύλογες και θεμιτές αξιώσεις της Εκκλησίας είναι σεβαστές. Αλλά οι περισσότεροι πρωθυπουργοί στην Ελλάδα συχνά υποχωρούν και σε παράλογες αξιώσεις της.
Σήμερα είναι ευκαιρία να συζητηθεί νηφάλια το θέμα αυτό, τουλάχιστον της φορολόγησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Εκκλησίας, γιατί επικεφαλής βρίσκεται ένας συνετός ιεράρχης που εμπνέει με το χριστιανικό ήθος του και που συγχρόνως σέβεται τις δημοκρατικές αρχές όπως αυτές εκφράζονται από την Πολιτεία. Άλλωστε δεν είναι πολύς καιρός που ο ίδιος ο κ. Ιερώνυμος τόνισε στην Ιερά Σύνοδο ότι «πρέπει να έχουμε το νου μας γιατί η φορολόγηση έρχεται» και αναγνώρισε την ανάγκη ενός διαλόγου για το όλο θέμα.
«Ναι» στο διάλογο λοιπόν για την αξιοποίηση και ίσως και τη φορολόγηση της περιουσίας, αλλά προσοχή οι ιεράρχες δεν είναι κορόιδα, ούτε είναι διατεθειμένοι να παραδοθούν αμαχητί.