ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΧΡ. ΜΟΤΣΙΟΥ-ΤΣΑΝΑ,
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ.
Σκύβουμε στο παρελθόν, στο έπος της 28ης Οκτωβρίου του 1940, προκειμένου να ακούσουμε τη φωνή των πρωτεργατών και των ηρωικών μαχητών αυτού του έπους. Η πρώτη φωνή που φτάνει στα αυτιά μας είναι ένα ηρωικό «όχι».
Αυτό το ηχηρό «όχι» βροντοφώναξε την 28η Οκτωβρίου του 1940 ο τότε κυβερνήτης της χώρας Ιωάννης Μεταξάς, με την προκαταβολική συμφωνία του Βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου Β’ . Και αυτό το φρόνημα εξέφραζε το φρόνημα και τη θέληση όλου του ελληνικού λαού και των απανταχού της γης Ελλήνων.
Με τη βοήθεια του Θεού και τη βοήθεια της «Υπερμάχου Στρατηγού των Ελλήνων», της Παναγίας, ενωμένοι όλοι οι Έλληνες υπερασπίστηκαν τα όσια και τα ιερά της φυλής μας. Αντιπαρατάχθηκαν τα επτά εκατομμύρια, που ήταν τότε οι Έλληνες με τα σαράντα πέντε εκατομμύρια της φασιστικής Ιταλίας. Ιδιαιτέρως το ελληνικό απόσπασμα της Πίνδου, που αριθμούσε δύο χιλιάδες άνδρες , καλούνταν να αντιμετωπίσει την επίλεκτη ιταλική Μεραρχία, την επονομαζόμενη «ΤΖΟΥΛΙΑ» των 15.000 ανδρών.
«Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου μεγαλυνθησόμεθα». (ψαλμ. ΙΘ(19),8).
Τα διαγγέλματα της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας, καθώς και του προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας είναι διαποτισμένα από τη φλογερή αγάπη για την Ελλάδα και την ακλόνητο πίστη προς τον Τριαδικό Θεό.
Οι επιστολές που φτάνουν στο μέτωπο εμπνέουν ενθουσιασμό και αισιοδοξία. «...Η σκέψη μας είναι σε σας γενναία παιδιά της Ελλάδας, που δοξάσατε την πατρίδα μας... Είμαι βέβαιος ότι και το 1941 η Δόξα και η Νίκη θα σας συνοδεύει σε κάθε σας βήμα». (Δεκέμβριος 1940,Γεώργιος Β’ )
« παιδί μου,
Σου εύχομαι Δόξα, Νίκη και να μεγαλώσεις την πατρίδα μας. Να γυρίσεις μια μέρα περήφανος στο σπίτι σου και να γίνεις ευτυχισμένος σε μια ευτυχισμένη Ελλάδα». (Δεκέμβριος 1940, Ι .Μεταξάς).
Πολύτιμο φυλαχτό έγινε για όλους τους στρατιώτες του μετώπου η εικόνα της Παναγιάς του Αρχιεπισκόπου με την ευχή: «Νικηταί υπό την σκέπη της Παναγίας». (Ο Αθηνών Χρύσανθος).
Αφουγκραζόμαστε το αγωνιστικό φρόνημα των παλικαριών του μετώπου. «Παιδί μου μυριαγαπημένο, σου αφήνω για κληρονομιά την αγάπη μου στην Ελλάδα. Αξίζει γι’ αυτήν κάθε θυσία». Αυτά έγραφε ένας βαριά τραυματισμένος στρατιώτης πίσω από τη φωτογραφία του που βρέθηκε στην τσέπη του. Ήταν επιθυμία του μαζί με το μαντίλι του να σταλούν στην οικογένειά του σαν την πιο τρανή μαρτυρία της θυσίας του.
Ειδικά αυτή τη μέρα εστιάζουμε το βλέμμα μας στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου, στην Αθήνα, μπροστά στο κτίριο της Βουλής. Διαβάζουμε στις λαξευτές πλάκες τα διάφορα ονόματα τόπων, όπου διεξήχθηκαν οι πλέον αιματηρές μάχες του 1940. Αντικρίζουμε ευλαβικά την ανάγλυφη παράσταση του οπλίτη με κράνος και με ασπίδα και διαβάζουμε τα αποσπάσματα από τον «Επιτάφιο» του Περικλή: «...Μια κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών..» και «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος...».
Ρίγος διαπερνά το σώμα μας καθώς ακούμε τους αφυπνιστικούς λόγους του σε όλους εμάς τους Νεοέλληνες: « Πολεμήσαμε για την Ελλάδα... καταματώσαμε.... ακρωτηριαστήκαμε... πεινάσαμε... εστηθήκαμε στο εκτελεστικό απόσπασμα... θυσιάσαμε τη ζωή μας, τώρα είναι η δική σας σειρά».
Ναι, είναι η δική μας σειρά να διασφαλίσουμε την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα του αγιασμένου και αιματοβαμμένου τόπου που λέγεται Ελλάδα. Να αγωνιστούμε για να διαφυλάξουμε την εθνική μας ταυτότητα, την Ελληνορθόδοξη παράδοση, τη θρησκεία, τον πολιτισμό και τη γλώσσα μας. Να παραμείνουμε Χριστιανοί Ορθόδοξοι και Έλληνες μέσα στην πολυπολιτισμική κοινωνία που διαμορφώνεται γύρω μας .
28η Οκτωβρίου 1940. Υποκλινόμαστε ευλαβικά μπροστά στα ηρωικά παλικάρια που θυσίασαν τη ζωή τους. Σ’ εκείνους που αναπαύονται στα βουνά και στα λαγκάδια, στις απάτητες βουνοπλαγιές και στα άγρια φαράγγια της Πίνδου και της Βορείου Ηπείρου. Σ’ αυτούς που τα κόκαλά τους τα κατατρώγει η αλμύρα των θαλασσών. Μας άφησαν παρακαταθήκες που τις έγραψαν με το αίμα της νεανικής τους καρδιάς. Μας είπαν πολλά όλοι τους. Προπαντός πολλά και αφυπνιστικά μας είπε ο «Άγνωστος Στρατιώτης» με την ηχηρή σιωπή του. Τα μηνύματα που ελήφθησαν είναι πολλά και απαιτούν να τα κατανοήσουμε βαθιά, γιατί όπως έγραψε και ο μεγάλος μας ποιητής Κ. Παλαμάς
«Χρωστάμε και σε όσους ήρθαν,
πέρασαν, θα ρθουν και θα περάσουν,
κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι,
οι νεκροί».