Τίτλοι τέλους τη Δευτέρα για τον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος παραμένει μεν πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας μέχρι να λυθεί ο γόρδιος δεσμός της εκλογής νέου προέδρου, αλλά η θέση του είναι πλέον «τυπική» και ο ίδιος βρίσκεται υπ’ ατμόν. Και δω που τα λέμε, με το ζόρι κρατήθηκε και τόσο. Γιατί τη βραδιά των εκλογών είχε δηλώσει ότι θα φύγει στις 7 Νοεμβρίου, υπολογίζοντας χωρίς τους... ξενοδόχους, οι οποίοι άνοιξαν τελικά το παιχνίδι στη βάση. Τώρα ανακοίνωσε ότι θα πρέπει να τελειώσει αυτή η ιστορία μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου, το μέγιστο, γιατί ο άνθρωπος θέλει να κάνει Χριστούγεννα σπίτι του!
Ως «φουλ» πρόεδρος όμως μίλησε για τελευταία φορά στην κουτσουρεμένη κοινοβουλευτική του ομάδα, αναλαμβάνοντας για μια ακόμη φορά την ευθύνη της ήττας. Παρά ταύτα...
...Παρά ταύτα έχω την εντύπωση ότι στον απολογισμό που έκανε, αλλά και στην εξήγηση που απέδωσε για το εκλογικό αποτέλεσμα, πάλι κάτι του ξέφυγε. Είπε σε μια αποστροφή της ομιλίας του: «στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση δεν μπόρεσα να πείσω την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Και οφείλω να σας πω ότι για εμένα ακόμα πιο οδυνηρό ήταν ότι δεν μπόρεσα να πείσω ούτε ένα σημαντικό αριθμό από εκείνους που σταθερά ανήκουν στη Ν.Δ. Ο λαός δεν διάλεξε στην πλειοψηφία του να με εμπιστευτεί σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία».
Δεν ξέρω για τον λοιπό λαό, είτε πρόκειται για τους αναποφάσιστους είτε για εκείνους του λεγόμενου «μεσαίου χώρου», οι οποίοι ακριβώς επειδή βρίσκονται στη μέση πότε μετακινούνται προς τα δω και πότε προς τα κει. Αλλά όσον αφορά στον «ένα σημαντικό αριθμό από εκείνους που σταθερά ανήκουν στη Ν.Δ.», ο λόγος που δεν τον ψήφισαν δεν είναι γιατί αρνήθηκαν να του δείξουν τώρα εμπιστοσύνη, ως προς το διαχειρισμό της δύσκολης συγκυρίας. Είναι γιατί προφανώς απογοητεύτηκαν, θύμωσαν, ορισμένοι και εξοργίστηκαν από τα όσα συνέβησαν επί των ημερών της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και από τον τρόπο που ο ίδιος χειρίστηκε ή δεν χειρίστηκε, τη στιγμή που έπρεπε, τις καταστάσεις. Και φυσικά και για λόγους «προσωπικής απογοήτευσης» είτε γιατί δεν βολεύτηκαν κάπου, είτε γιατί δεν ικανοποιήθηκε κάποιο ρουσφέτι τους και άλλα τέτοια. Γι’ αυτό δεν τον ψήφισαν οι «παραδοσιακοί νεοδημοκράτες», συνεχίζοντας την... τιμωρία που ξεκίνησαν από τις ευρωεκλογές και όχι γιατί εκτίμησαν ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία δεν τον εμπιστεύτηκαν. Και αυτό φαίνεται ότι είναι κάτι που ποτέ δεν συνειδητοποίησε σε βάθος, γι’ αυτό και δεν το αντιμετώπισε ανάλογα.
Αν σκεφτεί κανείς τον τρόπο που πανηγυρικά αναδείχτηκε στην ηγεσία της Ν.Δ. ο Κώστας Καραμανλής 12 χρόνια πριν, παραμερίζοντας με ευκολία «αντιπάλους» που ήταν - και παραμένουν - βαριά ονόματα της Ν.Δ., και έγινε ο νεαρότερος αρχηγός κόμματος εξουσίας, και τον τρόπο που κάνει την έξοδό του, σίγουρα μπορεί να κατανοήσει και την πικρία του και την δυσφορία του. Πόσο μάλλον που ορισμένοι έσπευσαν αμέσως μετά τις εκλογές να τον... «στολίσουν» με διάφορα, διαγράφοντας το κομμάτι της προσφοράς σε ένα κόμμα που παρέλαβε διαιρεμένο, το ένωσε και το οδήγησε στην εξουσία. Ο Καραμανλής αποχωρώντας τώρα από την ηγεσία της Ν.Δ. - όχι όμως από την πολιτική, όπως τουλάχιστον δηλώνει - είναι τώρα αρκετά μικρότερος από τους σημερινούς διεκδικητές της ηγεσίας της Ν.Δ. Ένας κύκλος που άνοιξε νωρίς ηλικιακά και κλείνει νωρίς, επίσης.
Η ανάληψη της ευθύνης φυσικά είναι μια πράξη πολιτικής γενναιότητας και μάλιστα η συνολική ανάληψη χωρίς να... διαχέεται και σε άλλους. Γιατί αν υπήρχε «διάχυση», τότε τα πράγματα στη Νέα Δημοκρατία θα ήταν πολύ χειρότερα, καθώς θα αντανακλούσαν σε πολλά πρωτοκλασάτα στελέχη της. Και αυτό ο Κ. Καραμανλής το γνωρίζει και το αντιμετωπίζει σηκώνοντας μόνος του το... σταυρό προς χάριν της ενότητας. Επίπλαστης ή όχι.
Κάποτε ο Κάρολος Β’ της Αγγλίας είχε πει «τα λόγια είναι δικά μου και οι πράξεις των υπουργών μου». Στον αντίποδα η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε πει: «Δεν με νοιάζει τι λένε οι υπουργοί, αρκεί να κάνουν ό,τι τους λέω». Στην περίπτωση του Κώστα Καραμανλή οι υπουργοί του πολλές φορές έλεγαν και έκαναν ό,τι ήθελαν και τις πράξεις τους τις χρεώθηκε ο ίδιος.