Καλό είναι αυτό, δε λέω. Άλλωστε η αυτονομία της πολιτικής είναι το βασικό, το διαχρονικό και το τελικό ζητούμενο. Το οποίο, πολύ αμφιβάλλω αν θα μπορούσε και πότε να γίνει πραγματικότητα. Όχι γιατί ένα εκλογικό σύστημα δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή - το «γερμανικό» εν προκειμένω που προτείνει ο Γιώργος Παπανδρέου - αλλά γιατί εμείς δεν είμαστε Γερμανοί και δεν θα γίνουμε ποτέ. Πέραν λοιπόν της όποιας ασφαλιστικής δικλείδας, παρέχει το εν λόγω σύστημα για την αυτονομία της πολιτικής, εμείς εντώ στο Ελλάντα, ένα πράγμα έχουμε προ πολλού καταλάβει: δεν είναι το σύστημα που αλλάζει τους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι που αλλάζουν το σύστημα ή που το κάνουν να λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Πράγμα που σημαίνει ότι πάντα μα πάντα και με μαθηματική ακρίβεια και μέσα στο χρόνο αποδεδειγμένη, βρίσκουμε τον τρόπο να υπερβαίνουμε, να παραβαίνουμε, να διαβαίνουμε πέραν του συστήματος και των νόμων και να φέρνουμε τα πράγματα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα μας. Δεν πα να ’ναι γερμανικά, αμερικάνικα ή αφρικάνικα, εμείς πάντα έχουμε τον τρόπο να τα ελληνοποιούμε και να κάνουμε αυτό που τελικά μας βολεύει, μας εξυπηρετεί, μας φτιάχνει βρε αδελφέ μου! Και δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε, πραγματικά δηλαδή, ότι παρά τις καλές προθέσεις του νεότευκτου πρωθυπουργού (που τέλος πάντων δεν έχουμε λόγο να τις αμφισβητήσουμε), εν τέλει και το γερμανικό εκλογικό σύστημα που ισχύσει, εμείς στα μέτρα μας θα το φέρουμε. Άλλωστε, το είπε και ο Γ. Παπανδρέου, ότι το γερμανικό σύστημα θα εναρμονιστεί στα ελληνικά δεδομένα. Ε, ποια είναι τα... ελληνικά δεδομένα;! Αυτά που όλοι μας γνωρίζουμε και δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Οπότε, τι «αυτονομία της πολιτικής» και... πράσιν’ άλογα, που ταιριάζει και μια χαρά στην περίσταση. Η όποια αυτοδυναμία της πολιτικής δεν εξαρτάται από το εκλογικό σύστημα ή τουλάχιστον όχι μόνο από αυτό, αλλά από την πρόθεση, τη διάθεση και τη θέληση της πολιτικής να είναι αυτόνομη. Και τέτοια θέληση και διάθεση όταν υπάρχει, ένα γενικότερο περιβάλλον «διαπλοκής» δεν υπάρχει, γιατί συναρτάται με την όλη λειτουργία της πολιτικής και του κράτους.
Πέραν αυτού, το ζήτημα είναι ότι στην Ελλάδα δεν μπορούμε να... σταυρώσουμε εκλογικό για εκλογικό νόμο της προκοπής. Διότι οι εκλογικοί νόμοι είναι «εργαλεία» της εκάστοτε κυβέρνησης για να απεργάζονται τρόπους προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία. Και αυτό - κακά τα ψέματα - είναι και το κριτήριο βάσει του οποίου λαμβάνονται κατά καιρούς οι διάφορες αποφάσεις. Το κριτήριο της «πολιτικής ωφελιμότητας» του εκάστοτε κυβερνώντος. Από τη μεταπολίτευση και μετά όποια αλλαγή έγινε στον εκλογικό νόμο, αυτό ακριβώς το κριτήριο είχε και έτσι ακριβώς λειτούργησε. Άλλο τώρα, αν αλλιώς υπολόγιζαν ορισμένοι τα... κουκιά και τελικώς αλλιώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στην κάλπη, με αποτέλεσμα να πέσουν στο λάκκο που έσκαβαν για τους επίδοξους επόμενους της εξουσίας. Διότι η ζωή, γενικώς, μας κάνει πλάκα και φυσικά κάνει και μεγάλη πλάκα (ευτυχώς) στην πολιτική και τους πολιτικούς. Και διότι, όπως λέει και η γνωστή θυμοσοφία «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει».
Τώρα, λοιπόν, μετά τα εκλογικά σχέδια που έκανε η Νέα Δημοκρατία και δεν της βγήκαν, ήρθε η ώρα να κάνει σχέδια και το ΠΑΣΟΚ και μάλιστα νωρίς-νωρίς. Και συνδυάζει, ας πούμε, και το τερπνό μετά του ωφελίμου. Επιχειρεί να προσδώσει μια επίφαση «ανεξαρτησίας» στην πολιτική - μακάρι να τα κατάφερνε επί της ουσίας - και εκ παραλλήλου να καλύψει και τα νώτα του.
Άλλωστε, προς το παρόν είμαστε σε επίπεδο εξαγγελίας καλών και διαφανών προθέσεων για όλα τα θέματα. Αλλά βεβαίως, από τη θεωρία μέχρι την πράξη τα πράγματα διαφέρουν πολύ.