Του Φίλιππου Ζάχαρη (phil.zaharis@gmail.com)
Σύνδεσμος Ημερησίων Περιφερειακών Εφημερίδων
Στην Ελλάδα, κάθε φορά που διεξάγονται εκλογές τον νικητή τον καθορίζει ένα τμήμα του πληθυσμού της τάξης του 5-10% που μετακινείται ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Σε αυτές τις εκλογές, που και πάλι επικράτησε η πόλωση, το ΠΑΣΟΚ νίκησε κατά κράτος τη ΝΔ με διαφορά δέκα ποσοστιαίων μονάδων και η σκυτάλη της πρωθυπουργίας παραδόθηκε στον Γιώργο Παπανδρέου. Πολλές αναλύσεις θα γίνουν για το αποτέλεσμα, τη στιγμή μάλιστα που η ΝΔ συγκέντρωσε το πιο μικρό ποσοστό μεταπολιτευτικά, κάτι που ανάγκασε τον Κώστα Καραμανλή σε παραίτηση. Το ζητούμενο όμως είναι κατά πόσο αυτού του είδους η μετακίνηση μπορεί να αποβεί κάθε φορά ευεργετική ή μοιραία για τον τόπο. Με δεδομένο το γεγονός ότι από τα δύο αυτά κόμματα έχουμε διδαχθεί πολλά από το παρελθόν. Οι εξελίξεις λοιπόν είναι ραγδαίες και τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο. Ο Γιώργος Παπανδρέου έχει υποσχεθεί ότι θα γίνει μια νέα αρχή, με καινούργια πρόσωπα και πολιτικές. Θα το δούμε στη σύνθεση της κυβέρνησης αν θα είναι έτσι. Στη ΝΔ, από την άλλη, δρομολογείται η κούρσα της διαδοχής, με προκήρυξη συνεδρίου που θα αναδείξει τον νέο αρχηγό του κόμματος, εξαιρουμένου βέβαια του Καραμανλή που δεν θα υποβάλλει υποψηφιότητα. Φυσικά, όπως αναμενόταν, υποψηφιότητες θα υποβάλλουν η Ντόρα Μπακογιάννη που περίμενε τόσο καιρό, ο Αντώνης Σαμαράς και ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, χωρίς να αποκλείονται και άλλες υποψηφιότητες ή εκπλήξεις. Κατά τα φαινόμενα, ο Κώστας Καραμανλής παρέδωσε την εξουσία στον Γιώργο καθώς – εν μέσω οικονομικής κρίσης – δεν άντεξε το βάρος της κοινωνικοοικονομικής πίεσης. Μόνο προς το τέλος έκανε κάποιες απεγνωσμένες προσπάθειες πλασάροντας ένα «ειλικρινές» προφίλ του τύπου «εμείς δεν σας τάζουμε, σας λέμε απλά την αλήθεια...», σε αντιδιαστολή με τον Γιώργο που έδωσε ελπίδα σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος πως μπορεί να αλλάξει πράγματα και καταστάσεις και κατ΄ επέκτασιν την οικονομική κατάσταση της χώρας. Η εξουσία λοιπόν άλλαξε με εντυπωσιακό τρόπο χέρια από πλευράς ποσοστιαίας διαφοράς και το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο κατέκτησε την πολυπόθητη αυτοδυναμία αλλά με αυτές τις έδρες (160) μπορεί πλέον για καιρό να περνά όσα νομοσχέδια θέλει. Στη χώρα αυτή λοιπόν με τα τόσα προβλήματα, ο λαός επέλεξε να παραδώσει την εξουσία με μεγάλα ποσοστά στο ΠΑΣΟΚ και ουσιαστικά αυτό το 5% - 10% να γίνει και πάλι ο «χορηγός» των μονοκομματικών κυβερνήσεων. Πολλοί είναι εκείνοι που διαψεύστηκαν πως πιθανά υπάρξει πρόβλημα αυτοδυναμίας. Ακόμη και αυτοί που περίμεναν αύξηση των ποσοστών των μικρών κομμάτων μιας και ο λόγος των «δύο μεγάλων» είχε χρεοκοπήσει, την πάτησαν. Ίσως τελικά όλη αυτή η οργή του κόσμου κυρίως απέναντι στα δύο μεγάλα κόμματα, αλλά και γενικά συλλήβδην κατά των πολιτικών, ξαφνικά να μεταστράφηκε την τελευταία στιγμή λίγο πριν το ρίξιμο της ψήφου προς την κατεύθυνση της πριμοδότησης ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα, περισσότερο γιατί ο Έλληνας αναποφάσιστος αρέσκεται να πηγαίνει εκεί που υπάρχει ρεύμα. Ίσως σε αυτή τη χώρα λειτουργούν περισσότερο από ό,τι φαντάζεται κανείς η υποσχεσιολογία και τα ταξίματα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η ΝΔ δεν «τα θαλάσσωσε» την τελευταία πενταετία, ούτε ότι ο Γιώργος Παπανδρέου δεν έχει οράματα για το αύριο. Σίγουρα, ο καθένας που καταλαμβάνει την εξουσία θα ‘θελε να αφήσει πίσω του έργο και όχι ερείπια. Όμως αυτό που πραγματικά προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός ότι τα μικρά κόμματα δεν προτιμήθηκαν και πάλι για τον άλφα ή βήτα λόγο από αυτό το 5-10% των μετακινούμενων ψηφοφόρων και έτσι η κατάσταση ουσιαστικά παραμένει ίδια. Θα δούμε και θα ζήσουμε λοιπόν για μια ακόμη φορά ένα κοινοβούλιο χωρίς τους Οικολόγους – Πράσινους (τη στιγμή που στην υπόλοιπη Ευρώπη δοκιμάστηκαν σε κυβερνήσεις συνασπισμού), με έναν ΣΥΡΙΖΑ που μόλις στο παραπέντε διασώθηκε και μπήκε στη Βουλή, με ένα ΚΚΕ που παραμένει προσηλωμένο σε δογματισμούς, ένα ΛΑ.Ο.Σ. που συνεχίζει να εκφράζει επικίνδυνες για τη Δημοκρατία θέσεις σε ευαίσθητα πολιτικά θέματα, με λίγα λόγια μία από τα ίδια χωρίς πολυφωνία και ουσιαστική ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. Μπορεί ο Γιώργος Παπανδρέου σαν άτομο να θέλει να εισάγει νέο πολιτικό ήθος και να επιθυμεί ένα νέο τρόπο διακυβέρνησης της χώρας, οι ψηφοφόροι όμως που στήριξαν το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ακόμα έτοιμοι για τέτοιου είδους αλλαγές. Εξάλλου, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν θα βρεθεί μπροστά στο δίλημμα να «εξαργυρώσει» την εμπιστοσύνη που έδειξαν στο πρόσωπό του χιλιάδες ψηφοφόροι; Ή μήπως η αποτροπή του βολέματος ή των ψηγμάτων αξιοκρατίας, δεν θα κατεβάσουν τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ το ίδιο εντυπωσιακά στις επόμενες εκλογές; Δυστυχώς, τα διδάγματα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις είναι νωπά και κανείς δεν πιστεύει ότι από ένα πρόσωπο μπορούν να αλλάξουν όλα, τη στιγμή μάλιστα που από πίσω υπάρχει ένας ολόκληρος κομματικός μηχανισμός που λειτουργεί κατά τα γνωστά πρότυπα. Και να μην ξεχνάμε επίσης ότι πριν από λίγο καιρό «είχαν βγει τα μαχαίρια» στο ΠΑΣΟΚ και ουδείς φανταζόταν μια τέτοια εύκολη κατάκτηση της εξουσίας. Η ΝΔ, από την άλλη, που πλήρωσε τα σκάνδαλα και τη διαφθορά, προσπαθεί να συσπειρωθεί με το συνέδριο μετά από ένα μήνα. Εκεί θα διαφανούν πολλά και φυσικά αν η Ντόρα μπορέσει να συσπειρώσει την εκλογική βάση του κόμματος. Οι εκλογές αυτές πάντως ένα πράγμα κατέδειξαν: ότι ακόμη ο ελληνικός λαός δεν θέλει να απαλλαγεί από τις μονοκομματικές κυβερνήσεις. Αισθάνεται ασφάλεια με το ένα ή το άλλο κόμμα στην εξουσία. Με αυτό τον τρόπο όμως δεν προχωρά η Δημοκρατία αφού δεν υπάρχουν συγκλίσεις και συναινετικές πολιτικές. Ο λαός όμως έτσι απεφάνθη και για να το πούμε πιο συγκεκριμένα, το μεταφερόμενο ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα ποσοστό του 5-10%. Και εδώ είναι Ελλάδα. Η χώρα όπου πέντε – δέκα οικογένειες συνεχίζουν να καθορίζουν πολιτικά την πορεία της. Ο λαός λοιπόν που επιλέγει την κάθε φορά ένα από τα δύο αυτά κόμματα να κυβερνήσει τη χώρα, δεν θα πρέπει να φωνάζει εάν αύριο εφαρμοστούν τυχόν σε βάρος του πολιτικές. Και βέβαια κανείς πια δεν πιστεύει κανένα όταν κόπτεται στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις πως τάχα «όλοι είναι ίδιοι», αλλά στην κάλπη τους πριμοδοτεί. Και αυτό ισχύει για όλα τα κόμματα που τον εκπροσωπούν στο κοινοβούλιο, που δεν τα αποδέχεται σε θεωρητική βάση, αλλά στην πράξη τα στηρίζει. Πολύ δε περισσότερο όταν πριμοδοτεί με τέτοια θέρμη μονοκομματικές κυβερνήσεις, που όλο το προηγούμενο διάστημα τις λοιδορεί. Υποκρισία λέγεται αυτό ή φόβος απέναντι στο καινούργιο;