Πάνοπλος τρέχει ο μαχητής με ελαφιού σβελτάδα
Τρανή τιμή του έλαχε, το άγγελμα να πει
Στη γη αυτή που ασπίδα της, έκανε την Παλλάδα
Ότι τους Πέρσες βούλιαξε στης ήττας τη ντροπή.
Αυτή η ψυχή η αδάμαστη, που λέγεται Ελλάδα.
Και, τρέχει σαν τον άνεμο, πετά σαν αστραπή.
Απόμακρα του χαλασμού ο κουρνιαχτός, οι βόγγοι
Θωρεί ακόμα εκεί θαμπά, της μάχης τη φωτιά.
Λείψανα αρμάτων και νεκρά άτια σάρκινοι όγκοι
Κομματιασμένα νια κορμιά, με γυάλινη ματιά
Του Μαραθώνα έθαψαν πλαγιές, πεδιάδες, λόγγοι
Των Μήδων την αγέρωχη, μυριόπληθη στρατιά.
Κάτω στο χώμα η πλουμιστή η σπάθα του Αρταφέρνη
Και η λεοντοσκάλιστη η ασπίδα του η χρυσή
Η νίκη όταν μάντεψαν στους Έλληνες πώς γέρνει
Αφού μπρος τους τ' αντίμαχου η ανδρεία περισσή
Αφήκαν λάφυρα, οπλισμό κι ολούθε κυκλωμένοι
Σωσμό στα πλοία γύρευαν. Νεκροί πια οι μισοί.
Παν οι μεγαλεπήβολοι του Ασιάτη οι στόχοι:
Να διαφεντέψει άτρομους Σπαρτιάτες, Αχαιούς.
Των Αθηνών τ' ακόντια, των Πλαταιών η λόγχη
Τείχη υψώθηκαν άπαρτα, σε εστίες και ναούς
«Μολών Λαβέ»! είπαν βροντερά. Αχεί η κλαγγή τους: «Όχι»
Κι από την βαρβαρότητα γλύτωσαν τους λαούς.
Ο Φειδιππίδης μαχητής, τον πόλεμο, παρέκει,
Ξαναθωράει τρέχοντας μπροστά του και ριγεί.
Τα χέρια του Κυναίγειρου ίδιο αστροπελέκι
Πώς στην ακτή τα πλοία τους, τραβούσαν με οργή.
Τις σάρκινες αρπαγές του σαν κόψαν με πελέκι
Με δόντια όπως τους κράταγε, τον σώριασαν στη γη.
Πόσο βαρειά η ασπίδα του, στου τρέξιμου τη φόρα. Και
το άρμα του Φαέθοντα πυρακτωμένο ηχεί
Ο ιδρώτας κι ο μακρύδρομος, ατέρμονοι είν' τώρα
Βαθιά το καρδιοχτύπι του παράτονα αντηχεί.
Μα με λαχτάρα καρτερά το μήνυμά του η χώρα.
Γι αυτό τον φτεροπερπατά του σθένους του η ψυχή.
Μα, πια πατά στον ιερό της Αθηνάς το χώρο.
Εκεί μπρος στην Ακρόπολη, πλήθη θωρεί μουντά,
Που τρέχουν εναγώνια προς τον μαντατοφόρο,
Κραυγάζει «Νενικήκαμεν»! Σπάει η καρδιά, βροντά
Κι ενώ αυτοί με τ' άγγελμα μεθούν το νικηφόρο,
Εκείνος πάει στους Ήρωες κι Αθάνατους κοντά...