Επιδίωξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων στη ζωή τους είναι να πετυχαίνουν τους στόχους, που θέτουν, και να προκόβουν.
Λαμβανομένου, όμως, υπόψη ότι η προκοπή στις μέρες μας είναι σχεδόν ταυτισμένη για τους πολλούς μόνο με την απόκτηση ή αύξηση πλούτου και δόξας, δεν είναι λίγοι, όσοι υποστηρίζουν, πάντα με βάση αυτά που βλέπουν, ότι δεν αξίζει στη ζωή να αγωνίζεσαι με το σταυρό στο χέρι, αν θέλεις να προκόψεις, γιατί ενδεχομένως τότε να μην τα καταφέρεις ποτέ, αφού ο δρόμος της αρετής, πέραν του ότι είναι δύσκολος και ανηφορικός, αλλού αποβλέπει.
Αντίθετα, επικαλούνται παραδείγματα αρκετών συνανθρώπων, που, λειτουργώντας χωρίς ηθικές αναστολές, χωρίς σεβασμό σε αρχές και αξίες, πατώντας επί πτωμάτων επί το λαϊκότερων, καταφέρνουν εύκολα και χωρίς κυρώσεις, τουλάχιστον να δείχνουν «προκομμένοι».
Και επειδή, επηρεασμένοι καθώς είμαστε απ’ τις υλιστικές θεωρίες, δεν πολυπιστεύουμε ή δεν έχουμε ξεκαθαρίσει εντελώς μέσα μας τα περί μελλούσης κρίσης κατά έργα του καθενός μας, που κηρύσσει ο χριστιανισμός, η προηγούμενη άποψη τείνει να γίνει κυρίαρχη και, όσοι προκόβουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, να θεωρούνται άξιοι προς μίμηση.
Ωστόσο, τα φαινόμενα πολλές φορές εξαπατούν, μια που πολλοί απ’ αυτούς, που ζηλεύουμε, άλλα δείχνουν και άλλα νιώθουν, αφού η επίγεια ζωή τους, έτσι όπως αυτοί τουλάχιστον τη βιώνουν εσωτερικά, κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτη είναι.
Αυτό συμβαίνει γιατί, όσοι ξεφεύγουν απ’ τον ανθρώπινο νόμο, δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι γλιτώνουν απ’ το νόμο του θεού, ότι κοιμούνται ήσυχοι και απολαμβάνουν τα αποτελέσματα των κατορθωμάτων τους, μια που «έστι Δίκης οφθαλμός, ός τα πάνθ΄ορά».
Οι Αρχαίοι Έλληνες π.χ. πίστευαν ότι τους επίορκους, τους άδικους και γενικά τους παραβάτες του γραπτού αλλά και άγραφου νόμου της ηθικής, τους κατεδίωκαν εν ζωή κάποιες θεές, οι Ερινύες, οι οποίες τους βασάνιζαν και δεν τους άφηναν στιγμή να ησυχάσουν ούτε στον ύπνο τους ούτε στο ξύπνιο τους. Τις φοβόταν, μάλιστα, τόσο πολύ, όσοι έπεφταν στα χέρια τους, ώστε απέφευγαν να προφέρουν ακόμα και το όνομά τους. Γι’ αυτό και αντί για Ερινύες τις αποκαλούσαν με εύηχο όνομα Ευμενίδες , πρόσφεραν ακόμη και θυσίες προς αυτές, προκειμένου να τις εξευμενίσουν, ενώ τα θύματά τους στις τραγωδίες έπρεπε να υποστούν τα πάνδεινα, για να καθαρθούν.
Ο λαός μας, σήμερα, τις αποκαλεί τύψεις συνείδησης και ουαί και αλίμονο στα θύματά τους. Οση δόξα, όσα πλούτη και άλλα υλικά αγαθά κι αν αποκτήσουν, όσο επώνυμοι κι αναγνωρίσιμοι κι αν γίνουν, η ζωή γι΄αυτούς γίνεται μαύρη κι άραχλη, σκέτη κόλαση θα έλεγε κανείς, γιατί τελούν σε συνεχή εσωτερική ταραχή και αναστάτωση.
Αυτό ήξερε καλά και ο Απόστολος των εθνών Παύλος και σε επιστολή του προς φίλους του χριστιανούς κατέληγε λέγοντας ότι «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας θεού ζώντος», τουτέστιν, είναι φοβερό να πέσει κανείς στα χέρια ενός τέτοιου ζωντανού θεού. Δε χρειάζεται αυτός να πεθάνει, για να καταλάβει, τι σημαίνει κόλαση. Την προγεύεται όντας ζωντανός κι ας μην το καταλαβαίνουν οι πολλοί. Δεν παρέλειπε, μάλιστα, να συνιστά την αγαθοεργία, την ταπεινοφροσύνη ,την εξομολόγηση και τη θεία κοινωνία ως μέσα κάθαρσης και αποκατάστασης της εσωτερικής γαλήνης.
Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να θεωρείται αξιοζήλευτη η ζωή μη ενάρετων και «προκομμένων» ανθρώπων. Παρότι δύσβατος, παρότι κοπιώδης, παρότι δε γίνονται γρήγορα ορατά τα αποτελέσματά του, είναι προτιμότερος ο δρόμος της αρετής, μια που αργά αλλά σταθερά και χωρίς σημαντικές μεταπτώσεις μπορεί κανείς να πετύχει το ποθούμενο, που δεν είναι τίποτε άλλο απ’ την εσωτερική του καθενός μας γαλήνη και ευτυχία, που οδηγούν στην αθανασία. Όλα τα άλλα είναι πρόσκαιρα, ευμετάβολα και μάταια και δεν εξασφαλίζουν σε μόνιμη βάση την προκοπή και ευτυχία μας.