Της Δρ Λεονταρή Ρουμπίνη, ιατροδικαστού, προϊσταμένης Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Λάρισας
Στο άκουσμα της λέξης «νεκροτομή», ο μέσος άνθρωπος νιώθει ένα αίσθημα φόβου, δυστυχίας, μια ενόχληση και εκφράζει πολλές φορές με άκομψο τρόπο, την αποστροφή του. Η λύπη και η οδύνη από το χαμό του αγαπημένου του προσώπου πολλαπλασιάζεται στην ιδέα ότι το πρόσωπο αυτό, θα γίνει «αντικείμενο» έρευνας στα χέρια του «απάνθρωπου» ιατροδικαστή.
Η αλήθεια, φυσικά, δεν έχει σχέση με τις ενδόμυχες σκέψεις του μέσου ανθρώπου. Η νεκροτομή είναι μια πολύτιμη ιατρική πράξη, μια επιστημονική πράξη που ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες και σέβεται καθ’ ολοκληρίαν την υπόσταση του νεκρού. Προσφέρει μεγάλης αξίας υπηρεσίες στο κράτος δικαίου και στην ιατρική επιστήμη.
Ο ιατρός-ιατροδικαστής δεν είναι ένας άνθρωπος χωρίς αισθήματα και ευαισθησίες, αλλά ο επιστήμονας που με βαθειά γνώση του αντικειμένου της εργασίας του, με ήθος και εντιμότητα, θα ενεργήσει σε κάθε περίπτωση με σύνεση και προσοχή για σωστά συμπεράσματα. Η επιστήμη την οποία υπηρετεί, τον καθιστά άτομο με επιστημονικές ανησυχίες και εξαιρετικά ευαίσθητο απέναντι στο νεκρό, όπως και στον πολυτραυματία, στον κακοποιημένο, τον παραμελημένο και τον ανήμπορο που αποτελούν και αυτοί περιστατικά που χρειάζονται ιατροδικαστική μελέτη. Είναι εξάλλου, εκείνος που θα βοηθήσει το έργο της Δικαιοσύνης, όταν αυτό χρειαστεί.
Οι τομές που, με ακρίβεια και συνέπεια, πραγματοποιούνται, κατά τη διάρκεια μιας ιατροδικαστικής πράξης, είναι απολύτως απαραίτητες για την εξαγωγή των συμπερασμάτων που αφορούν στην αιτία, τον τρόπο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε ο θάνατος. Ο νεκρός δεν κακομεταχειρίζεται, δεν γίνεται «αντικείμενο» πειραμάτων, ενώ όλα του τα όργανα επανατοποθετούνται στο σώμα του, με το πέρας της νεκροτομής. Εξάλλου, νεκροτομή δεν γίνεται σε κάθε θάνατο. Στατιστικά, πραγματοποιείται μόλις το 20% του συνόλου των αναφερόμενων θανάτων, πάντα μετά από έγγραφη παραγγελία των αρμόδιων Αρχών και αφορά σε περιπτώσεις θανάτων που ενδιαφέρουν ή ενδεχομένως να ενδιαφέρουν τη δικαστική εξουσία, δηλαδή τους αιφνίδιους και τους βίαιους θανάτους.
Αιφνίδιος ονομάζεται ο θάνατος που επέρχεται απότομα και απροσδόκητα σ’ ένα άτομο φαινομενικά υγιές και που οφείλεται, σε εσωτερική παθολογική αιτία, χωρίς τη φανερή επίδραση κάποιου εξωτερικού παράγοντα. Τέτοιος θάνατος δημιουργεί συνήθως την υπόνοια επιδράσεως κάποιας τοξικής ουσίας, γι’ αυτό και η επέμβαση της Αρχής για διενέργεια νεκροψίας-νεκροτομής είναι δικαιολογημένη, και αποσκοπεί στην ανεύρεση της ακριβούς αιτίας θανάτου. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας δηλητηριάσεως ή κάποιας άλλης επιδράσεως, που δεν είναι εκ πρώτης όψεως εμφανής. Οι συνηθέστερες αιτίες αιφνιδίων θανάτων προέρχονται από το καρδιαγγειακό σύστημα, το αναπνευστικό σύστημα και το κεντρικό νευρικό σύστημα.
Οι βίαιοι θάνατοι, επέρχονται λόγω δράσης ενός παράγοντα ο οποίος καταργεί τις ζωτικές λειτουργίες του οργανισμού. Οι βλαπτικοί αυτοί παράγοντες είναι, η στέρηση των απαραίτητων για τη ζωή στοιχείων, όπως το οξυγόνο του αέρα (ασφυξία) και η τροφή (ασιτία) και οι φυσικοί παράγοντες όπως η θερμότητα και το ψύχος, το ηλεκτρικό ρεύμα, οι διάφορες μορφές ακτινοβολίας και τα διάφορα δηλητήρια. Άλλος παράγοντας είναι βία, από την επίδραση της οποίας προκαλούνται καταστροφές ιστών ή και ολόκληρων οργάνων, βία που προκαλεί κακώσεις όπως αυτές των τροχαίων ατυχημάτων, κακώσεις από μαχαίρια και πυροβόλα όπλα. Ο βίαιος θάνατος σχετίζεται με εγκληματική ενέργεια ή αυτοχειρία ή αποτελεί τυχαίο γεγονός. Ένα «τρίπτυχο» δηλαδή, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις αρχές, που διασαφηνίζεται με τα αποτελέσματα μιας λεπτομερούς ιατροδικαστικής εξέτασης.
Εν κατακλείδι η νεκροψία-νεκροτομή, αποτελεί μια σημαντική πράξη μέσα στην διαμορφωμένη επιστήμη της Ιατροδικαστικής που ψάχνει επίμονα και συστηματικά, με το μάτι, τον φακό, το μικροσκόπιο και την «πιπέττα» των εργαστηρίων να ανακαλύψει την αιτία του θανάτου και τον μηχανισμό προέλευσης αυτού, γεγονός που ανακουφίζει τους οικείους κάθε νεκρού.