Σηκώθηκε βαρύθυμος από το κρεβάτι του. Μούσκεμα από έναν αηδιαστικό ιδρώτα, από τη νυχτερινή φλόγα της μεγαλούπολης. Ο θόρυβος του «Άστεως», που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο, σφυροκοπούσε ανελέητα το κεφάλι του, που πήγαινε να σπάσει. Δεν μπόρεσε να βάλει μπουκιά στο στόμα του. Μια αηδία ένιωθε. Ξεπόρτισε και τράβηξε για το γραφείο του.
Οι συνάδελφοί του έκαναν ακόμα προθέρμανση, για τη δουλειά, που θα έπιαναν αργότερα. Συζητήσεις για το ποδόσφαιρο, για την πολιτική, αεροκουβέντες. Έσκυψε να πάρει μολύβι και χαρτί. Αλλά αισθάνθηκε, όλα τα μέλη του παράλυτα. Το μυαλό του άδειο. «Ω! Θεέ μου! Πώς κατάντησα δεν αντέχω πια πνίγομαι». Ένιωσε τους τοίχους του γραφείου του, να κοντοζυγώνουν, να τον πιέζουν. Το ταβάνι να κατεβαίνει και να τον συνθλίβει κοντανάσανε. Είπε πως θα σκάσει.
Και τότε έγινε το θαύμα. Σηκώθηκε σαν ταύρος κι έδωσε μια στα ντοσιέ, στα πρες παπιέ, στα μολύβια και τους χάρακες. Αναποδογύρισε την καρέκλα, ξεπόρτισε και κατ' ευθείαν στο γκαράζ. Στο μυαλό του ξανάρθαν οι παιδικές μνήμες. Το χωριό, που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ανάθεμα, που μπλέχτηκε στα γρανάζια ενός σύνθετου και προβληματικού κόσμου. Στα βάσανα μιας τάχα περισπούδαστης αστικής ζωής. Ανάθεμα στις μάχες, που έδωσε με τ' άχαρα της μεγαλούπολης, χάνοντας μεγάλες χαρές και χάρες. Στα μεταλλαγμένα και τα πλαστικά που τρώει. Στην υποκρισία και την ψευτιά, που δέρνει τη ζωή των αστών.
Θα φύγω είπε! Και έφυγε. Έφυγε μαρσάροντας ασυνήθιστα. Λες και φοβόταν μην τον προλάβουν οι «Σειρήνες» της πόλης και τον γυρίσουν πίσω. Το βράδυ έφτασε στο Κεφαλοχώρι. Το χωριό του ήταν 2-3 ώρες με τα πόδια πιο ψηλά. Δεν θα έμενε εδώ. Όχι! Το υποκατάστημα της Τράπεζας στην πλατεία του χωριού, του ξανάφερε στον νου επιταγές, εθνοκάρτες, χρηματιστήριο... Το Γραφείο ΕΛΤΑ απέναντι, του θύμισε την αλληλογραφία του γραφείου του. Πόσο τη σιχαινόταν. Όχι, όχι. Δεν θα μείνει εδώ.
Πρωί, πρωί βρέθηκε κιόλας έξω από το Κεφαλοχώρι, ανηφορίζοντας για το χωριό του, με ένα ραβδί στο χέρι. Όχι δεν θα έπαιρνε τον δρόμο. Από το μονοπάτι θα πήγαινε. Αυτό που έπαιρνε μικρός σαν πήγαινε στο Γυμνάσιο του Καλοχωρίου. Στην αρχή τα βήματά του ήταν βαριά. Η αχρηστία βλέπεις των ποδιών στην πόλη. Όσο πήγαινε όμως τα πόδια του λύνονταν. Τα πνευμόνια του τρομπάριζαν δυνατά. Έδιναν μια ασυνήθιστη για τον αστό, ώθηση σε νου και σώμα. Από τ' αυτιά του έφυγε η βοή της πόλης. Οι απαλοί θόρυβοι της φύσης, έπλεκαν υπέροχες αρμονίες. Ένας μελισσοφάγος σκάρισε από τη διπλανή γκορτσιά και φτερούγισε τρομαγμένος.
Πρρ, πρρ! Όι, όι! ακούστηκε στην απέναντι πλαγιά η φωνή του βοσκού. Τον ήχο απ' τα κυπριά και τα κουδούνια, το πήρε, σαν συμφωνία κρουστών οργάνων. Γύρισε πίσω κι έμεινε στήλη άλατος. Ω! Θεέ μου! Τι 'ναι τούτο! Ολόχρυσος δήλιος ξεπήδησε από τα Αιγαιοπελαγίτικα νερά κι άρχισε να σκαρφαλώνει στον ουρανό.
Χρόνια είχε να δει ανατολή και δύση του ήλιου. Και ο ουρανός, πόσο μεγάλος! Ατέλειωτος. Όχι σαν μια στενή μουντή λουρίδα, που έβλεπε ανάμεσα σε πολυκατοικίες. Απόμεινε βουβός να τα θαυμάζει. Μια αλογόμυγα όμως, του ’δωσε καλά να καταλάβει, πως είχε δρόμο μπροστά του ακόμα. Ακόμα δεν είχε μεσιάσει. Μα πώς ένιωθε τόσο ανάλαφρα, φτερά στα πόδια του. Θυμήθηκε πως ήταν χθες που σερνόταν στο γραφείο του. Ένας ιδρώτας τον έλουζε από την κούραση, αλλά όχι εκείνος, ο βρόμικος και βασανιστικός της πόλης.
Ένα κλαδί συκιάς, βεργολυγούσε, από μελωμένα σύκα και του έφραξε τον δρόμο. Σταμάτησε κι έφαγε 2-3. Πιο κάτω βόσκησε σε μια βατομουριά. Κατάμαυρη από ζουμερό καρπό. Ένα φίδι πέρασε τρομαγμένο από μπροστά του και χάθηκε κάτω από τις φτελιές. Ανατρίχιασε για λίγο ο έρμος. Μα γρήγορα γέλασε κάνοντας τη σκέψη. «Έχουμε εμείς κάτι φίδια στην πόλη... Τι είναι τούτο τ' άκακο». Έφτασε στην τελευταία κορυφή. Το γραφικό ξωκλήσι τ’ Άϊ - Λια ανάμεσα σε οξιές και έλατα, τράβηξε τα βήματά του. Έκανε τον σταυρό του. Στην πόλη κόντευε να ξεχάσει τον Θεό. Εδώ τον ξαναβρήκε σ' όλο του το μεγαλείο.
Να και το χωριό του. Στα ριζά του λόφου φάνηκαν τα πρώτα σπίτια. Στο έμπα του χωριού μια βρυσομάνα κελάρυζε. Στάθηκε και ξαναμμένος δροσίστηκε. Θείο νάμα. Στο διάβολο και τα ψυγεία και τα εμφιαλωμένα. Στον διάβολο, οι μπόμπες, τα ποτά στα μπαρ τα σκοτεινά της μεγαλούπολης. Ήπιε, ήπιε. Δεν χόρταινε. Στην πλατεία κάτω από τη σκιά του αιωνόβιου πλάτανου, σηκώθηκαν τα γεροντάκια να τον καλωσορίσουν, με ανυπόκριτη χαρά. Στον διάβολο το επίπλαστο και φτιασιδιωμένο χαμόγελο των αστών. Ήπιε το καφεδάκι, που το πρόσφερε η κυρά Καλή του καφενείου, για το καλωσόρισμα. Κι έμεινε εκεί, ν' απολαμβάνει την ειδυλλιακή εικόνα. Έτσι ακίνητος. Σα να μην ήθελε να χαλάσει ένα όνειρο. Και με κάποιο αδιόρατο μίσος απώθησε στο βασίλειο της λήθης, όλα εκείνα τα βασανιστικά της αστικής ζωής. Ξέχασε το νέφος, το θόρυβο, το άγχος... Όλα τα τυραννικά προβλήματα που τα ύφαινε η ζωή της πόλης. Έγινε άλλος άνθρωπος.