Η πιο μεγάλη από τις θεομητορικές εορτές είναι αναμφίβολα η Κοίμηση της Θεοτόκου, η χαρακτηριζόμενη και ως «Μικρόν Πάσχα», γιατί κατ’ αυτήν τιμάται όχι μονάχα η Κοίμηση και η Ταφή Της, αλλά και η Μετάστασή Της στους ουρανούς, από όπου μεσιτεύει προς τον Υιό της και Κύριο υπέρ των πιστών, των τιμώντων ιδιαίτερα τη μνήμη Της. Το ενδιαφέρον, δηλαδή, και η μεσιτεία της Θεοτόκου, που δεν εγκατέλειψε τους πιστούς και μετά την Κοίμησή Της, εφόσον, κατά τον υμνογράφο, «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν, ως γαρ Ζωής Μητέρα, προς την Ζωήν μετέστησεν», φαίνεται ιδιαίτερα στα εξής:
α) Στην υπόσχεση που έδωσε στις ευσεβείς γυναίκες πριν από την Κοίμησή Της
Τρεις ημέρες πιο μπροστά από την ημέρα τής Κοίμησης, ο αρχάγγελος Γαβριήλ, κατά τη μαρτυρία της Παράδοσης, ειδοποίησε την Υπεραγία Θεοτόκο για τον ακριβή χρόνο τής Κοίμησής Της. Κατά τις ημέρες δε αυτές η Θεοτόκος ανέβηκε αρχικά στο όρος των Ελαιών, στο οποίο μετέβαινε κάθε τόσο και ο Υιός Της και Κύριος, και προσευχήθηκε με μεγάλη θερμότητα όχι μονάχα για τον εαυτό της, αλλά και για όλους τους πιστούς, που αγωνίζονται στον κόσμο. Ύστερα δε από την προσευχή αυτή, ξαναγύρισε στα Ιεροσόλυμα όπου έκανε γνωστή την επικείμενη Κοίμησή Της στις γυναίκες που τη συντρόφευαν και στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, στην προστασία του οποίου την είχε αφήσει από το ύψος του Σταυρού ο Κύριος. Στο άκουσμα της είδης εκείνης όλοι λυπήθηκαν, γιατί θα έχαναν από κοντά τους, όπως νόμιζαν, την υπερευλογημένη Μαρία, που ήταν για όλους η Κιβωτός της Ζωής και το στήριγμα. Εκείνη, όμως, τους παρηγόρησε, λέγοντας ότι δεν θα έπαυε να πρεσβεύει πάντοτε για την ενίσχυση όλων των τεθλιμμένων και τη σωτηρία όλων των πιστών. Για το λόγο δε αυτό χαρακτηρίστηκε, όπως είναι γνωστό, ως «Μεσίτρια προς τον Φιλάνθρωπον Θεόν» και «πρεσβεία θερμή».
«Πρεσβεία θερμή και τείχος απροσμάχητον, λέγει ο παρακλητικός στη Θεοτόκο κανόνας, ελέους πηγή, του κόσμου καταφύγιον, εκτενώς βοώμεν σοι, Θεοτόκε Δέσποινα, πρόφθασον και εκ κινδύνων λύτρωσαι ημάς, η μόνη ταχέως προστατεύουσα».
β) Στα μετά την Κοίμησή Της
Ύστερα από την Κοίμηση της Θεοτόκου, οι Άγιοι Απόστολοι, που συγκεντρώθηκαν από τα πέρατα της οικουμένης «διά νεφέλης για την ταφή του σκηνώματός της» μετέφεραν με ιερές ψαλμωδίες στη Γεθσημανή το ιερό σκήνωμα εκείνης, που, κατά την Αγία Γραφή, ανέβαινε «λελευκασμένη ωσεί όρθρος», «επί την αληθή γην της επαγγελίας», για να πρεσβεύει, κατά τον ιερό Δαμασκηνό, «ακαταπαύστως υπέρ των ψυχών» των τιμώντων τον Κύριο. Για το λόγο δε αυτό από τότε, ως Μεσίτρια των πιστών και μητέρα όλου του κόσμου, η Θεοτόκος εικονίζεται πάντοτε στην κόγχη κάθε ιερού βήματος, γιατί αυτή γίνεται «κλίμαξ, γήθεν προς ουρανούς η μετάγουσα», δηλαδή η σκάλα που ανεβάζει κάθε πιστό από τη γη στον ουρανό. Σ’ αυτήν στρέφεται για τούτο κάθε πονεμένος, που μαζί με τον ποιητή κραυγάζει:
- Σε Σένα, ω Παρθένε,
γυρίζω και σου ζητώ,
βοήθεια, προστασία,
από τον κάθε εχθρό.
Βοήθα στον αγώνα μου,
να μη λυγίσω ποτέ, ποτέ.
Μαρία, Παρθένε,
πρέσβευε για με.
- Μεταβολή των θλιβομένων,
λέγει και ο υμνογράφος,
απαλλαγή των ασθενούντων
υπάρχουσα, Θεοτόκε Παρθένε,
σώζε πόλιν και λαόν,
των πολεμουμένων η ειρήνη,
των χειμαζομένων η γαλήνη,
η μόνη προστασία των πιστών».
γ) Στο μετά τη Μετάστασή Της στους ουρανούς ενδιαφέρον για τους πιστούς
Μετά την ταφή της Υπεραγίας Θεοτόκου ακολούθησε η Μετάστασή Της στους ουρανούς, γιατί, κατά τους υμνογράφους της Εκκλησίας, «τάφος και νέκρωσι ουκ εκράτησεν αυτήν». Για τη Μετάσταση ακριβώς αυτή γινόταν λόγος αρχικά από τους Προφήτες, που έβλεπαν τη Θεοτόκο να ανεβαίνει στους ουρανούς και να κάθεται στα δεξιά του Υιού Της. Για το λόγο αυτό έλεγαν ότι «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω, περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».
Εξαιτίας δε της Μετάστασής Της αυτής, η ίδια η Θεοτόκος έλεγε, κατά τον ιερό Δαμασκηνό, ότι «Νυν εμέ περιέπουσιν Άγγελοι, νυν εν εμοί θεία Χάρις αυλίζεται. Εγώ (δε) νοσούσιν ιατρείον αλεξίπονον πέφηνα, εγώ πηγή ιαμάτων αένναος, εγώ δαιμόνων αλεξιτήριον, εγώ πόλις φυγαδευτηρίου τοις προσφεύγουσι πέφυκα».
Εξαιτίας δε των πιο πάνω, αναφέρεται και από τον ποιητή του Ειρμού της Θ’ Ωδής Άγιο Κοσμά, ότι «Ή μετά τόκον Παρθένος και μετά θάνατον ζώσα. Σώζοις αεί Θεοτόκε την κληρονομίαν σου» επειδή και κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αυτή κατέχει «τα δευτερεία της αγάπης μετά την Τριαδικήν Θεότητα».
Κλείνοντας τις πιο πάνω σκέψεις, θα έλεγα ότι όποιος θέλει να νικά στους πειρασμούς των δαιμόνων, πρέπει να επικαλείται ακατάπαυστα το όνομα του Κυρίου και Θεού και το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου, γιατί κατά τον Ηλία Μηνιάτη, «όποιος εις Αυτήν ελπίζει, ουκ αποτυγχάνει» ποτέ και γιατί, κατά τον υμνογράφο της Εκκλησίας, «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξεν, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπε» ποτέ η Υπεραγία Θεοτόκος.
Και γιατί, τελικά, την Υπεραγία Θεοτόκο άφησε ο Κύριος από το ύψος του Σταυρού ως μάνα όλων των πιστών και ως πνευματική Μητέρα τους τη νιώθουν όλοι οι Χριστιανοί, που μαζί με τον ποιητή Αχ. Παράσχο αναφωνούν:
- Άλλοι σε κράζουν έλεος,
Ελπίδα ο θλιμμένος,
Βασίλισσα της Εκκλησιάς,
σε κράζει η καμπάνα,
Ελεημοσύνη ο φτωχός,
Νερό ο διψασμένος,
μα η καρδιά μου, Δέσποινα,
αυτή σε κράζει Μάνα!