Ο Ελληνικός λαός αρέσκεται πολύ στο τραγούδι και τη μουσική. Ανέκαθεν μ' αυτά προσπαθούσε να εκφράσει τη χαρά και την λύπη του, τους φόβους και τα όνειρά του, τις περίλαμπρες νίκες, αλλά και τις μαύρες ώρες της πατρίδας του.
Οι πρόγονοί μας, ακόμα και Θεό είχαν δημιουργήσει για το τραγούδι και την μουσική. Ήταν ο Θεός του Ήλιου και του Φωτός. Ο Απόλλων, ο Κιθαρωδός. Αλλά και ανάμεσα στις εννέα Μούσες ξεχωριστή θέση, κατείχαν η Μελπωμένη και η Ευτέρπη, οι προστάτιδες της μουσικής και της αύλησης, που έτερπαν τους προγόνους μας.
Έτσι στην όμορφη τούτη γωνιά της γης, τα μουσικά ακούσματα, πάντα ομόρφαιναν τη ζωή των Ελλήνων. Πέρασε όμως πάνω από την Ελλάδα για τέσσερες αιώνες, η μαύρη σκλαβιά κι έκανε τα όμορφα μουσικά ακούσματα μοιρολόγια λυπητερά και αμανέδες ανυπόφορους. Το συρτό, μονότονο και ανιαρό τραγούδι, συνδέθηκε με τον ζουρνά, το κλαρίνο και το λαγούτο.
Κι όμως τα θλιβερά αυτά τραγούδια, συντρόφευαν τον Έλληνα στον βαρύ του ζυγό. Κι έχει δίκαιο ο μεγάλος Λαογράφος μας Νικ. Πολίτης, που λέει πως: «Η Ελληνική φυλή επέζησε γιατί τραγούδησε». Ως τα μέσα όμως του περασμένου αιώνα οι Έλληνες σημείωσαν μεγάλη πρόοδο. Μεγάλοι μουσικοί και μουσουργοί Σακελλαρίδης, Μανώλης Καλομοίρης ξεφύτρωσαν στον τόπο μας. Κι άφησαν εποχή με τις δημιουργίες τους, που σε μας τουλάχιστον τους μεγάλους μένουν αξέχαστες.
Παράλληλα ένα πλήθος από Ωδεία, Κονσερβατουάρ και μουσικοδιδασκαλεία, πλημμύρισαν κυρίως τα αστικά κέντρα. Οι εύποροι πήραν στα σπίτια τους Δασκάλους για να μυήσουν τα παιδιά τους στην καλή μουσική. Τα πιάνα ήταν δείγμα αρχοντιάς. Σε γιορτές και σε βεγγέρες, ευχάριστα και ποικίλα μουσικά ακούσματα έτερπαν τις ομηγύρεις. Λίγο πιο πριν, έκανε την εμφάνισή του και ο Φωνογράφος. Το «Γραμμόφωνο», που συνοδευόταν με τις απαραίτητες πλάκες δηλ. τους δίσκους. Από την εποχή εκείνη έμειναν οι λαικές ρήσεις. «Δεν αλλάζεις την πλάκα;» Δηλ. δεν αλλάζεις θέμα συζήτησης; 'Η «Πάμε θα σπάσουμε πλάκα» δηλ. θα περάσουμε τόσο καλά, θα ευθυμήσουμε και θα σπάσουμε και δίσκους, όπως τώρα σπάνε πιάτα στα κέντρα διασκέδασης.
Το Γραμμόφωνο λοιπόν κατέστη γρήγορα λαϊκό όργανο. Σε μαγαζιά και σπίτια και μέχρι τα απρόσιτα ορεινά μέρη της χώρας μας. Σ' ένα από τα σπαρταριστά πεζογραφήματα του Στέφανου Γρανίτσα, διαβάζουμε τις χαριτωμένες περιγραφές του, σχετικά με την εμφάνιση του γραμμοφώνου σ' ένα από τα ορεινά χωριά της Ρούμελης. Βαθιά η εντύπωση της παρουσίας του. Ο καφετζής του χωριού, που τον έφερε ζητούσε 20 λεπτά, από καθέναν, που ήθελε ν' ακούσει το μαγικό κουτί. Οι χωριανοί παρά την ανέχεια, από περιέργεια έσπευσαν ν' ακούσουν τις «πλάκες». Πάντα όμως απορούσαν και ζητούσαν να πληροφορηθούν, για τη λειτουργία του. Καθένας το κοντό και το μακρύ του. Ευτυχώς ένας Λοχίας των Ευζώνων, σαν κοσμογυρισμένος ανέλαβε να τους διαφωτίσει.
«Έ, ουρέ ανίδια ζ'λάπια. Ντίπ χαιβάνια είστι; Αρέ πρώτ' βουλά βλέπ'τι φουνόγραφουν; Σ' αυτούνου του κασ'λάκ 'απού βλέ'τι, είνι ταμπράδις, ζουνάρδις κι λοιπά λαλούμενα. Είνι παρατεταγμένα τοιουτουτρόπους, που τάκ πατάς του κουμπάκ 'κι τότις μιλούν όλα ομού και ταυτουχρόνους. Σώματις τι είνι ουρέ ου φουνόγραφους; Για; Διάφουρα λαλούμινα αρμουδίους παρατεταγμένα...»
Και τότε παραμονές του πολέμου ήλθε άλλο μαγικό κουτί. Το ραδιόφωνο. Μεγάλο μυστήριο. Ακριβό μα θαυμαστό.
Και μετά τον πόλεμο το μεγαλύτερο «Μαγικό κουτί». Η τηλεόραση. Με πλούσια μουσικά ακούσματα. Εγχώρια και ξένα. Παραδοσιακά και φολκλορικά και λαικά και κλασικά. Συμφωνικές ορχήστρες και μονωδίες κι ότι τραβάει η ψυχή σου. Και ξανάγινε το μουσικό άκουσμα, ατομικό ή ομαδικό, χορταστικό, πλούσιο κτήμα του κάθε Έλληνα.
Τότε άρχισαν οι προτιμήσεις. Άλλα ακούσματα θέλει ο νέος, ο οπαδός των νέων κυμάτων, άλλα οι γονείς, άλλα οι γέροι, νοσταλγοί του παρελθόντος. Η μουσική της επιλογής μας, γίνεται μια ασπίδα, που μας προστατεύει, αλλά κυρίως μας απομονώνει από έναν κόσμο άξενον, επιθετικόν και εχθρικόν. Μας δίνει ταυτότητα. Είμαστε ότι ακούμε. Π.χ. ροκάδες, χέβι-μεταλάδες, ρεμπέτες, κλασικοί, λαϊκοί κ.λ.π. Επίσης η μουσική είναι μια συναισθηματική μορφή τέχνης, που μας εξυψώνει, μας ηρεμεί και μας εκπολιτίζει. Γι' αυτόν τον λόγο, αποτελεί παγκόσμιον και διεθνικόν δεσμό, των απανταχού της γης ανθρώπων. Η μουσική είναι η ζωή μας, όσο κι αν φθάνουμε σε υπερβολές. Ακούς λ.χ. σε πολυσύχναστους δρόμους της πόλης, τη μουσική των κινητών ή των κλάξον, να εμπλέκονται σε ένα εξωφρενικό ηχητικό κομφούζιο. Μουσική στα κινητά μας, στα κουδούνια των σπιτιών, στα ρολόγια, στα τηλέφωνα, στους χώρους αναμονής, στα δελτία ειδήσεων... Λαλούμενα κι αυτά, παντός είδους και μουσικής χροιάς. Είναι οι αυτόματες μουσικές ταΐστρες των μοντέρνων καιρών.
Αυτά όμως τα αυτοματοποιημένα ακούσματα, σίγουρα αλλοιώνουν το μουσικό μας αίσθημα. Μα φόβος δεν υπάρχει. Ο Έλληνας έχει μέσα του τη μουσική. Τραγουδά κι επιβιώνει.