Κράτος και επιχείρηση λειτούργησαν για αρκετό χρονικό διάστημα κάτω από μια οικονομική σχέση. Από το ένα μέρος, δηλαδή, το κράτος πρόνοιας παρενέβαινε δεσμευτικά και διακριτικά για να διατηρήσει τις ισορροπίες και από το άλλο ο ιδιωτικός τομέας προσπαθούσε να εκμεταλλεύεται τη δύναμη του κράτους για να αυξάνει τα κέρδη του. Φαίνεται δηλαδή ότι το κράτος είχε τη δύναμη να προσφέρει αλλά και να περικόπτει οικονομικά οφέλη από την επιχείρηση, ενώ η επιχείρηση προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ικανοποιήσει τις κερδοσκοπικές τάσεις της εξαγοράζοντας ό,τι δεν ήταν δυνατό να κερδίσει με νόμιμο τρόπο. Αυτό το σχήμα σχέσεων κράτους - επιχείρησης υλοποιείται κάτω από μια συγκεκριμένη στρατηγική. Το κράτος παραχωρεί αρκετά προνόμια σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, προστατεύει τους επιχειρηματίες από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, ακολουθεί φορολογικό σύστημα με ελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις κ.λπ. Η δε επιχείρηση, έχοντας ως κύριο στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους, δραστηριοποιείται και με κάθε τρόπο εκμεταλλεύεται όλες τις κρατικές ευνοϊκές ρυθμίσεις. Με την πάροδο του χρόνου κι από τον περασμένο αιώνα κι εφεξής, το κράτος εφαρμόζει εντονότερη παρεμβατική πολιτική με κοινωνικό πρόσωπο για τους εργαζόμενους. Η μεγάλη όμως οικονομική κρίση της δεκαετίας του '20 - '30 όπου, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, χιλιάδες επιχειρήσεις έκλεισαν και εκατοντάδες τράπεζες χρεοκόπησαν με αποτέλεσμα να αυξηθεί κατακόρυφα η ανεργία - το 1932 στη Γερμανία το 43% των εργατών έμειναν άνεργοι - η φιλοσοφία του κρατικού παρεμβατισμού διαμορφώνεται σε ένα νέο δόγμα στις σχέσεις κράτους - επιχείρησης, το οποίο υλοποιείται στην εικοσαετία 1930 - 1950. Τις επόμενες δεκαετίες μετά παρατηρείται διεθνώς πλέον διεύρυνση της παραγωγής, πολλές συγχωνεύσεις εταιριών, νέα πολυδάπανη τεχνολογία, ερευνητικά προγράμματα για την ανεύρεση νέων πρώτων υλών και γενικά ένας οικονομικός οργασμός που απαιτούσε μεγάλα κεφάλαια που ο ιδιωτικός τομέας αδυνατούσε να επενδύσει. Η παρέμβαση του κράτους φάνηκε αναπόφευκτη για την αξιοποίηση τουλάχιστον κλάδων, όπως οι σιδηροδρομικές μεταφορές, μεγάλες βιομηχανίες άνθρακος κ.λπ.
Αργότερα αγόρασε μερικές «προβληματικές» επιχειρήσεις για να αποφύγει την ανεργία, ενίσχυσε την κατασκευή ορισμένων έργων υποδομής, ήλεγχε κατά περιόδους την κίνηση της αγοράς και επενέβαινε ρυθμιστικά στη λειτουργία των διαφόρων κλάδων της οικονομικής ζωής για να επιτύχει τους σκοπούς που επεδίωκε. Με αυτό τον τρόπο, μετά το 1930 στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, οι κρατικές επιχειρήσεις αυξάνονται και οργανώνονται με τη συμμετοχή του κράτους, επιχειρήσεις δημοσίων έργων, δημοτικές, και επιχειρήσεις Πρόνοιας του κράτους όπως ταχυδρομεία, τηλεφωνεία, τηλεγραφεία, τελωνεία, εργοστάσια κατασκευής όπλων κ.λπ. Οι όροι που εκφράζουν τις κρατικές επιχειρήσεις ποικίλουν.
Γίνεται λόγος π.χ. για κρατικοποίηση, εθνικοποίηση (Γαλλία), δημόσια κτίση (Αγγλία) και κοινωνικοποίηση (Γερμανία). Στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται οι όροι κρατικοποίηση - εθνικοποίηση - κοινωνικοποίηση με το ίδιο περίπου εννοιολογικό περιεχόμενο, αν και οι όροι αποδίδονται διαφορετικά από ορισμένους συγγραφείς. Στην Ευρώπη στην Αγγλία, Γερμανία και Ιταλία, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρούνται πολλές κρατικοποιήσεις και κοινωνικοποιήσεις όπως στη μεταλλουργία, καπνοβιομηχανία, βιομηχανίες πετρελαίου, τράπεζες, βιομηχανίες αυτοκινήτων, αεροπορικές εταιρίες κ.λπ. Το ίδιο φαινόμενο αλλά σε μικρότερη έκταση έγινε και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Στις σύγχρονες οικονομίες γίνεται λόγος για συνεργασία κράτους - ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Πρόκειται για ένα είδος «μικτής» οικονομίας όπου συμπλέκεται το κράτος με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το καθεστώς αυτό φαίνεται ότι έγινε μια αναγκαιότητα εξαιτίας των νέων οικονομικών, τεχνολογικών και κοινωνικών δεδομένων. Όλες αυτές οι μεταβολές και αλλαγές της διάρθρωσης της παραγωγής, η νέα θέση και ο τρόπος απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, η ανάγκη θεσμολογικών και οργανωτικών αλλαγών, η συντονισμένη και προγραμματισμένη κατεύθυνση του συνόλου των δραστηριοτήτων της οικονομίας έχουν ως αποτέλεσμα τη διαρκώς επεκτεινόμενη παρέμβαση του κράτους τόσο στο ρόλο του εξισορροποιητικού παράγοντα, όσο και στην εν γένει προώθηση της ανάπτυξης. Ο ρόλος αυτός του κράτους γίνεται πιο έντονος και ουσιαστικός στις χώρες που βρίσκονται σε ανάπτυξη και απλώνεται και σε θέματα κοινωνικής πολιτικής γενικά, η οποία αποτελεί κύριο γνώρισμα της σύγχρονης, πολιτικής οικονομικής ανάπτυξης. Είναι με άλλα λόγια το «νέο σύγχρονο βιομηχανικό κράτος» με ευρύτερη αποστολή και με έντονη παρουσία και δράση σε οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς τομείς. Η χώρα μας, τις δύο τελευταίες δεκαετίες - τουλάχιστον - επέδειξε σημαντική πρόοδο σ' αυτούς τους συγκεκριμένους τομείς, με αποτέλεσμα να είναι καλύτερες οι σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα στο κράτος και τις επιχειρήσεις. Η αλήθεια είναι όμως, ότι παρά τις συνεχιζόμενες προσπάθειες που καταβάλλονται από ελληνικής πλευράς - τα τελευταία δέκα χρόνια - η στάθμη ανάπτυξης στα ζητήματα αυτά, βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα από τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες της Ευρωζώνης και σε πολύ χαμηλότερα από τις προηγμένες χώρες της ίδιας Ε.Ε. και γενικότερα της Ευρώπης. Χρειάζονται, λοιπόν, νέοι στόχοι και επαναπροσδιορισμοί από την Πολιτεία αν θέλουμε την ουσιαστική αναβάθμιση και στήριξη της οικονομίας μας. Τα ημίμετρα που κατά καιρούς παίρνονται γι' αυτό το σκοπό δεν ωφελούν κανέναν. Θεσπίζοντας νέες «αναπτυξιακές πολιτικές», αλλά και συμμαχίες με τους εμπλεκόμενους φορείς κάνοντας, θα μπορούσαμε στην πορεία του χρόνου να πετύχουμε νέα άλματα προς την κατεύθυνση αυτή. Δηλαδή, να πλησιάσουμε αισθητά ακόμη και τις προηγμένες οικονομίες - σε θέματα ανάπτυξης - των χωρών της Ευρώπης μετά τη Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, ασφαλώς. Η σημερινή Πολιτεία δείχνει πώς, έχει τούτες τις «συνταγές» πρωτοβουλιών για να επέλθει το «οικονομικό θαύμα» στον τόπο μας - αρκεί να υλοποιήσει έγκαιρα τους επιθυμητούς στόχους της. Εάν τούτο συμβεί, τότε το προσδοκώμενο όφελος αυτής της συνεργασίας, δηλαδή «κράτους και επιχείρησης», θα είναι πολύ μεγάλο - για τη χώρα και το λαό μας - παρά τις οικονομικά σημερινές πολύ δύσκολες συγκυρίες διεθνώς.